Μία από τις κορυφαίες στιγμές όχι μόνο της Επανάστασης του 1821 αλλά και ολόκληρης της νεότερης ελληνικής και παγκόσμιας ιστορίας είναι αναμφίβολα η ηρωική έξοδος του Μεσολογγίου και η πτώση της πόλης στα χέρια των Τουρκαλβανών και των Αιγύπτιων (Απρίλιος 1826). Πρόκειται για ένα γεγονός που συντάραξε όχι μόνο την ελληνική αλλά και την παγκόσμια κοινή γνώμη. Για την έξοδο του Μεσολογγίου έχουν γραφτεί πάρα πολλά. Σε ένα άρθρο είναι φυσικά αδύνατο να καλύψουμε όλα τα γεγονότα. Εκτός από ένα μικρό χρονικό με τα γεγονότα της εξόδου θα αναφερθούμε, όπως προσπαθούμε να κάνουμε σε κάθε άρθρο, σε λεπτομέρειες που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστές.
Τα γεγονότα και η κατάσταση πριν την έξοδο
Στις 25 Μαρτίου 1826 ,όπως έχουμε γράψει αναλυτικά σε άρθρο μας στο protothema.gr(24/3/2018) λιγοστοί Έλληνες υπερασπιστές της Κλείσοβας, νησίδας της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου, αμυνόμενοι με απαράμιλλη αυταπάρνηση, κατάφεραν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία χιλιάδες Τούρκους, Αιγύπτιους και Αλβανούς σκοτώνοντας τουλάχιστον 2.500. Δυστυχώς όμως η θριαμβευτική αυτή ελληνική νίκη έμεινε αναξιοποίητη. Έξι μέρες μετά τη μάχη της Κλείσοβας, την 1η Απριλίου 1826 οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου πήραν γράμμα από την επιτροπή που είχαν στείλει στο Ναύπλιο, στην οποία αναφερόταν ότι τα μέλη της επιτροπής είχαν καταφέρει να εξοικονομήσουν 400.000 γρόσια για μισθούς και σιτηρέσια και άλλα τόσα για το ξεκίνημα του στόλου. Θα έφθαναν όμως στο Μεσολόγγι μετά από 12 ημέρες και ως τότε οι πολιορκημένοι θα έπρεπε να κάνουν υπομονή.
Δυστυχώς όμως η κατάσταση στο Μεσολόγγι ήταν δραματική. Ιδιαίτερα από τα τέλη του 1825 όταν έφτασε ο Ιμπραήμ με 15.000 άνδρες ενώ και ο Κιουταχής με 30.000 άνδρες εξακολουθούσε να πολιορκεί την πόλη. Ο σουλτάνος τον είχε απειλήσει με αποκεφαλισμό σε περίπτωση αποτυχίας, οπότε δεν είχε και πολλά περιθώρια ελιγμών. Ο τραυματισμός του στην Κλείσοβα μπορεί να ήταν καθοριστικός για την πανωλεθρία των δυνάμεών του, ωστόσο δεν ήταν σοβαρός. Αλλά και ο Ιμπραήμ που μετά το βατερλό στην Κλείσοβα κλείστηκε ντροπιασμένος στη σκηνή του ,είχε πεισμώσει για τα καλά. Πολύτιμες πληροφορίες για τα γεγονότα της περιόδου από την 1η Ιανουαρίου 1824 ως τις 28 Φεβρουαρίου 1826 μας δίνουν τα ‘’Ελληνικά Χρονικά’’ ,το δημοσιογραφικό όργανο της επαναστατημένης Ελλάδας που ήταν τετράγλωσσα και είχαν διευθυντή και συντάκτη τον Ελβετό φιλέλληνα Γιόχαν Γιάκομπ Μάγερ, που θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους αν όχι ο πρωτοπόρος της ελληνικής δημοσιογραφίας.
Από τα μέσα Φεβρουαρίου 1826 η κατάσταση στο Μεσολόγγι επιδεινώθηκε δραματικά. Πολλές οικογένειες είχαν αρχίσει να στερούνται εντελώς τα τρόφιμα και αναγκάζονταν να σφάζουν άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια και στη συνέχεια σκύλους, γάτες και ποντικούς. Ωστόσο και αυτά εξαντλήθηκαν… Από τις 16 Μαρτίου άρχισαν να τρώνε αρμυρίκια, πικρά χόρτα που φυτρώνουν κοντά στη θάλασσα. Ο υποσιτισμός και οι ασθένειες όμως εξασθένισαν τους οργανισμούς των ανδρών της φρουράς της πόλης και προκαλούσαν πολλούς θανάτους. Έτσι στις αρχές Απριλίου 1826, οι οπλαρχηγοί στη μυστική τους συνέλευση αποφάσισαν να επιχειρήσουν έξοδο αν τα ελληνικά πλοία που είχαν φτάσει στο Ιόνιο με επικεφαλής τον Ναύαρχο τον Ανδρέα Μιαούλη δεν κατόρθωσαν να τους εφοδιάσουν.
Στην πόλη έπεσε λιμός: ‘’Πάντα τα ακάθαρτα ζώα κατηναλώθηκαν προς τροφήν. Αι ασθένιαι ως εκ τούτου επολλαπλασιάσθηκαν και η θνησιμότης κατέστη επίφοβος’’ (Οδυσσέας Μαρούλης ‘’Τελευταία πολιορκία του Μεσολογγίου’’ 1926 σελ. 29). Οι δε κάτοικοι: ‘’Πεινώντες, γυμνητεύοντες, νοσούντες, χλομοί και λιπόσαρκοι εσύροντο ανά τας οδούς της χειμαζομένης πόλεως φασμάτων σκιαί’’ (Ι. Ιωαννίδης ‘’Πολιορκίαι, Έξοδος και Ηρώον Μεσολογγίου’’). Στα ‘’Στρατιωτικά Ενθυμήματα’’ ο Κασομούλης γράφει: ‘’Έφθασεν η νύχτα όλη η φρουρά σιώπησεν και φόβος τον έπαιρνεν τον άνθρωπον από την άκρανσιωπήν’’.
Ο Γιαννιώτης αγωνιστής Αρτέμιος Μίχος που νεότατος ήταν παρών στην πολιορκία του Μεσολογγίου περιγράφει ένα συγκλονιστικό γεγονός. Ειδική επιτροπή που έκανε έρευνα για τρόφιμα βρέθηκε μπροστά σ’ ένα φριχτό θέαμα. Μια οικογένεια από τον Ζυγό ή το Απόκορο «είχε εις απόκρυφον τι μέρος τον μηρόν και άλλα μέλη παιδίου.Φρίξας δε διά το εύρημα ηρώτησε την οικοδέσποινα παρ’ ης (από την οποία) επληροφορήθη ότι το παιδίον αυτό αποθανόν εκ πείνης εχρησίμευσε εις τροφήν των επιζώντων. Ήτο δε τούτο αληθές καθότι εις την ειρημένην οικίαν δεν ευρέθη κανέν άλλο τρόφιμο. Αυτό το περιστατικό όμως ίσως και άλλα ήταν μεμονωμένα και κρυφά και γίνονταν εν αγνοία της φρουράς της πόλης.
Την 1η Απριλίου είχαν συγκεντρωθεί στο Ιόνιο 22 μπρίκια, 5 πυρπολικά (το ένα του Κανάρη), μια γαλιότα και ένα μίστικο αντί για 10-20 που είχε προβλεφθεί. Ο αριθμός των πλοίων ήταν πολύ μικρότερος από εκείνον που υπολόγιζε η Κυβέρνηση και ήταν φανερό ότι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τον ισχυρότερο τουρκοαιγυπτιακό στόλο. Στις 2 Απριλίου στη ναυμαχία που έγινε κοντά στον Κάβο Πάπα, ο ελληνικός στόλος νικήθηκε. Ο Μιαούλης λίγο έλλειψε να συλληφθεί αλλά κατάφερε με επιδέξιους ελιγμούς να ξεφύγει και να μεταβεί στον Πεταλά (νησί των Εχινάδων) όπου είχαν φτάσει και τα υπόλοιπα ελληνικά πλοία. Στους Μεσολογγίτες που πήγαν να τον συναντήσουν ,είπε ότι δυστυχώς δεν μπορούσε να προσφέρει καμιά βοήθεια και ότι δυστυχώς το Μεσολόγγι θα πέσει στα χέρια των εχθρών. Ενημέρωσε μάλιστα σχετικά και τους πρόκριτους της πόλης. Μετά τις 4 Απριλίου οι πολιορκητές ζήτησαν από τους Μεσολογγίτες να παραδοθούν. Αυτοί όμως αρνήθηκαν κατηγορηματικά. Στις 9 Απριλίου 1826 συγκεντρώθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα (ή στο σπίτι του Τζαβέλα κατ’ άλλη εκδοχή) για να πάρουν την οριστική απόφαση οι σημαντικότεροι καπεταναίοι, ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ κι ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος.
Αποφάσισαν ομόφωνα να μην κάνουν κανένα συμβιβασμό με τους εχθρούς και ότι καλύτερη λύση ήταν η έξοδος. Επίσης, αποφάσισαν να σκοτώσουν όλους τους αιχμαλώτους Τούρκους ή Χριστιανούς, γιατί είχαν αγανακτήσει από τη δραπέτευση ενός Βούλγαρου εργάτη που είχαν αιχμαλωτίσει και ενός νεαρού εκχριστιανισμένου Τούρκου.Επίσης να σκοτώσουν όλα τα γυναικόπαιδα για να μην πέσουν στα χέρια τον εχθρών. Η πρώτη απόφαση υλοποιήθηκε. Το παράδειγμα έδωσε ο Τζαβέλας που “επρόσταξεν να φονεύσουν τον αγαπημένον του και πιστόν αράπην”. (Ν. Κασομούλης).
Ωστόσο, η δεύτερη απόφαση δεν υλοποιήθηκε. Κατά τη μαρτυρία του Ν. Κασομούλη που ήταν παρών, ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ, σηκώθηκε πάνω και είπε: “Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος, είμαι Αρχιερεύς-αν τολμήσετε να πράξετε τούτο, πρώτον θυσιάσατε εμένα! Και σας αφήνω την κατάραν του Θεού και της Παναγίας και όλων των Αγίων-και το αίμα των αθώων να πέσει εις τα κεφάλια σας. Εκφώνησε τούτο, εκάθισε και άρχισε να κλαίγει. Εμείναμεν έως μισή ώρα σιωπώντες”. Τα λόγια και τα δάκρυα του ιεράρχη, έφεραν αποτέλεσμα και οι οπλαρχηγοί υποχώρησαν. Άρχισαν όμως να προετοιμάζονται για την έξοδο.
Η έξοδος του Μεσολογγίου
Πήραν λοιπόν την απόφαση, τα γυναικόπαιδα κι ο άμαχος πληθυσμός να σχηματίσουν μιαν ανεξάρτητη από τον στρατό φάλαγγα, που θα την συνόδευαν οι αρματωμένοι συγγενείς τους και διακόσιοι εκλεκτοί στρατιώτες. Ζήτησαν από τις μητέρες λίγο πριν την έξοδο, να ποτίσουν τα παιδιά τους με αφιόνι για να κοιμηθούν και να μην κλαίνε. Τη συγκλονιστική αυτή πληροφορία, μας δίνει ο Νικόλαος Κασομούλης. Είχαν επίσης να σκεφτούν, τι θα κάνουν με τους τραυματίες και τους αρρώστους, που έφταναν τους 300.
Δεν υπήρχε καμία ελπίδα να σωθούν. Έτσι, όταν οι εχθροί έμπαιναν στο Μεσολόγγι, θα πολεμούσαν μέχρι τέλους, προκαλώντας όσο το δυνατό μεγαλύτερες απώλειες στους αντιπάλους.
Την επόμενη μέρα, 10 Απριλίου, έφτασε στο Μεσολόγγι απεσταλμένος του στρατοπέδου της Δερβέκιστας, με γράμματα προς τη φρουρά, όπου ανέφεραν ότι το απόγευμα εκείνης της μέρας, θα φτάνανε στον Ζυγό (όρος κοντά στο Μεσολόγγι με υψόμετρο 984 μ., γνωστό και ως Αράκυνθος) και θα ρίχνανε μια μπαταριά (ντουφεκιά, ομοβροντία), σημάδι πως ήρθαν. Το μεσημέρι συγκεντρώθηκαν για τελευταία φορά, στην τάπια (οχύρωμα) του Μακρή, οι καπεταναίοι και αποφάσισαν να γίνει η έξοδος από τρία μέρη. Όσοι βρίσκονταν στην αριστερή μεριά του κάστρου θα έβγαιναν, από την τάπια της Λουνέτας, κι όσοι βρίσκονταν στα δεξιά, από την τάπια του Ρήγα (“πόρτα” που σώζεται μέχρι σήμερα). Οι δύο αυτές φάλαγγες, με αρχηγούς τον Δ. Μακρή και τον Νότη Μπότσαρη αντίστοιχα, θα συγκροτούνταν αποκλειστικά από αγωνιστές. Η τρίτη φάλαγγα, με τα γυναικόπαιδα, θα έβγαινε από τις τάπες του Μονταλαμπέρ και του Στουρνάρη, που βρίσκονταν στο δεξί μέρος του περιτειχίσματος. Καθώς εκεί υπήρχε βάλτος και οι εχθροί δεν είχαν κάνει οχυρωματικά έργα, σκέφτηκαν ότι το πέρασμα των γυναικόπαιδων θα ήταν σχετικά πιο εύκολο.
Αποφασίστηκε να γράψουν το σχέδιο της εξόδου για το γνωρίζουν όλοι. Οι στρατιωτικοί αποφάσισαν, ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ υπαγόρευσε και ο Νικόλαος Κασομούλης το έγραψε και το διέσωσε στα “Ενθυμήματά” του. Στις 4, το σχέδιο της εξόδου ήταν έτοιμο. Το πήρε ο Κασομούλης και το πήγε από τάπια σε τάπια. Στις 16.30 (κατά τον Αρτέμιο Μίχο) ή στις 17.00 κατ’ άλλους, ακούστηκε απ’ τον Ζυγό, η “μπαταρία της βοήθειας”. Ωστόσο, οι πολιορκημένοι αντιλήφθηκαν ότι είχαν εκπυρσοκροτήσει 200-300 ντουφέκια, “Αμέσως είπαμεν ότι μας πρόδωσαν, και καλύτερα να μην έρχονταν ή καν να μην δουφεκούσαν”, γράφει ο Κασομούλης.
Δυστυχώς, λίγο αργότερα οι εχθροί έμαθαν λεπτομέρειες του σχεδίου. Αυτό έγινε, καθώς δραπέτευσε από το Μεσολόγγι, ο ψυχογιός ενός από τους αξιωματικούς του Ανδρέα Ίσκου, που είχε παρευρεθεί στη συνέλευση. Ο νεαρός αυτός, ήταν Οθωμανός, που αιχμαλωτίστηκε στο Ζαπάντι το 1821 και βαφτίστηκε Χριστιανός, παίρνοντας το όνομα Ιωάννης. Αυτός πήγε στο εχθρικό στρατόπεδο και αποκάλυψε όλες τις λεπτομέρειες της εξόδου. Ο Κιουταχής κι ο Ιμπραήμ, είχαν πληροφορηθεί ότι προετοιμάζεται έξοδος των πολιορκημένων λίγες μέρες πριν, από έναν Βούλγαρο λιποτάκτη, χωρίς όμως άλλες λεπτομέρειες. Στην “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους”, διαβάζουμε ότι ίσως την απόφαση των πολιορκημένων για έξοδο, την πληροφορήθηκαν οι πολιορκητές από έναν αγγελιοφόρο παπά που συνέλαβαν.
Το δειλινό, άρχισαν αδιάκοποι βομβαρδισμοί του Μεσολογγίου από τους άντρες του Ιμπραήμ. Ο Αιγύπτιος, είπε στον επικεφαλής του αυστριακού προξενείου στην Πάτρα αβά Don Vincenzo Micarelli, ότι το Μεσολόγγι έχει περικυκλωθεί από δύο Συντάγματα απ’ τη στεριά, ενώ από τη θάλασσα το είχαν περικυκλώσει σχεδίες και πλοιάρια για αβαθή νερά. Παράλληλα, τρία Τάγματα με 2.400 άνδρες, βρίσκονταν μπροστά στη σκηνή του Ιμπραήμ, έτοιμα να αναλάβουν δράση. 1.000 ιππείς, είχαν πάρει θέσεις ανάμεσα στο στρατόπεδο και το βουνό Ζυγός, ενώ 2.000 Αλβανοί από την Κρήτη φρουρούσαν χαράδρες και ρέματα προς το ανατολικός μέρος και τα στρατεύματα του Ρούμελη βαλεσή καιροφυλακτούσαν στο δυτικό μέρος. Όταν νύχτωσε για τα καλά, άρχισε η έξοδος των πολιορκημένων. Μερικές απ’ τις γυναίκες, φορούσαν ανδρικά ρούχα και βάσταγαν άρματα. Ανάμεσά τους, ξεχώριζε η περίφημη Πιτούλαινα, “αναστήματος υψηλού και ήθος ανδρικού”. Το φεγγάρι ήταν δέκα ημερών. Λίγο πριν την έξοδο, άρχισε να ψιλοβρέχει.
Οι πρώτοι που βγήκαν από την πόλη, πέρασαν την τάφρο με αυτοσχέδιες γέφυρες και έπεσαν μπρούμυτα ανάμεσα στην τάφρο και την πρόταφρο, αναμένοντας το χτύπημα στα νώτα των εχθρών από τα ελληνικά σώματα που βρίσκονταν στον Ζυγό. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε, είτε λόγω κακής συνεννόησης, είτε λόγω ολιγωρίας των καπεταναίων που βρίσκονταν έξω, κυρίως όμως, γιατί ο Καραϊσκάκης, ο μόνος ικανός για τέτοιες δύσκολες επιχειρήσεις, ήταν άρρωστος. Πολλοί μάλιστα, κατηγόρησαν τον Καραϊσκάκη για την πτώση του Μεσολογγίου. Εμείς, δεν ενστερνιζόμαστε την άποψή τους. Όπως γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης, στις 2.30 είχε ολοκληρωθεί η έξοδος όλων απ’ το Μεσολόγγι. Καθώς η βοήθεια δεν ερχόταν, οι πολιορκημένοι που είχαν ξαπλώσει στην άκρη του χαντακιού, αποφάσισαν να ξεχυθούν προς τα μπρος. Όρμησε η πρώτη φάλαγγα και, όπως γράφει ο Αρτέμιος Μίχος, “με τα ξίφη εις τας χείρας επέπεσεν ως αστραπή εις τα εχθρικά κανονοστάσια και περιταφρώματα. Πολλοί εχθροί σκοτώθηκαν και άλλοι, έντρομοι, έτρεχαν προς τη θάλασσα και το στρατόπεδό τους για να σωθούν.
Το ίδιο πετυχημένη ήταν και η έξοδος της δεύτερης φάλαγγας, ωστόσο η τρίτη φάλαγγα με τα γυναικόπαιδα δεν κατόρθωσε να ακολουθήσει τις άλλες δύο.
Τότε ακούστηκε μια φωνή:
– “Πίσω, πίσω, ωρέ παιδιά!”.
Ποιος φώναξε, δεν θα γίνει ποτέ γνωστό, Προδότης, Αλβανός του Κιουταχή που μιλούσε ελληνικά ή κάποιος Μεσολογγίτης που λιποψύχησε. Όπως γράφει, ο Χ. Ευαγγελάτος: “Το γεγονός πάντως, είναι ότι η ανεχαιτίσθη η ορμή της εξερχόμενης φρουράς”. Μερικοί Μεσολογγίτες, έμειναν στην μεγάλη τάφρο, του Ομέρ Βρυώνη που είχε γίνει κατά την πρώτη πολιορκία, άλλοι έπεσαν στα χέρια των εχθρών και κάποιοι υποχώρησαν προς την πόλη. Τότε, εξερράγησαν οι υπόνομοι που είχαν φτιάξει οι Έλληνες στη Μεγάλη Τάπια και που είχε αναλάβει να πυροδοτήσει ο γέροντας Σουλιώτης ιερέας Διαμαντής. Τεράστιες φλόγες υψώθηκαν στον ουρανό. Οι άνδρες των άλλων δύο σωμάτων, συνέχιζαν με ορμή ν’ ανοίγουν δρόμο, κυνηγημένοι απ’ τους Αιγύπτιους.
