Τα “πάνω – κάτω” στο εγχώριο λιανεμπόριο τροφίμων φέρνει η συμφωνία εξαγορά των Εν Ελλάδι δραστηριοτήτων του Βερόπουλο από την Σκλαβενίτης. Το πρώτο mega deal, παρότι σύμφωνα με πολλούς “υπαγορεύθηκε” από τις ασφυκτικές συνθήκες που δημιούργησε στην αγορά η παρατεταμένη κάμψη της κατανάλωσης και η έλλειψη ρευστότητας αναμένεται να ανατρέψει τους συσχετισμούς δυνάμεων και να δημιουργήσει νέα δεδομένα, όσον αφορά στους κορυφαίες παίκτες του χώρου.
Με ένα δίκτυο 342 καταστημάτων και ισχυρή παρουσία σε Αθήνα και περιφέρεια, το νέο σχήμα αναμένεται να διεκδικήσει μεγαλύτερα μερίδια από τους βασικούς ανταγωνιστές του (Μαρινόπουλος, ΑΒ Βασιλόπουλος, ΜΕΤRO, Μασούτης, κα.) ενώ κάποιοι θεωρούν βέβαιο πως οι φιλοδοξίες του φθάνουν μέχρι και την πρωτοκαθεδρία του χώρου.
Άλλωστε, όπως εξηγούν άνθρωποι της αγοράς η Σκλαβενίτης έχει αποδείξει όλα αυτά τα χρόνια ότι έχει πιστό αγοραστικό κοινό, το οποίο την ακολουθεί και την εμπιστεύεται παρά τον πόλεμο τιμών που βρίσκεται σε εξέλιξη. Τονίζουν δε ότι η 100% ελληνική αλυσίδα εμφανίζει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης παρά την κρίση ενώ παράλληλα επεκτείνεται μέσα από συνεχόμενες εξαγορές μικρότερων αλυσίδων και μεμονωμένων καταστημάτων.
Συγκεκριμένα, από το 2006 έως πριν την απόκτηση του Βερόπουλου εκτός από τη λειτουργία 30 δικών της καταστημάτων προχώρησε στις εξής εξαγορές:
- 2007: 18 καταστημάτων της Παπαγεωργίου
- 2010-2011: 9 καταστημάτων της Ατλάντικ
- 2013: 5 καταστημάτων της Μπαλάσκας
- 2013: 4 καταστημάτων της Δούκας
- 2013: 9 καταστημάτων της αλυσίδας Extra
- 2014: 60% της Χαλκιαδάκης αντί 25 εκατ. ευρώ
- 2014: 100% της Makro & Carry έναντι 65 εκατ. ευρώ
Συνολικά, στα χρόνια αυτά έχει υλοποιήσει ένα δυναμικό επενδυτικό πλάνο ύψους 161 εκατ. ευρώ, για να επιτύχει την επέκταση του δικτύου της, μέσα από το άνοιγμα νέων καταστημάτων και την υλοποίηση εξαγορών. Να σημειωθεί τέλος ότι ο κύκλος εργασιών της Σκλαβενίτης έχει προσδιοριστεί τα τελευταία 3 έτη στο 1,2 δισ. ευρώ από 800 εκατ. ευρώ που ήταν το 2006. Ο τραπεζικός δανεισμός ανέρχεται σε ποσοστό μικρότερο του 20% του κύκλου εργασιών της ενώ έχει σταθερή ετήσια κερδοφορία που ανέρχεται σε 10-15 εκατ. ευρώ περίπου.
Γ. Μανέττας