Ο Άνθρωπος που έχασε τα Χριστούγεννα
Από τον J. Edgar Park
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων, και όπως συνήθως, ο Τζορτζ Μέισον ήταν ο τελευταίος που άφηνε το γραφείο. Προχώρησε προς το τεράστιο χρηματοκιβώτιο, γύρισε το συνδυασμό και έσπρωξε τη βαριά πόρτα για ν’ ανοίξει. Αφού βεβαιώθηκε ότι πόρτα δε θα έκλεινε πίσω του μπήκε μέσα.
Μια τετράγωνη λευκή καρτέλα ήταν κολλημένη λίγο πιο επάνω από την τελευταία σειρά των θυρίδων. Πάνω στην καρτέλα ήταν γραμμένες μερικές λέξεις. Ο Τζορτζ Μέισον κοίταξε εκείνες τις λέξεις και θυμήθηκε…
Ακριβώς ένα χρόνο πριν είχε μπει στο ίδιο ακριβώς χρηματοκιβώτιο. Και έπειτα, πίσω από την πλάτη του, σιγανά, αθόρυβα, η ογκώδης πόρτα έκλεισε!
Ήταν παγιδευμένος — ενταφιασμένος μέσα σ’ ένα ξαφνικό και τρομακτικό σκοτάδι. Η βραχνή του κραυγή ακούστηκε σαν μια έκρηξη. Κανένας ωρολογιακός μηχανισμός δεν έλεγχε αυτό το Χρηματοκιβώτιο. Θα παρέμενε κλειδωμένο μέχρι που να το ανοίξουν από έξω. Αύριο το πρωί.
Τότε η ιδέα τον χτύπησε σαν κεραυνός. Κανένας δε θα ερχόταν αύριο—αύριο ήταν Χριστούγεννα!
Έριξε μια ακόμα φορά το σώμα του με δύναμη πάνω στην πόρτα, φωνάζοντας άγρια και μετά βούλιαξε στα γόνατά του εξαντλημένος. Στ’ αυτιά του ήρθε μια σιωπή, μια τσιριχτή, μουσική σιωπή που φαινόταν να ‘ναι εκκωφαντική. Πάνω από τριάντα έξη ώρες θα περνούσαν πριν να έρθει κάποιος—τριάντα έξη ώρες σ’ ένα ατσάλινο κουτί ένα μέτρο πλάτος, δύο μέτρα μήκος και δυο μέτρα ύψος. Θα ήταν αρκετό το οξυγόνο;
Ιδρώνοντας και αναπνέοντας βαθιά, ψηλάφισε τριγύρω στο πάτωμα. Τότε, στην πίσω δεξιά γωνία πάνω από το πάτωμα, βρήκε ένα μικρό κυκλικό άνοιγμα. Γρήγορα έσπρωξε το δάχτυλό του μέσα του και αισθάνθηκε, αμυδρά αλλά χωρίς αμφιβολία ένα δροσερό ρεύμα αέρα.
Η εκτόνωση της έντασης ήταν τόσο ξαφνική που ξέσπασε σε δάκρυα. Τελικά κάθισε. Σίγουρα δε θα χρειαζόταν να μείνει παγιδευμένος για τριάντα έξη ολόκληρες ώρες. Κάποιος θα αντιλαμβανόταν την απουσία του. Όμως ποιος; Ήταν ανύπαντρος και ζούσε μόνος. Η υπηρέτρια που καθάριζε το διαμέρισμα ήταν μόνο μια υπηρέτρια, που πάντα της φερότανε έτσι. Τον είχαν προσκαλέσει να περάσει την παραμονή των Χριστουγέννων με την οικογένεια του αδερφού του, αλλά τα παιδιά τού την έδιναν στα νεύρα και περίμεναν δώρα, κι έτσι είχε πει όχι στην πρόσκληση.
Ένας φίλος του είχε ζητήσει να πάει σ’ ένα σπίτι για ηλικιωμένους την ημέρα των Χριστουγέννων και να παίξει πιάνο —ήταν καλός μουσικός. Όμως είχε αρνηθεί με τη μια ή με την άλλη δικαιολογία. Σκόπευε να καθίσει στο σπίτι του μ’ ένα καλό πούρο, ακούγοντας μερικές καινούργιες μαγνητοφωνήσεις που είχε κάνει ο ίδιος.
Κανένας δε θα ερχόταν να τον βγάλει έξω. Κανένας, κανένας….
Η νύχτα κύλησε απαίσια & πέρασε ολόκληρη η μέρα των Χριστουγέννων και η επόμενη νύχτα.
