Στο πλαίσιο της εφαρμογής του μέτρου της ταυτόχρονης καταβολής των κύριων και επικουρικών συντάξεων το Διοικητικό Συμβούλιο του e-ΕΦΚΑ αποφάσισε στη συνεδρίαση της 11ης Ιουνίου 2021 το ακόλουθο πρόγραμμα πληρωμής των κύριων και επικουρικών συντάξεων:
Στις 24 Ιουνίου 2021, ημέρα Πέμπτη θα καταβληθούν οι κύριες και επικουρικές συντάξεις των μισθωτών (δηλαδή των συνταξιούχων που προέρχονται από το τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, τις Τράπεζες και τον ΟΤΕ) που το ΑΜΚΑ τους λήγει σε 1, 3, 5, 7, 9.
Στις 25 Ιουνίου 2021, ημέρα Παρασκευή θα καταβληθούν οι κύριες και επικουρικές συντάξεις των μισθωτών (δηλαδή των συνταξιούχων που προέρχονται από το τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, τις Τράπεζες και τον ΟΤΕ) που το ΑΜΚΑ τους λήγει σε 0, 2, 4, 6, 8.
Στις 28 Ιουνίου 2021, ημέρα Δευτέρα θα καταβληθούν οι κύριες και επικουρικές συντάξεις των μη-μισθωτών (δηλαδή των συνταξιούχων που προέρχονται από τους τέως φορείς ΟΑΕΕ, ΟΓΑ και ΕΤΑΑ).
Στις 29 Ιουνίου 2021, ημέρα Τρίτη θα καταβληθούν κύριες και επικουρικές συντάξεις του Δημοσίου, του τ.ΝΑΤ, τ.ΕΤΑΤ, τ.ΕΤΑΠ-ΜΜΕ και ΔΕΗ.
(σ.σ., υπενθυμίζεται πως στα ΑΤΜ των τραπεζών η καταβολή ξεκινάει σταδιακά από το απόγευμα της προηγούμενης εργάσιμης μέρας)
Οι αυξήσεις και τα αναδρομικά
Όσοι νέοι συνταξιούχοι διατηρούν προσωπική διαφορά, αυτή θα συμψηφιστεί με την αύξηση που τυχόν δικαιούνται. Οι νέοι συνταξιούχοι δεν έχουν μεταβατική περίοδο.
Μετά τους απαραίτητους επανυπολογισμούς θα λάβουν στα τέλη Ιουνίου (με τις συντάξεις Ιουλίου) στην τσέπη την αύξηση που δικαιούνται και τα αναδρομικά από 1η Οκτωβρίου 2019. Οι νέοι συνταξιούχοι που θα πληρωθούν στο τέλος του επόμενου μήνα είναι περίπου 50.000 και δικαιούνται αύξηση στην καταβαλλόμενη σύνταξη που κυμαίνεται κατά μέσον όρο στα 50 ευρώ. Τα αναδρομικά υπολογίζονται από την 1η Οκτωβρίου 2019. Για παράδειγμα, αν ο συνταξιούχος έχει αποχωρήσει τον Δεκέμβριο του 2016 με 1.500 ευρώ συντάξιμες αποδοχές και 39 έτη ασφάλισης, δικαιούται αύξηση 100 ευρώ. Δικαιούται να τη λάβει ολόκληρη από την 1η Οκτωβρίου του 2019.
Επισημαίνεται ότι οι αυξήσεις αφορούν μόνο όσους έχουν συνταξιοδοτηθεί με περισσότερα από 30,1 και έως 44 έτη ασφάλισης καθώς προκύπτουν λόγω των νέων ποσοστών αναπλήρωσης στις κύριες ανταποδοτικές συντάξεις. Όσοι έχουν αποχωρήσει με 30 έτη ασφάλισης και κάτω, όπως επίσης και όσοι έχουν συνταξιοδοτηθεί με 45 έτη ασφάλισης και πάνω δεν δικαιούνται αύξηση με το νέο σύστημα.
Ειδικότερα οι νέοι συνταξιούχοι από όλα τα πρώην Ταμεία του ιδιωτικού τομέα και το Δημόσιο που έχουν αποχωρήσει μετά τις 13 Μαΐου 2016 και δεν έχουν προσωπική διαφορά, θα λάβουν όλο το ποσό της αύξησης εφόσον έχουν πάνω από 30 χρόνια ασφάλισης ως αναπροσαρμογή του μεικτού ποσού αναδρομικά από 1η Οκτωβρίου 2019..
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν:
- Δημόσιοι υπάλληλοι ΥΕ και ΔΕ με χαμηλές και μεσαίες συντάξιμες αποδοχές που έχουν συνταξιοδοτηθεί με 30,1 έτη έως 44 έτη ασφάλισης.
- Αυτοκινητιστές του πρ. ΟΑΕΕ – ΤΣΑ που συνταξιοδοτήθηκαν την περίοδο 2016-2019 με περισσότερα από 30,1 έτη ασφάλισης και έως 44 έτη ασφάλισης.
- Συνταξιούχοι των πρώην ειδικών Ταμείων των ΔΕΚΟ – Τραπεζών (ΤΑΠ – ΟΤΕ, ΟΑΠ – ΔΕΗ, ΤΣΠ – ΕΤΕ κλπ) οι οποίοι αποχώρησαν με περισσότερα από 30 έτη και έως 44 έτη.
- Μισθωτοί ΙΚΑ που αποχώρησαν με πάνω από 30 έτη –κυρίως όσοι έχουν πάνω από 35 έτη– και έως 44 έτη ασφάλισης.
Επισημαίνεται ότι ιδιαίτερη κατηγορία συνιστούν οι νέοι συνταξιούχοι που αποχώρησαν από 13/5/2016 έως 31/12/2018 και διατηρούν προσωπική διαφορά στο πλαίσιο της σύντομης μεταβατικής περιόδου του νόμου Κατρούγκαλου. Οσοι συνταξιοδοτήθηκαν από τον Μάιο του 2016 έως τον ∆εκέµβριο του 2018 δικαιώθηκαν τµήµα προσωπικής διαφοράς (25% έως 50%) στην περίπτωση που η νέα σύνταξή τους -όπως υπολογίστηκε µε τον νόµο 4387/2016- ήταν µειωµένη κατά 20% και πάνω από τη σύνταξη που θα έπαιρναν µε το παλαιό καθεστώς. Σε αυτή την κατηγορία βρίσκονται δημόσιοι υπάλληλοι κατηγοριών ΤΕ και ΠΕ με 35 και άνω έτη ασφάλισης, ασφαλισμένοι του πρώην ΤΕΒΕ που συνταξιοδοτήθηκαν με πάνω από 30 έτη ασφάλισης, ασφαλισμένοι του Ταμείου Νομικών, του ΕΤΑΑ – ΤΣΜΕΔΕ, του ΕΤΑΑ – ΤΣΑΥ που συνταξιοδοτήθηκαν με πάνω από 30 έτη ασφάλισης. Στο νόμο υπάρχει ενσωματωμένη ρήτρα προστασίας των αποδοχών των εν λόγω συνταξιούχων, στην περίπτωση που η νέα σύνταξη προκύψει μικρότερη μετά τον επανυπολογισμό της με τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης. Ειδικότερα αναφέρεται πως «το ποσό της διαφοράς που προκύπτει εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά».