Τριπλάσιος ο πληθωρισμός για τους φτωχούς σε σύγκριση με τους πλούσιους! Η δραματική επιδείνωση των συνθηκών της καθημερινής ζωής για το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του πληθωρισμού και ιδίως για τα φτωχότερα στρώματα δεν οφείλεται μόνο στις περικοπές σε μισθούς, συντάξεις και επιδόματα, στην αύξηση της φορολογίας και στη ραγδαία απώλεια θέσεων εργασίας. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και ο πληθωρισμός, ο οποίος τα τελευταία περίπου δύο χρόνια είναι υψηλότερος για τους οικονομικά ασθενέστερους.
Τα στοιχεία που παρουσιάζει σήμερα η «Ε» είναι αποκαλυπτικά για την αθόρυβη αναδιανομή εισοδήματος που πραγματοποιείται υπέρ των πλουσιότερων τμημάτων του πληθυσμού μέσω του μηχανισμού των τιμών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ τα οποία επεξεργάστηκε ο Σταύρος Ζωγραφάκης, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, από τον Ιανουάριο του 2011 και μετά ο πληθωρισμός που αντιμετωπίζει το φτωχότερο 20% του πληθυσμού είναι σταθερά υψηλότερος από τον πληθωρισμό που αφορά το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού (βλέπε σχετικό πίνακα και διάγραμμα). Σημειώνεται πως ο πληθωρισμός για τις δύο ομάδες του πληθυσμού εξάγεται με βάση το καλάθι αγορών αγαθών και υπηρεσιών που χαρακτηρίζει την κάθε κατηγορία, καθώς είναι γνωστό πως οι φτωχότεροι έχουν διαφορετικές καταναλωτικές προτιμήσεις σε σχέση με τα εύπορα στρώματα του πληθυσμού.
Το 2011 το 20% των πιο φτωχών νοικοκυριών αντιμετώπισε πληθωρισμό 3,7% έναντι 2,6% για το 20% των πιο εύπορων νοικοκυριών (διαφορά 44,6%). Το 2012 η διαφορά διευρύνθηκε, για να φτάσουμε στον Οκτώβριο του 2012, όπου καταγράφεται η μεγαλύτερη διαφορά από την έναρξη της οικονομικής κρίσης, με τον πληθωρισμό του 20% του πληθυσμού με τα χαμηλότερα εισοδήματα να είναι τριπλάσιος από τον πληθωρισμό του 20% του πληθυσμού με τα υψηλότερα εισοδήματα (2,78% έναντι 0,90%). Σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε ο κ. Ζωγραφάκης, μεταξύ των προϊόντων και υπηρεσιών με τη μεγαλύτερη επίπτωση στον πληθωρισμό των φτωχών τον Οκτώβριο του 2012 περιλαμβάνονταν το πετρέλαιο θέρμανσης με 2,26%, ο ηλεκτρισμός με 0,53% και τα καύσιμα αυτοκινήτων με 0,28%, ενώ για τα ίδια ακριβώς αγαθά η επιβάρυνση των πιο πλούσιων νοικοκυριών ήταν πολύ χαμηλότερη (πετρέλαιο θέρμανσης 0,98%, καύσιμα αυτοκινήτου 0,38%, ηλεκτρισμός 0,22%). Το στοιχείο αυτό καταδεικνύει, για ακόμη μία φορά, πως οι ανατιμήσεις σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες πλήττουν πρωτίστως τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα του πληθυσμού.
Κοινωνική έρημος?
Η οικονομική καθίζηση, σε συνδυασμό με τα σκληρά περιοριστικά δημοσιονομικά μέτρα, οδηγεί σε δραματική επιδείνωση των κοινωνικών δεικτών, όπως έδειξε η τελευταία έρευνα εισοδημάτων και συνθηκών διαβίωσης της ΕΛΣΤΑΤ. Ειδικότερα, με βάση τα εισοδήματα του 2010, το 21,4% του πληθυσμού της χώρας ή 901.194 νοικοκυριά, με συνολικό αριθμό μελών 2.341.400 άτομα, βρίσκονταν κάτω από το χρηματικό όριο της σχετικής φτώχειας, όταν το αντίστοιχο ποσοστό το 2008 και το 2009 ήταν 19,7% και 20,1%. Όπως βλέπουμε, η έλευση της κρίσης και η εφαρμογή των μέτρων του πρώτου Μνημονίου οδήγησαν σε αύξηση του αριθμού των φτωχών, ενώ το σχετικό ποσοστό είναι σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε.-27(16,4%).
Εξαιρετικά υψηλό είναι και το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό (δηλαδή διαβιούν με υλικές στερήσεις ή/και με υποαπασχόληση των μελών του νοικοκυριού), το οποίο ανέρχεται σε 31% του πληθυσμού ή σε 3.403.000 άτομα. Επιπλέον, ο πληθυσμός που μένει σε νοικοκυριά στα οποία δεν εργάζεται κανένα μέλος ή εργάζεται λιγότερο από 3 μήνες συνολικά το έτος ανήλθε το 2011 σε 837.000 άτομα, ενώ το προηγούμενο έτος (2010) ανερχόταν σε 544.800 άτομα (αύξηση 53,7% μέσα σε ένα έτος!).
Από την εξέταση των δεικτών για τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού προκύπτει ότι η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών δεν αφορά μόνο τον φτωχό πληθυσμό, αλλά και σημαντικό μέρος του μη φτωχού πληθυσμού. Ειδικότερα, το ποσοστό του πληθυσμού που διαμένει σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 25,9% στο σύνολο του πληθυσμού (στο 23,2% για τον μη φτωχό πληθυσμό), ενώ το 24,9% του μη φτωχού πληθυσμού έχει οικονομική δυσκολία να αντιμετωπίσει έκτακτες αλλά αναγκαίες δαπάνες αξίας περίπου 600 ευρώ.
Επίσης, τα τελευταία χρόνια η φτώχεια μετατοπίζεται από την ομάδα των ηλικιωμένων προς την ομάδα των νεότερων ζευγαριών με παιδιά αλλά και προς τους νέους εργαζομένους. Ειδικότερα, το ποσοστό των παιδιών μέχρι 15 ετών που ζουν κάτω από το όριο της σχετικής φτώχειας αυξήθηκε σε 23,7% το 2011 από 19,3% το 2005 και είναι υψηλότερο κατά δύο και πλέον εκατοστιαίες μονάδες από το αντίστοιχο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού.