Η πέτρινη γέφυρα του Κατουνίου κτίστηκε το 1826, την περίοδο της Αγγλοκρατίας (Ιόνιο Κράτος, προτεκτοράτο της Μεγάλης Βρετανίας 1815 – 1864). Είναι μία από τις μεγαλύτερες που έχουν κτιστεί στην Ελλάδα, με μήκος 110 μ., πλάτος 6 μ. και ανώτατο ύψος 15 μ. Η γέφυρα στηρίζεται σε 13 τόξα σε απόλυτη συμμετρία και περιέχει 12 κυλινδρικές θυρίδες. Η κατασκευή του γεφυριού πραγματοποιήθηκε βάσει των σχεδίων του Άγγλου αρμοστή, μηχανικού Μακφέιλ (Macphail).
Το έργο ήταν αρκετά φιλόδοξο και ενταγμένο στο γενικότερο σχεδιασμό δημοσίων έργων που είχαν προγραμματίσει οι Άγγλοι στο νησί και περιελάμβανε δρόμους, γεφύρια, σχολεία, υδραγωγεία λιμάνια και φάρους. Η γέφυρα του Κατουνίου αποτελούσε μέρος του οδικού άξονα που θα ένωνε την πρωτεύουσα των Κυθήρων με το λιμάνι του Αγίου Νικολάου ή Αυλέμονα και ήταν το μεγαλύτερο τεχνολογικό επίτευγμα των Άγγλων στο νησί. Αυτός ο οδικός άξονας δεν ολοκληρώθηκε ποτέ αφού οι Άγγλοι αποχώρησαν το 1864 μετά την ένωση των Ιονίων Νήσων με το ελληνικό κράτος.
Σύμφωνα με ένα θρύλο η γέφυρα κτίστηκε επειδή ο Άγγλος αρμοστής Μακφέιλ είχε ερωτευτεί μια νεαρή κοπέλα που έμενε στον οικισμό του Κατουνίου. Για να βρει τρόπο να την συναντάει τακτικά αποφάσισε να κατασκευάσει εκεί κοντά ένα έργο ώστε να το επιβλέπει.