Η ιστορία που θα σας αφηγηθώ είναι πέρα για πέρα αληθινή. Αφορά ένα πολίτη, ο οποίος ζει μεν στο εξωτερικό, αλλά εργάζεται για εταιρεία που έχει έδρα την Αθήνα. Άρα, έχει τον ίδιο πόνο όπως όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες, και επηρεάζεται το ίδιο -ίσως και χειρότερα- αφού η μείωση των μισθών στην Ελλάδα κτύπησε άγρια και τον δικό του.
Σημειώστε ότι στη χώρα που ζει, το ενοίκιο ενός μικρού διαμερίσματος σε μία μέτρια γειτονιά -γύρω στα 75 τετραγωνικά μέτρα- αγγίζει τις 2000 ευρώ. Άρα, οι απώλειες του είναι ακόμα μεγαλύτερες.
Τις καλές εποχές, όταν δηλαδή ο μισθός του ήταν αρκετά υψηλός, επιχείρησε και αγόρασε στην Αθήνα και σε ενα νησί, ένα διαμέρισμα 80 τετραγωνικών και ένα μικρό σπιτάκι 55 τετραγωνικών, αντίστοιχα. Τα αγόρασε, βέβαια, παίρνοντας δάνεια, αφού δεν γεννήθηκε με χρυσό κουτάλι στο στόμα. Προτίμησε το ελβετικό φράγκο, επειδή τότε ήταν «μία έξυπνη κίνηση». Παραδέχεται πως συμφώνησε αμέσως όταν του το παρουσίασε η τράπεζα. Πλήρωνε κανονικά τις δόσεις και, μάλιστα, είχε φροντίσει να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του ακριβώς δέκα ημέρες πριν από την ημερομηνία πληρωμής. Είμαι βέβαιος πως οι δανειστές του πρέπει να τον θεωρούσαν ως «τον καλύτερο πελάτη». Όταν στις αρχές του καλοκαιριού πέρασε από την τράπεζα, η καλοσυνάτη υπάλληλος, που εξέτασε τον φάκελλο του, είπε με θαυμασμό: «Δεν καθυστερήσατε ποτέ».
– «Δεν μπορώ να σας πληρώσω πια, της απάντησε» βλέποντας στο κενό?
Η κουβέντα του έπεσε σαν «κεραυνός» και η υπάλληλος έχασε προς στιγμήν τα λόγια της. Όταν συνήλθε του είπε ότι έχουν διάφορα προγράμματα για την περίπτωσή του και του ομολόγησε ότι καθημερινά περνούν από την τράπεζα δεκάδες άνθρωποι, που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση μαζί του. «Το χειρότερο όλων κύριε μου», του είπε, «είναι ότι έρχονται και ζητούν απελπισμένα βοήθεια συνταξιούχοι, οι οποίοι είχαν ξεπληρωμένα τα σπίτια τους, αλλά τα είχαν βάλει υποθήκη για να βοηθήσουν τα παιδιά τους. Πρόκειται για σπίτια που είχαν κληρονομήσει από τους γονείς τους και με τα οποία είχαν συναισθηματική σχέση».
– «Εγώ δεν πρόλαβα να έχω», της απάντησε, «αλλά είχα δώσει όλα τα χρήματα που κέρδισα από τα βιβλία μου. Και τα βιβλία μου είναι κομμάτι της ζωής μου».
Έφυγε σέρνοντας στην κυριολεξία τα πόδια του, μου αφηγήθηκε. Περπάτησε από τους Αμπελόκηπους στο κέντρο της Αθήνας για να «καθαρίσει» το μυαλό του. Στην οδό Βουκουρεστίου συνάντησε ένα παλιό γνώριμο από τον τόπο εργασίας του και κάθισαν σε ένα καφενείο συζητώντας τα παλιά με νοσταλγία, και τη νέα κατάσταση που δημιούργησε η οικονομική τραγωδία που περνά η Ελλάδα. Του είπε το πρόβλημά του?