Κάποια στιγμή, βρέθηκαν μπροστά και στις εφεδρείες του Ιμπραήμ, τους 2.400 άνδρες που αναφέραμε καθώς και πολλούς Αλβανούς, τους οποίους αντιμετώπισαν με επιτυχία. Ωστόσο οι ιππείς των εχθρών, προκάλεσαν σημαντικές απώλειες, στη φρουρά της Κλείσοβας. Τελικά, το τουρκικό ιππικό απομακρύνθηκε. Στου “Κότσικα τ’ αμπέλι”, αποκρούστηκε νέα επίθεση τακτικών και άτακτων ιππέων και πεζών Αιγυπτίων. 600 Έλληνες όμως, είχαν ήδη χάσει την ζωή τους. Νέα δοκιμασία, περίμενε όμως τους άνδρες του πρώτου σώματος, όταν έφτασαν στον Ζυγό, όπου τους είχαν στήσει ενέδρα 3.000 Αλβανοί υπό τον ικανότατο Μουστάμπεη Καφζέζη. Πολλοί μαχητές σκοτώθηκαν εκεί, ενώ οι Έλληνες είχαν απώλειες κι από τους κρυμμένους σε υψώματα και χαράδρες Αλβανούς. Όσοι κατάφεραν να φτάσουν στην κορυφή του Ζυγού βρήκαν μια απρόσμενη βοήθεια. Εκατό Σουλιώτες με αρχηγούς τον Γιώργη και τον Θανάση Δράκα.
Αυτοί, βγάζοντας την πολεμική τους κραυγή “Ω ντέρα, ω μπούρα μπιτάα!”, πήραν τους Αλβανούς φαλάγγι στον κατήφορο. Όσοι Αλβανοί επέζησαν από τις επιχειρήσεις του Μεσολογγίου, σκοτώθηκαν στη μάχη της Αράχωβας, εφτά μήνες αργότερα (18-24 Νοεμβρίου 1826), όπου οι Έλληνες με επικεφαλής τον Καραϊσκάκη τους αποδεκάτισαν (δείτε και σχετικό μας άρθρο στις 19/11/2017). Οι μάχες όμως, δεν έγιναν μόνο έξω απ’ το Μεσολόγγι. Μετά την κραυγή “πίσω-πίσω”, πολλοί επιχείρησαν να γυρίσουν στην πόλη. Δέχθηκαν όμως τις επιθέσεις Τούρκων, Αιγύπτιων και Αλβανών. Κάποιοι, όπως ο Πετροφίλης και ο Χινόπωρος, σκότωσαν τις γυναίκες τους να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών και ύστερα, πολεμώντας γενναία, σκοτώθηκαν κι αυτοί. Πολλά γυναικόπαιδα καταφεύγουν στην μπαρουταποθήκη, όπου βρισκόταν ο Χρήστος Καψάλης. Λίγο πριν, είχε βγει στους δρόμους της πόλης, διαλαλώντας: “Όποιοι γέροι κι άρρωστοι θένε να βρούνε γλήγορο και τιμημένο θάνατο νάρθουν το βράδυ στον τζεμπιχανέ!”. Εννοούσε το κτίριο που χρησιμοποιούσαν ως πυριτιδαποθήκη. Τζεμπιχανέδες, ήταν τα πολεμοφόδια.
Όταν γέμισε η μπαρουταποθήκη, ο Καψάλης σήκωσε τα μάτια του ψηλά και είπε:
“Μνήσθητί μου Κύριε”! Ταυτόχρονα έβαλε φωτιά. Το κτίριο ανατινάχθηκε. “Το αίμα τρέχει ποτάμι και τα κουφάρια εχθρών και φίλων σωριάζονται ανάκατα το ένα επάνω στο άλλο. Γύρω από τις πιο νέες γυναίκες χτυπιούνται Τούρκοι κι Αραπάδες ποιος θα τις πρωτοπάρει. Προς ώρας οι δεύτεροι βγαίνουν νικητές σε τούτον τον αγώνα της βίας και της αρπαγής” (Δημήτρης Φωτιάδης, “Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821”).
Τα ξημερώματα της 12 Απριλίου, μοναδική εστία αντίστασης στο Μεσολόγγι, ήταν ο Ανεμόμυλος, ένα κτίσμα που βρισκόταν σ’ ένα νησί το οποίο πλέον έχει ενωθεί με τη στεριά. Οι γενναίοι αγωνιστές που βρίσκονταν κλεισμένοι σ’ αυτόν, πολεμούσαν δυο μερόνυχτα. Όταν τους τελείωσαν τα πολεμοφόδια, τα τρόφιμα και το νερό, έβαλαν φωτιά σ’ ένα βαρέλι με μπαρούτι και τινάχθηκαν στον αέρα. Το Μεσολόγγι έπεσε…
Απολογισμός
Την άλλη μέρα οι εχθροί έφερναν γαϊδούρια και μουλάρια με δυο μεγάλα καλάθια. Ένα αριστερά κι ένα δεξιά. Έκοβαν τα κεφάλια των νεκρών και τα έριχναν μέσα σ΄ αυτά. Στη συνέχεια, τα πήγαν στα στρατόπεδα όπου οι πασάδες αφού τα είδαν και χάρηκαν για την επιτυχία τους, έκοψαν από τα κεφάλια τ’ αφτιά και τα έστειλαν στον σουλτάνο στην Κωνσταντινούπολη. Όταν μπήκαν στο Μεσολόγγι οι πρόξενοι στην Πάτρα της Αγγλίας Φίλιπ Τζέιμ Γκριν και της Αυστρίας Μικαρέλι, στην πόλη είχαν μείνει όρθια μόνο 20 σπίτια! Οι Τουρκαλβανοί και οι Αιγύπτιοι, είχαν ανοίξει ακόμα και τους τάφους! Ο Γκριν, είδε τα λείψανα του Γερμανού φιλέλληνα στρατηγού Νόρμαν, γνωστού από τη μάχη του Πέτα όπου τραυματίστηκε και του Μάρκου Μπότσαρη.
Από το κεφάλι του δεύτερου, έβγαλε δύο δόντια και τα πήρε ενθύμιο! Ο (κληρικός) Μικαρέλι, έστειλε στον ιππότη Μορέτι την εξής πληροφορία: “Τα ζευγάρια τ’ αφτιά είναι για την ακρίβεια τρεις χιλιάδες εκατό”. Από τους 3.000 πολεμιστές που πήραν μέρος στην έξοδο, μόνον 1.300 σώθηκαν και πήγαν στον Πλάτανο όπου είχε το στρατόπεδό του ο Καραϊσκάκης. Τουλάχιστο 1.700 σκοτώθηκαν. Από τις γυναίκες, 13 μόνο Σουλιώτισσες σώθηκαν και 3 ή 4 παιδιά. Πολλά παιδιά, βρήκαν τραγικό θάνατο, καθώς οι μητέρες τους τα έριχναν σε πηγάδια της πόλης για να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών. Οι απώλειες των εχθρών, ήταν τουλάχιστον 5.000 άνδρες.
Όπως έγραψε ο Γ. Τερτσέτης “φονεύεται τη νύχτα της αλώσεως ο διαλεκτός αθέρας της Ρούμελης, ανδρειωμένοι που η φύσις δεν θα ιδεί τους ομοίους τους”.
Το Μεσολόγγι, δεν έπεσε από τ’ ασκέρια και τ’ άρματα των εχθρών, αλλά από την πείνα, που ποτέ κανείς αντρειωμένος δεν κατάφερε να νικήσει. Ο αντίκτυπος της πτώσης του Μεσολογγίου τόσο στην ελληνική όσο και στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, ήταν τεράστιος. Με αυτό ακριβώς το θέμα και την επίδραση της πτώσης της πόλης στην παγκόσμια λογοτεχνία και μερικές ακόμα λεπτομέρειες από την έξοδο, θα ασχοληθούμε σε ξεχωριστό άρθρο μας τη Μεγάλη Εβδομάδα.