Φωτογραφίες: Θοδωρής Νικολάου (Δείτε το photo essay από τη Μανωλάδα)
Βίντεο: Φάνης Κόλλιας
Συμμετοχή στο ρεπορτάζ: Nasruddin Nizami
Επιμέλεια: Ηλιάνα Παπαγγελή
Η αγορά καταστημάτων στον κεντρικό δρόμο του Λάππα, ενός μικρού χωριού της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, μοιάζει διαφορετική από την αγορά οποιασδήποτε άλλης επαρχιακής περιοχής στην Ελλάδα.
Οι επιγραφές στα ελληνικά έξω από τα λιγοστά καταστήματα -καφετέριες, σουβλατζίδικα, φούρνους- μπερδεύονται με επιγραφές στα μπενγκάλι.
Ένα εστιατόριο με πιάτα από το Μπαγκλαντές, ένα κατάστημα με είδη ρουχισμού και παπούτσια, και ανάμεσά τους ένα μίνι μάρκετ, που στο εσωτερικό του βρίσκει κανείς από ψιλικά μέχρι υποστρώματα, κουβέρτες, ανεμιστήρες, πλάι στα συσκευασμένα προϊόντα, που έχουν όλα τους ένδειξη made in Bangladesh.
Οι ιδιοκτήτες αυτών των καταστημάτων, με καταγωγή από την ασιατική χώρα, γνωρίζουν καλά τις ανάγκες των καταναλωτών στους οποίους απευθύνονται: την κοινότητα των χιλιάδων ομοεθνών τους μεταναστών εργατών γης, που ζουν στην περιοχή και εργάζονται στις καλλιέργειες φράουλας.
Ενίοτε, καλύπτουν αυτές τις ανάγκες με ευφάνταστους τρόπους, συνδυάζοντας τη διάθεση προϊόντων και υπηρεσιών, διαφορετικού μεταξύ τους είδους. Στο κατάστημα με τα είδη ρουχισμού διατίθενται επίσης εργαλεία και τα ανταλλακτικά τους, ενώ σε ένα δεύτερο χώρο στο εσωτερικό του μίνι μάρκετ, χωρισμένο με ξύλινη κατασκευή, δημιουργήθηκε πρόσφατα ένα κομμωτήριο.
Το κούρεμα κοστίζει πέντε ευρώ και δύο ευρώ το ξύρισμα, εξασφαλίζοντας έτσι στον ιδιοκτήτη του ένα επιπλέον εισόδημα. «Όταν είπα στον λογιστή μου τι θέλω να κάνω έβαλε τα γέλια, αλλά μου είπε ότι γίνεται», λέει.
Δύο κηδειόχαρτα στα μπενγκάλι
Τρεις άντρες κάθονται σε πλαστικές καρέκλες μπροστά από την είσοδο του μαγαζιού. Ο ένας παρακολουθεί ένα παιδικό animation στο κινητό του, ένας άλλος ρουφάει με καλαμάκι ένα ενεργειακό ποτό. Λίγο πιο δίπλα, σε μια κολώνα στα αριστερά της τζαμαρίας, βρίσκονται δύο κηδειόχαρτα γραμμένα στα μπενγκάλι.
Το πρώτο λέει πως ο Οντάν Μαχμάντ Ρατζούν αυτοκτόνησε στις 21 Μαρτίου 2021. Το άλλο ενημερώνει πως, είκοσι μέρες νωρίτερα, ο Αμίν Μία ―Αμίν σημαίνει αγαπητός― πέθανε από καρδιά.
Ο Αμίν Μία είχε έρθει στην Ελλάδα πρόσφατα. Όπως όλοι οι συμπατριώτες του, για να δουλέψει. Όπως οι περισσότεροι συμπατριώτες του, δεν είχε χαρτιά.
Ακριβώς όπως συμβαίνει με τους τέσσερις με πέντε Μπαγκλαντεσιανούς που εκτιμάται πως πεθαίνουν εδώ κάθε χρόνο, ύστερα από τον θάνατο των δύο ανδρών, τα μέλη της κοινότητάς τους και η πρεσβεία στην Αθήνα οργάνωσαν τον επαναπατρισμό των σορών — ένα ταξίδι περισσότερων από 6.500 χιλιομέτρων.
Η «αλλοίωση» του πληθυσμού στη Μανωλάδα
Υπάρχουν άνθρωποι, σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας, που εκφράζουν τον φόβο πως ο γηγενής πληθυσμός θα «αλλοιωθεί» από τους πρόσφυγες και μετανάστες που φτάνουν στη χώρα.
Υπάρχει μια περιοχή, όμως, στην οποία αυτή η «αλλοίωση» αφενός έχει ήδη συντελεστεί, αφετέρου είναι επιθυμητή ― κι έχει από χρόνια καταλήξει να φαντάζει απαραίτητη. Η περιοχή αυτή είναι η Μανωλάδα.
Ως «Μανωλάδα» ορίζεται μια ευρύτερη περιοχή στους νομούς Αχαΐας και Ηλείας, περίπου 40 χιλιόμετρα δυτικά της Πάτρας, η οποία περιλαμβάνει το ομώνυμο χωριό, την Νέα Μανωλάδα, το Νέο Βουπράσιο, τον Λάππα, και το Βάρδα.
Η πιο πρόσφατη απογραφή πληθυσμού στην Ελλάδα έγινε το 2011. Τότε, η Μανωλάδα είχε 844, ο Λάππας 1.000, και το Νέο Βουπράσιο μόλις 128 κατοίκους. Αλλά ο πραγματικός αριθμός των ανθρώπων που μένουν στην περιοχή είναι πολλαπλάσιος.
Καθώς διασχίζουμε με το αυτοκίνητο την ευθεία που ενώνει τους οικισμούς, φτάνουμε στη Νέα Μανωλάδα. Είναι Κυριακή πρωί, αλλά η κίνηση δεν συναντάται στην εκκλησία στο κέντρο του χωριού, αλλά έξω από το γειτονικό πρακτορείο ΟΠΑΠ, όπου μια ομάδα ανδρών με τα χαρακτηριστικά της ινδικής καταγωγής συνωστίζονται κρατώντας δελτία στοιχήματος στα χέρια τους.
Δίπλα στα ελληνικά καταστήματα, τις παρατημένες κατοικίες στα χωριά και ορισμένα διώροφα με μεγάλες αυλές λίγο πιο έξω απ’ αυτά, ζει και αναπτύσσεται μια κοινότητα που διαβιεί σε ταλαιπωρημένα αγροτόσπιτα και αυτοσχέδιους καταυλισμούς, κρυμμένους καλά από τους κεντρικούς δρόμους.
Τις περισσότερες φορές χωρίς χαρτιά, αόρατοι στο ελληνικό κράτος. Όπως ο Αλί.
Ο «κόκκινος χρυσός» της Μανωλάδας
Παρότι η λεπτή φωνή, τα χαρακτηριστικά του προσώπου, και το σωματότυπό του υποδηλώνουν τη πιθανότητα να είναι αρκετά νεότερος, ο Αλί είπε στο Solomon πως είναι 17 χρονών.
Το 2004, που ο Αλί γεννήθηκε, η φράουλα στη Μανωλάδα αποτελούσε ένα ακόμα από τα προϊόντα που παράγονταν στην περιοχή, και στην καλλιέργειά της διατίθενταν 1.200 στρέμματα.
Ο λόγος που ο έφηβος από το Μπαγκλαντές και έως και 10.000 ακόμη μετανάστες εργάτες γης βρίσκονται στην περιοχή σήμερα οφείλεται στο ότι, στα χρόνια που μεσολάβησαν έκτοτε, η παραγωγή της φράουλας εκτοξεύτηκε: έφτασε τα 12.000 στρέμματα ήδη το 2012 και υπολογίζεται πως έχει ξεπεράσει τα 15.000 στρέμματα σήμερα.
Στη Μανωλάδα παράγεται άνω του 90% της συνολικής παραγωγής φράουλας στην Ελλάδα, η οποία διατίθεται σχεδόν καθολικά σε εξαγωγές.
Σε σχετικό ρεπορτάζ, ένας από τους μεγάλους παραγωγούς της περιοχής, ο Γιάννης Αρβανιτάκης, κάνει λόγο για ένα «αποκλειστικά εξαγώγιμο προϊόν», συμπληρώνοντας πως στην ελληνική αγορά κατευθύνεται «μόλις το 4% της παραγωγής».
Ο «κόκκινος χρυσός», όπως είχε χαρακτηρίσει την παραγωγή φράουλας ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου, αφορά μια βιομηχανία δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, που ολοένα αυξάνεται. Στα δελτία του Συνδέσμου Εξαγωγέων Φρούτων, Λαχανικών και Χυμών, οι εξαγωγές φράουλας της περιοχής καταγράφονται διαρκώς να σπάνε το ρεκόρ του προηγούμενου έτους.
Έτσι, το 2020, παρότι κατά το ξέσπασμα της πανδημίας οι παραγωγοί αναγκάστηκαν να πετάξουν μέρος του προϊόντος τους, καθώς δεν μπορούσε να εξαχθεί, οι εξαγωγές έφτασαν τους 54.967 τόνους (αξίας 71,7 εκατ. ευρώ), έναντι 45.178 τόνων (αξίας 55,4 εκατ. ευρώ) το 2019.
Το 2021 αναμένεται να σπάσει τα ρεκόρ παραγωγής και εξαγωγών του προηγούμενου χρόνου. Και οι παραγωγοί υπολογίζουν πως, έως το 2025, οι εκτάσεις φράουλας στην περιοχή θα έχουν φτάσει τα 25.000 στρέμματα.
Ελληνικές φράουλες από Μπαγκλαντεσιανούς εργάτες
Εκτιμάται πως ένας βασικός λόγος για την επιτυχία της φράουλας είναι το φράγμα του Πηνειού ποταμού, που καθιστά το έδαφος της Μανωλάδας τόσο γόνιμο. Μια άλλη βασική συνισταμένη είναι το προσφερόμενο, φθηνό εργατικό δυναμικό.
Μέχρι και πριν από περίπου 15 χρόνια, ως εργάτες γης στη Μανωλάδα εργάζονταν κατά βάση Αλβανοί, Ρουμάνοι, Βούλγαροι και (λιγότεροι) Αιγύπτιοι. Έκτοτε, ενώ ένας μικρός αριθμός κυρίως Βουλγάρων και Ρουμάνων εξακολουθεί να φτάνει στην περιοχή στην αρχή κάθε σεζόν, οι εργάτες γης είναι στη μεγάλη τους πλειοψηφία Μπαγκλαντεσιανοί και κατά ένα μικρότερο κομμάτι Πακιστανοί.
Είναι τέτοια η σύνδεση που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στην παραγωγή φράουλας και το εργατικό δυναμικό που την διασφαλίζει, που η πλειοψηφία των χιλιάδων εργατών γης στη Μανωλάδα προέρχονται από την ίδια πόλη, το Σιλέτ, το οποίο βρίσκεται στο βορειοανατολικό Μπαγκλαντές.
Τα τελευταία χρόνια, η ομάδα του Solomon έχει επισκεφθεί αρκετές φορές την περιοχή, καλύπτοντας μεταξύ άλλων και τις προκλήσεις με τις οποίες βρέθηκαν αντιμέτωποι οι χιλιάδες εργάτες γης με το ξέσπασμα της πανδημίας.
Κατά τις επισκέψεις μας, έχουμε διαπιστώσει την ύπαρξη εργατών γης δεύτερης γενιάς. Για παράδειγμα, νεαρά αγόρια που ήρθαν να βρουν στη δουλειά τον πατέρα τους που εργάζεται από χρόνια στη Μανωλάδα, ή περιπτώσεις σαν του Αλί που ήρθε να βρει τον θείο του, αφού εκείνος του είπε πως εδώ «υπάρχει δουλειά» (αλλά δεν τον πρόλαβε γιατί εντωμεταξύ εκείνος έφυγε για την Ιταλία).
Οι Μπαγκλαντεσιανοί είναι αρκετά φθηνότεροι από τους Βαλκάνιους προκατόχους τους, καθώς αρκούνται σε μεροκάματο των 24 ευρώ για εργασία επτά ωρών, σε σύγκριση με τα 35-40 ευρώ των άλλων εθνικοτήτων.
Ταυτόχρονα, ο σωματότυπος και το σχετικά μικρότερο ύψος τους θεωρούνται ιδανικά τόσο για την σπορά όσο και για τη συγκομιδή της φράουλας, ενώ ένας τρίτος λόγος σχετίζεται με την ιδιοσυγκρασία τους και το καθεστώς με το οποίο βρίσκονται στη χώρα: αφενός θεωρείται πως «είναι ήσυχοι» και «δεν δημιουργούν προβλήματα», αφετέρου η έλλειψη χαρτιών και ο φόβος επικείμενης απέλασης ή κράτησής τους τούς κάνει να μην αντιδρούν όσο οι κοινοτικοί.
Στην φράουλα απασχολούνται τόσο υψηλά εξειδικευμένοι εργάτες γης, που μπορεί να έχουν εμπειρία άνω των δέκα χρόνων, όσο και νεοαφιχθέντες που κατευθύνονται στην Μανωλάδα αμέσως μόλις περάσουν τα σύνορα.
Η σεζόν αρχίζει από τα τέλη Σεπτεμβρίου και μετά και έχει ολοκληρωθεί στα τέλη Ιουνίου. Στην κορύφωσή της, μετά τον Δεκέμβριο, υπολογίζεται πως έως και 9.000 εργάτες γης δουλεύουν έξι μέρες τη βδομάδα στα θερμοκήπια. Οι συνθήκες στις οποίες ζουν οι περισσότεροι εξ αυτών, δεν διαφέρουν από τα θερμοκήπια στα οποία εργάζονται.
Οι καταυλισμοί της Μανωλάδας
Ο καταυλισμός βρίσκεται σπαρμένος ανάμεσα σε αχανή φραουλοχώραφα. Αποτελείται από μια ντουζίνα αυτοσχέδιες κατασκευές, που έχουν δημιουργηθεί από καλάμια για βάση και το πλαστικό νάιλον των θερμοκηπίων, ενισχυμένο με κουβέρτες, για εξωτερικό κάλυμμα.
Οι Μπαγκλαντεσιανοί εργάτες γης δεν γνωρίζουν πολλά ελληνικά, μόνο όσα μάθουν μέσω της δουλειάς. Χρησιμοποιούν όμως μια ελληνική λέξη για να μιλήσουν για τους χώρους όπου διαμένουν: «παράγκες».