Ο φίλος του, καθηγητής Οικονομικών σε ξένο Πανεπιστήμιο, πήρε στυλό και χαρτί. Έβαλαν κάτω τα ποσά που χρωστούσε, τα επιτόκια, τη δόση, και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι με βάση το μειωμένο εισόδημά του θα μπορούσε να γλιτώσει τα διαμερίσματα, για τα οποία είχε ήδη δώσει τα τελευταία πέντε χρόνια σχεδόν 100 χιλιάδες ευρώ, πέραν του αρχικού ποσού που κατέβαλε στην τράπεζα. Το συμπέρασμα του φίλου του οικονομολόγου ήταν ότι έπρεπε να βρει μία τράπεζα ή παρατράπεζα ή κάποιον τοκογλύφο, που θα του δάνειζε τα ποσά για να ξεπληρώσει τις τράπεζες. «Ο στόχος σου», τον προειδοποίησε, «πρέπει να είναι ένα χαμηλό επιτόκιο, άρα αυτόματα αποκλείονται οι τράπεζες».
Για να μην πολυλογώ και χάνετε τον χρόνο σας, ο καθηγητής του πρότεινε να καταφύγει σε τοκογλύφο. «Βρίσκονται», του είπε, «σε χειρότερη κατάσταση από τις τράπεζες, διότι δεν δανείζεται κανείς πιά, εκτός ολίγων χαρτοπαικτών και φανατικών του ιπποδρόμου».
Ένιωσε απαίσια, αλλά από την μία στιγμή στην άλλη γεννήθηκε μία ελπίδα ότι θα έσωζε τα διαμερίσματα, για τα οποία είχε ξοδέψει μία μικρή περιουσία και ένα κομμάτι της ζωής του. Συναντήθηκε με τον τοκογλύφο στην οδό Χρήστου Λαδά. Ο τοκογλύφος δεν έκρυψε τα λόγια του. Του έδωσε μία κόλλα χαρτί στην οποία ανέφερε πως του προσφέρει το ποσό που χρειαζόταν, με επιτόκιο 3,5%. Και στην περίπτωση που αδυνατούσε να πληρώσει, ο τοκογλύφος θα έπαιρνε τα διαμερίσματά του? Ούτε δικαστήρια, ούτε καυγάδες, ούτε παρεξηγήσεις?
Του ζήτησε ένα μήνα διορία για να πάρει τελική απόφαση?
Την περασμένη Παρασκευή του τηλεφώνησα. Συζητήσαμε ξανά το θέμα. Τον βρήκα σε αθλία ψυχολογική κατάσταση. Μόλις είχε επιστρέψει από τον καρδιολόγο. Για το διαμέρισμα στο νησί είχε λάβει ήδη την τρίτη επιστολή από την τράπεζα. Και για το διαμέρισμα στην Αθήνα είχε χρήματα για να καλύψει ακόμα μία δόση?
Η κατάστασή του δεν είναι διαφορετική από τις προσωπικές τραγωδίες πολλών Ελλήνων. Χιλιάδες συνάνθρωποί μας έχουν δει τη ζωή τους να γυρίζει ανάποδα τους τελευταίους 16 μήνες, από την ημέρα δηλαδή της απόφασης του σημερινού πρωθυπουργού να παραδώσει τα κλειδιά της χώρας στους δανειστές της. Κάποιοι ξενιτεύθηκαν αναζητώντας την ελπίδα που σκότωσαν όσοι αποφάσιζαν για τις τύχες της χώρας, κάποιοι επέστρεψαν στα χωριά τους, μερικοί αυτοκτόνησαν μη αντέχοντας τον διασυρμό? Η αυτοκτονία δεν είναι λύση.
Εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα, οι επιλογές για τις Ελληνίδες και τους Ελληνες δεν είναι πολλές. Δεν πρέπει να αφήσουμε να μας παρασύρει η πίκρα, η απογοήτευση και ο θυμός για τους ανίκανους πολιτικούς που κατέστρεψαν την πατρίδα μας. Πρέπει να παλέψουμε για την Ελλάδα, για τα παιδιά μας, για τους εαυτούς μας. Και μέχρι να τα καταφέρουμε πρέπει να γνωρίζουμε ότι το κόστος και οι απώλειες για τον καθένα μας θα είναι ακόμα μεγαλύτερες. Όπως και να ?χει, να θυμάστε δύο πράγματα:
– Οι πολιτικοί που δημιούργησαν τα μύρια προβλήματα στον ελληνικό λαό, δεν έχουν τις ικανότητες που απαιτούνται για να τα επιλύσουν, και
– Δεν είναι δυνατόν, οι λύσεις για τη χώρα μας να είναι μόνο αυτές, που προτείνουν οι δανειστές μας?
Μιχάλης Ιγνατίου (δημοσιογράφος)