Περισσότερα από 100 άτομα διαμένουν ανά ντουζίνες στα αυτοσχέδια καταλύματα του καταυλισμού που επισκεφθήκαμε.
Οι περισσότεροι κοιμούνται πάνω σε παλέτες, σε δύο σειρές στις δύο πλευρές του χώρου. Είναι τόσο πολλά άτομα σε τόσο λίγο χώρο που είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να τηρηθούν κανόνες κοινωνικής αποστασιοποίησης. Όταν έρχεται η άνοιξη η ζέστη μέσα στις παράγκες καθίσταται αποπνικτική, και οι ανεμιστήρες, που λειτουργούν με την εξασφάλιση ρεύματος με ευρεσιτεχνίες, βρίσκονται διαρκώς σε λειτουργία.
Αποπνικτική είναι επίσης η μυρωδιά στα περισσότερα σημεία του καταυλισμού, καθώς το αποχωρητήριο είναι μια τρύπα στο έδαφος. Τρεχούμενο νερό δεν υπάρχει και όσοι ζουν στον καταυλισμό κάνουν ντουζ έξω, με αποτέλεσμα τον χειμώνα να αρρωσταίνουν συχνότερα και να χάνουν μεροκάματα.
Δύο παραπήγματα λειτουργούν ως κουζίνες και κάτω από ένα στέγαστρο βρίσκονται τέσσερα βυτία με νερό. Υπάρχει ένα αυτοσχέδιο τζαμί, στο οποίο ορισμένοι από τους εργάτες γης φτάνουν με καθαρά ρούχα για να προσευχηθούν το απόγευμα μετά τη δουλειά.
Το αναγκαίο σύστημα των μαστούρ
Ο Κασέφ έφτασε στην Ελλάδα πριν από ένα χρόνο. Πέρασε τα σύνορα από τον Έβρο, καθώς προχωρούσε στην ενδοχώρα εντοπίστηκε από τις αρχές, και παρέμεινε για δεκαπέντε μέρες στο Αστυνομικό Τμήμα και για τρεις μήνες στο Προαναχωρησιακό Κέντρο Κράτησης Παρανεστίου.
Έχει λάβει ένα έγγραφο που τον καλεί να εγκαταλείψει τη χώρα εντός ενός μήνα, και έχει υποβάλει αίτημα για άσυλο. Λέει πως φορά το ίδιο παντελόνι από όταν έφτασε στη χώρα και παραπονιέται πως ο ίδιος, επειδή είναι Πακιστανός, παίρνει λιγότερα μεροκάματα από τους άλλους.
«Υπάρχει πολύ λίγη δουλειά», λέει. Εάν ο Κασέφ βρισκόταν στην Ελλάδα πριν από κάποιες δεκαετίες, θα περνούσε τις μέρες του γυρνώντας στα χωράφια και ρωτώντας εάν υπάρχει δουλειά για εκείνον. Εάν βρισκόταν σε κάποια χώρα της βόρειας Ευρώπης ίσως απευθυνόταν σε ένα γραφείο ευρέσεως εργασίας.
Όχι όμως στη Μανωλάδα. Οι εργάτες γης που βρίσκονται εδώ, άλλωστε, δεν είναι «δεμένοι» με τους εργοδότες τους, για τους οποίους συχνά μπορεί να μην ξέρουν καν πώς λέγονται, να ξέρουν μόνο το μικρό τους, ή και αυτό να είναι λάθος.
Η σύνδεση των εργατών γης είναι με τους «μαστούρ», οι οποίοι επιτελούν ρόλο μεσάζοντα ανάμεσα σε εκείνους και τους παραγωγούς, και στους καταυλισμούς των οποίων διαμένουν οι εργάτες.
Οι «μαστούρ» ή αλλιώς «κομάντα» είναι ομοεθνείς τους. Συνήθως ζουν από χρόνια στη Μανωλάδα, όπου είχαν ξεκινήσει και οι ίδιοι ως εργάτες γης, γνωρίζουν κάποια ελληνικά, και τυγχάνουν της εμπιστοσύνης των παραγωγών.
Οι ίδιοι δεν εργάζονται στα χωράφια. Μέσα στη μέρα, μπορούν να εντοπιστούν στα μίνι μάρκετ των χωριών να πίνουν το ενεργειακό ποτό τους ή να κανονίζουν τις προμήθειες του καταυλισμού, οι οποίες γράφονται βερεσέ και πληρώνονται πάντα στο τέλος κάθε μήνα.
«Χωρίς τον μαστούρ δεν γίνεται»
Οι μαστούρ έχουν στενούς δεσμούς με τους ντόπιους παραγωγούς. Όταν τελειώσει η σεζόν, δεν φεύγουν για να εργαστούν σε άλλες περιοχές όπως οι υπόλοιποι, αλλά παραμένουν στην περιοχή και βοηθούν με άλλες εργασίες.
Είναι κομβικής χρησιμότητας για τη λειτουργία της παραγωγής ― «χωρίς τον μαστούρ δεν γίνεται», είπε ένας μικρός παραγωγός της περιοχής, που δέχτηκε να μιλήσει στο Solomon με τον όρο της διατήρησης της ανωνυμίας του.
Ο ίδιος απασχολεί στα χωράφια του περίπου 20 εργάτες γης, εξήγησε, και φυσιογνωμικά ξεχωρίζει τους μισούς εξ αυτών. Ελάχιστους γνωρίζει πως τους λένε. Και δεν θα μπορούσε ποτέ να συντονίσει την επικοινωνία μαζί τους.
Οπότε, ο ίδιος λέει απλώς στον μαστούρ πόσα άτομα χρειάζεται, κι εκείνος αναλαμβάνει από τον καταυλισμό του να συγκεντρώσει τα άτομα που ο παραγωγός χρειάζεται.
Ο μαστούρ λαμβάνει τις αμοιβές τους και τους τις δίνει στο τέλος του μήνα, κρατώντας ένα ευρώ την ημέρα από τα 24 του μεροκάματου του καθενός, ενώ τα τελευταία χρόνια κάποιοι μαστούρ στη Μανωλάδα στην αρχή της σεζόν ζητούν 100-200 ευρώ για να βρουν δουλειά σε ομοεθνείς τους, προκαλώντας την αγανάκτησή τους.
Είναι εξαιρετικά σπάνιο οι εργάτες γης που διαμένουν στον ίδιο καταυλισμό να εργάζονται για τον ίδιο εργοδότη. Κατά τη διάρκεια της σεζόν, ανάλογα με τις ανάγκες και τα διαθέσιμα μεροκάματα, μπορεί να απασχοληθούν σε περισσότερους από έναν ― πάντοτε μέσω της διαμεσολάβησης του μαστούρ.
40 ευρώ ενοίκιο για τη διαμονή σε σκηνή με νάιλον
Για τη διαμονή τους στον καταυλισμό, οι εργάτες γης πληρώνουν ενοίκιο 30-40 ευρώ το μήνα στον μαστούρ. Αυτά τα χρήματα συνήθως καταλήγουν στον ιδιοκτήτη του χωραφιού.
Όταν είπαμε στον μικρό παραγωγό που μίλησε στο Solomon πως κάθε μετανάστης που ζούσε στον καταυλισμό που βρισκόταν στο δικό του χωράφι χρειαζόταν να καταβάλει αυτό το ποσό κάθε μήνα, εκείνος αποκρίθηκε πως δεν λαμβάνει καμία αμοιβή.
«Ας μου δίνουν εμένα απλώς τα έξοδα για το ρεύμα και δεν θέλω κάτι άλλο», είπε.
Για τους ιδιοκτήτες χωραφιών, στα οποία μπορεί να υπάρχει καταυλισμός των 100 ατόμων, προκύπτει ένα αφορολόγητο μηνιαίο εισόδημα των 3000 ευρώ.
Σε ένα αγροτόσπιτο που επισκεφθήκαμε έμεναν συνολικά 65 άτομα, που μοιράζονταν σε δύο μόνο κοινόχρηστους χώρους. Κι εκεί, οι διαμένοντες κατέβαλαν ενοίκιο από 30 έως 40 ευρώ έκαστος: περίπου 2000 ευρώ το μήνα για ένα οίκημα σε άθλια κατάσταση.
Οι πυροβολισμοί του 2013
Οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας των εργατών γης στην περιοχή έγιναν για πρώτη φορά ευρύτερα γνωστές το 2007, όταν φωτιά σε καταυλισμό ανέδειξε τις αυτοσχέδιες κατασκευές στις οποίες εκείνοι διέμεναν.
Αλλά το συμβάν που έκανε τη Μανωλάδα γνωστή ανά την υφήλιο συνέβη το 2013.
Τον Απρίλιο εκείνου του έτους, περίπου 150 εργάτες γης από το Μπαγκλαντές πραγματοποίησαν απεργία ζητώντας τα δεδουλευμένα μηνών. Ο εργοδότης τους, Νίκος Βαγγελάτος, που μετρούσε λίγα χρόνια στην περιοχή αλλά κατείχε σημαντικό ποσοστό της συνολικής παραγωγής μέσω συμβολαιακής γεωργίας, αρνούνταν να τους πληρώσει.
Όταν από την εργοδοσία έγινε προσπάθεια να προσληφθούν άλλοι εργάτες γης στη θέση τους, εκατόν πενήντα από τους απλήρωτους μετανάστες συγκεντρώθηκαν και διαμαρτυρήθηκαν στους επιστάτες. Εκείνοι έφυγαν, αλλά στη συνέχεια επέστρεψαν με καραμπίνες. Ένας εξ αυτών άνοιξε πυρ τραυματίζοντας 30 Μπαγκλαντεσιανούς.
Η είδηση καλύφθηκε από Μέσα σε όλο τον κόσμο, που έκαναν λόγο για «ματωμένες φράουλες». Ακολούθησε διεθνές μποϊκοτάζ προμηθευτών και καταναλωτών. Έκτοτε, οι φράουλες της περιοχής δεν προωθούνται ως «Μανωλάδας», ετικέτα που πιστοποιούσε την ποιότητά τους έως τότε, αλλά «Ηλείας» ή «Αχαΐας».
Η απουσία του κράτους
Στις 30 Απριλίου 2013, στον απόηχο της επίθεσης εις βάρος των εργατών γης, συνεδρίασε το Περιφερειακό Συμβούλιο Δυτικής Ελλάδας.
Αφού καταδίκασε το συμβάν και ζήτησε να διερευνηθούν οι ευθύνες των αρμόδιων ελεγκτικών αρχών της πολιτείας, ο εισηγητής εκείνης της ημέρας, αντιπεριφερειάρχης Περιφερειακής Ενότητας Ηλείας Χαράλαμπος Καφύρας αναφέρθηκε σε τρεις «βασικές προϋποθέσεις για να αποκατασταθεί η στοιχειώδης νομιμότητα και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια στην περιοχή»:
- χορήγηση εγγράφων για να ζουν και εργάζονται νόμιμα οι μετανάστες
- εξεύρευση ασφαλών και υγιεινών συνθηκών διαβίωσης
- προστασία των εργασιακών και ατομικών δικαιωμάτων τους
Ο Βασίλης Κερασιώτης είναι ο νομικός που χειρίστηκε την υπόθεση των τραυματισμένων εργατών γης, για την οποία το 2017 η Ελλάδα καταδικάστηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), ενώ ο εν λόγω επιστάτης καταδικάστηκε το 2019 σε (εξαγοράσιμη έναντι 5 ευρώ/μέρα) ποινή φυλάκισης οκτώ ετών.
Οι δεσμοί του Κερασιώτη με την περιοχή παραμένουν άρρηκτοι έως και σήμερα. Τον ρωτήσαμε, λοιπόν, κατά πόσο θεωρεί πως έχουν αλλάξει τα πράγματα ως προς αυτές τις τρεις παραμέτρους, στα οκτώ χρόνια που μεσολάβησαν από το περιστατικό των πυροβολισμών.
«Αυτοί οι τρεις παράγοντες είναι αλληλένδετοι μεταξύ τους. Προφανώς, το πρώτιστο ζητούμενο είναι η ρύθμιση του καθεστώτος εργασίας με ένα σχήμα νόμιμων εποχιακών μεταναστών εργατών γης. Ως γνωστόν, τα δικαιώματα των νόμιμων μεταναστών προστατεύονται ευχερέστερα σε σχέση με τους χωρίς χαρτιά», είπε στο Solomon.
«Παράλληλα, όμως, αυτό θα δημιουργήσει ένα πιο διαφανές σύστημα, χωρίς ενδιάμεσους στην πρόσληψη των εργατών γης τους οποίους χρειάζεται η αγροτική παραγωγή».
Παρανομιμότητα από το κράτος
Μετά την απόφαση του ΕΔΔΑ, που αναγνώρισε το φαινόμενο εμπορίας ανθρώπων για σκοπούς εργασιακής εκμετάλλευσης στον αγροτικό τομέα, το ελληνικό κράτος υποχρεούνταν να συμμορφωθεί και να διασφαλίσει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης στους χιλιάδες μετανάστες εργάτες γης που βίωναν κοινή πραγματικότητα.
Αλλά, η νομοθετική πρωτοβουλία της Ελλάδας περιορίστηκε στην ψήφιση του άρθρου 13Α του Νόμου 4251/2014, μιας πρόβλεψης που ο ερευνητής εργασιακών σχέσεων στο Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ), Απόστολος Καψάλης, ο οποίος τα τελευταία χρόνια πραγματοποιεί επιτόπια έρευνα στην περιοχή, αποκαλεί «παρανομιμότητα».
Το άρθρο 13Α του Νόμου 4251/2014 περιλαμβάνει προβλέψεις σχετικά με την «απασχόληση παράτυπα διαμενόντων πολιτών τρίτων χωρών στην αγροτική οικονομία», οι οποίοι μπορούν να εργαστούν νόμιμα και να ασφαλιστούν με εργόσημο.
Ωστόσο, όπως εξηγεί ο Απόστολος Καψάλης στο Solomon, «ο μόνος τρόπος ώστε ένας μετανάστης να εργαστεί μέσω του άρθρου 13Α, είναι να είναι απελάσιμος. Εάν δεν είναι απελάσιμος, πρέπει να πάρει διαταγή απέλασης εις βάρος του».
Τι σημαίνει αυτό στην πράξη;
«Βρίσκεται κάποιος, για παράδειγμα, παράτυπα στη χώρα και τον καλεί ένας εργοδότης να δουλέψει σε εκείνον», λέει ο Καψάλης. «Ο μετανάστης πηγαίνει στην αστυνομία και παίρνει μια απόφαση απέλασης εις βάρος του. Στη συνέχεια εκδίδεται αναστολή της απέλασης, γιατί ο εργοδότης τον προσλαμβάνει με το άρθρο 13Α για έξι μήνες, και μετά από έξι μήνες, μόλις δηλαδή ολοκληρωθεί το επιτρεπτό διάστημα εργασίας του, ο μετανάστης βρίσκεται με μια απόφαση απέλασης να εκκρεμεί σε βάρος του».
Το παράδοξο που δημιουργεί η εφαρμογή του άρθρου 13Α είναι πως, έως και τότε, ο μετανάστης δεν είχε διαταγή απέλασης εις βάρος του, την οποία αναγκάζεται να λάβει για να μπορέσει να εργαστεί νόμιμα για έξι μήνες.
«Μολονότι υποτίθεται ότι θεσπίσαμε το 13Α στα πλαίσια της καταπολέμησης της καταναγκαστικής εργασίας, αποτελεί ακόμα ένα στοιχείο δέσμευσης και απόλυτης εξάρτησης του εργαζόμενου από τον εργοδότη», λέει ο Καψάλης.
Εργάτες γης ή λίπασμα;
Εάν για προφανείς λόγους είναι προς το συμφέρον ενός εργάτη γης να εργάζεται ασφαλισμένος με εργόσημο, τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά για τους παραγωγούς.
Από το 2015, όταν και άλλαξε ο κώδικας φορολογίας, τα έξοδα που αφορούν στη μισθοδοσία εργατών γης εκπίπτουν της εφορίας. Σπάνια όμως υπάρχουν αρκετοί εργάτες γης που να μπορούν να εργαστούν νόμιμα, με έγκυρες πηγές να εκτιμούν πως μόλις ένας στους είκοσι εργάτες στην ευρύτερη περιοχή της Μανωλάδας εργάζεται με ασφάλιση.
Αυτό που συχνά συναντάται είναι Μπαγκλαντεσιανοί με χαρτιά να ασφαλίζονται με εργόσημο και να λαμβάνουν τις αμοιβές δεκάδων ή και περισσότερων ατόμων, συγκεντρώνοντας στο λογαριασμό τους χιλιάδες ευρώ, τα οποία στη συνέχεια μοιράζουν στους δικαιούχους τους.
«Αυτοί δεν δουλεύουν, αυτή είναι η δουλειά τους, αλλά κάποτε θα μπλέξουν με την εφορία», είπε ο μικρός παραγωγός. Πρόσθεσε ότι η μη θέσπιση ενός πλαισίου, ώστε να μπορούν να απασχολούνται νόμιμα οι εργάτες γης έχει διαφορετικές επιπτώσεις -εισφοροδιαφυγή για το κράτος, χαμένα έσοδα για τα ασφαλιστικά ταμεία- και ότι με τον λογιστή του αναγκάζονται κάθε χρόνο να αναζητούν λύση για τις αμοιβές που εκείνος καταβάλει.
Το 2020, έρευνα του Lighthouse Reports σε συνεργασία με τα Der Spiegel, Mediapart και Euronews κατέδειξε πώς στην περιοχή παραγωγοί παρουσίαζαν τα ποσά που δαπανούσαν για τις αμοιβές των εργατών τους ως λίπασμα στους ετήσιους ισολογισμούς τους.
Την ίδια στιγμή, εξετάζοντας τους ισολογισμούς των μεγαλύτερων παραγωγών της περιοχής, προέκυπτε πως ενώ με βάση τα λεγόμενα των ίδιων των εργατών και λαμβάνοντας υπόψη τα μεγέθη των εκτάσεών τους χρειάζονταν αρκετές εκατοντάδες εργάτες γης έκαστος, εμφανίζονταν να απασχολούν περίπου έξι με δέκα ο καθένας.
Η σύμβαση που δεν ψηφίστηκε
Ίσως κανείς πιστεύει πως το κράτος θα έπρεπε να παρέμβει για όσα αποτελούν πραγματικότητα στη Μανωλάδα, αλλά η αλήθεια είναι πως το κράτος, πέρα από μια ιδιότυπη ανοχή που επιδεικνύει στη διαιώνιση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας στην περιοχή, στερείται του νομικού πλαισίου που θα του έδινε καν τη δυνατότητα να δράσει.
Παρότι χώρα με αγροτική παραγωγή, η Ελλάδα δεν διαθέτει εξειδικευμένη νομοθεσία για την πραγματοποίηση ελέγχων σε αγροτικές περιοχές.
Το 1955 η χώρα κύρωσε την 81η Διεθνή Σύμβαση Εργασίας «Περί επιθεωρήσεως της εργασίας εις την βιομηχανίαν και το εμπόριον», με βάση την οποία ουσιαστικά συστάθηκε και λειτουργεί το Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας (ΣΕΠΕ).
Ωστόσο, η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, έχει από το 1969 αναγνωρίσει πως η επιθεώρηση του αγροτικού τομέα έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες και απαιτήσεις, κι έχει διαχωρίσει τον κλάδο από την επιθεώρηση στους χώρους εργασίας γενικότερα, με μια σύμβαση που υπογράφηκε τον Ιούνιο του 1969 στην Γενεύη.
Η 129η Διεθνής Σύμβαση Εργασίας «Για την επιθεώρηση εργασίας στη γεωργία» προσφέρει το συνολικό πλαίσιο με 35 άρθρα, τα οποία ορίζουν πως κάθε χώρα που κυρώνει την σύμβαση θα πρέπει να διαθέτει ένα σύστημα επιθεώρησης εργασίας στην γεωργία, το οποίο θα λειτουργεί με ένα ειδικό τμήμα επιθεωρητών εργασίας-δημοσίων υπαλλήλων, που θα έχουν ως κύριο καθήκον την επιθεώρηση των συνθηκών εργασίας στον χώρο της γεωργίας.
Ακόμη και σήμερα όμως, η Ελλάδα δεν έχει κυρώσει την σύμβαση που θεωρείται πως θα μπορούσε να προσφέρει το απαραίτητο οπλοστάσιο για την καταπολέμηση ζητημάτων εργασιακής εκμετάλλευσης στον αγροτικό τομέα. Έτσι, έως και σήμερα, οι έλεγχοι πραγματοποιούνται κατά βάση όχι σε χωράφια, αλλά κυρίως σε κλειστούς χώρους (π.χ. συσκευαστήρια), αφού η 81η Διεθνής Σύμβαση, με την οποία γίνεται η επιθεώρηση, ορίζει πως οι έλεγχοι θα πρέπει να γίνονται σε στεγασμένους χώρους.
Οι δύο προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν από πλευράς τους εκφράσει την πρόθεση να κυρώσουν τη σύμβαση. Στις 14 Ιουλίου 2017, η τότε υπουργός Εργασίας, Έφη Αχτσιόγλου, δήλωνε πως «μπαίνουμε στο τελικό στάδιο για την ολοκλήρωση των διαδικασιών για τους ελέγχους σε αγροτικές περιοχές. Η θολή νομοθεσία που επέτρεπε και η πολιτική απραξία που ανεχόταν τις Μανωλάδες έχει τελειώσει», αλλά τέσσερα χρόνια μετά η Σύμβαση δεν έχει κυρωθεί.
Μανωλάδα αλλιώς κέντρο κράτησης
Για την πλειοψηφία των Μπαγκλαντεσιανών που βρίσκονται στη Μανωλάδα, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά σε σχέση με όσα τους είχαν υποσχεθεί οι διακινητές προτού φτάσουν στην Ελλάδα: οι περισσότεροι ακόμη στερούνται τα χαρτιά που τους υποσχέθηκαν, οι αμοιβές είναι σημαντικά μικρότερες, και αρκετοί σκοπεύουν να μείνουν εδώ απλώς μέχρι να αποφασίσουν το επόμενο βήμα τους.
Συχνά, όσοι πάρουν χαρτιά φεύγουν από την περιοχή, κάποιοι για να ανοίξουν δικό τους μαγαζί σε μια πόλη ή να εργαστούν λάντζα σε κάποιο εστιατόριο. Στα χρόνια που μεσολαβούν έως ότου αυτό να συμβεί, όμως, προτιμούν να μείνουν εδώ, όπου ξέρουν πως η αστυνομία, που εκφράζει ανοχή απέναντι στο προσωπικό που διασφαλίζει τον «κόκκινο χρυσό» της περιοχής, δεν θα τους ενοχλήσει.
Πολλά για την Ελλάδα δεν γνωρίζουν, αλλά γνωρίζουν πως εάν η αστυνομία τους εντοπίσει κάπου εκτός Μανωλάδας μπορεί να καταλήξουν σε κάποιο Προαναχωρησιακό Κέντρο Κράτησης (ΠΡΟΚΕΚΑ), και γνωρίζουν και για πόσο καιρό: έως 18 μήνες.
Στα κινητά τους, οι 65 Μπαγκλαντεσιανοί που συναντήσαμε να μοιράζονται το αγροτόσπιτο ισάριθμων τετραγωνικών, μας δείχνουν βίντεο μέσα από το ΠΡΟΚΕΚΑ Κορίνθου, από τα επεισόδια που ακολούθησαν την αυτοκτονία ενός Κούρδου τον περασμένο Μάρτιο.
Νεαροί άνδρες, που φωνάζουν στους φύλακες, πίσω από τα συρματοπλέγματα που περιορίζουν τη ζωή τους για μήνες.
«Όχι», μας λένε, «καλύτερα εδώ».
Το άρθρο δημοσιεύεται στα πλαίσια της πολύμηνης δημοσιογραφικής έρευνας «Μετανάστευση και εργασία στην Ελλάδα τον καιρό του κορονοϊού» του Solomon, που υποστηρίζεται από το Rosa Luxemburg Stiftung – Office in Greece.
wearesolomon.com