Το πρωί μετά τα Χριστούγεννα ο προϊστάμενος υπάλληλος ήρθε στο γραφείο τη συνηθισμένη ώρα, άνοιξε το χρηματοκιβώτιο, κι έπειτα πήγε στο ιδιαίτερο γραφείο του.
Κανείς δεν είδε τον Τζορτζ Μέισον που βγήκε τρεκλίζοντας στο διάδρομο, έτρεξε στο ψυκτικό του νερού κι ήπιε νερό καταπίνοντάς το λαίμαργα. Κανείς δεν έδωσε προσοχή σ’ αυτόν καθώς έφευγε παίρνοντας ένα ταξί για το σπίτι. Εκεί ξυρίστηκε, έφαγε πρωινό, άλλαξε τα τσαλακωμένα ρούχα του και ξαναγύρισε στο γραφείο του, όπου οι υπάλληλοί του τον χαιρέτισαν τυπικά.
Εκείνη τη μέρα συνάντησε αρκετούς γνωστούς και μίλησε με τον αδερφό του. Βλοσυρή η αλήθεια πλανιόταν στις σκέψεις του. Είχε εξαφανιστεί από την ανθρώπινη κοινωνία στο μεγάλο πανηγύρι της συντροφικότητας κι ακόμα δεν είχε λείψει σε κανέναν.
Δισταχτικά, άρχισε να σκέφτεται για το αληθινό νόημα των Χριστουγέννων. Μήπως ήταν δυνατόν ότι ήταν τυφλωμένος όλ’ αυτά τα χρόνια από την εγωιστικότητα, την αδιαφορία, την περηφάνια; Δεν ήταν το να δίνεις την αγάπη σου, εξάλλου, η ουσία της γιορτής των Χριστουγέννων αφού σηματοδοτούσε το χρόνο που ο Θεός έδωσε τη δική Του αγάπη στον κόσμο μέσα σ’ένα μικρό βρέφος;
Και μέσα από το χρόνο που κύλησε μετά, με μικρές πράξεις καλοσύνης, με μικρές, απαρατήρητες πράξεις ανιδιοτέλειας, ο Τζωρτζ Μέϊσον προσπάθησε να προετοιμάσει τον εαυτό του … Τώρα, μια ακόμη φορά, ήταν παραμονή Χριστουγέννων.
Αργά, αργά οπισθοχώρησε βγαίνοντας από το χρηματοκιβώτιο, το έκλεισε. Άγγιξε το βλοσυρό ατσάλινο πρόσωπό του ελαφρά, σχεδόν με στοργή και έφυγε από το γραφείο.
Να ‘τος τώρα με το μαύρο παλτό του και το καπέλο του, ο ίδιος ο Τζορτζ Μέισον όπως ένα χρόνο πριν. Ή όχι; Περπατάει μερικά τετράγωνα, έπειτα φωνάζει ένα ταξί, ανησυχώντας μήπως αργήσει. Τα ανίψια του τον περιμένουν να τα βοηθήσει να κλαδέψουν το δέντρο. Μετά, θα πάρει τον αδερφό του και τη νύφη του σε μια Χριστουγεννιάτικη παράσταση. Γιατί είναι τόσο ευτυχισμένος; Γιατί το σπρώξιμο μέσα στον κόσμο, φορτωμένος όπως είναι με δέματα, τον συναρπάζει και τον γεμίζει με χαρά; Ίσως ή καρτέλα να έχει κάτι να κάνει μ’ αυτό, η καρτέλα που κόλλησε στο χρηματοκιβώτιο του γραφείου του την περασμένη Πρωτοχρονιά. Στην καρτέλα είναι γραμμένο με το ίδιο το χέρι του Τζορτζ Μέισον: Το να αγαπάς τους ανθρώπους, το να είσαι απαραίτητος κάπου, αυτός είναι ο σκοπός της ζωής. Αυτό είναι το μυστικό της ευτυχίας.
Χριστούγεννα του 1914
Ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος ήταν μόνο λίγων μηνών, όμως ήδη οι δύο πλευρές ήταν “καθηλωμένες” σ’ ένα τρομερό νέο σχέδιο πολέμου χαρακωμάτων. Και οι Βρετανοί και οι Γερμανοί είχαν μάθει να φτυαρίζουν λάκκους με μήκος μιλιών στην βραχώδη Γαλλική γεωργική γη, λάκκους απ’ όπου οι άντρες χτυπούσαν ο ένας τον άλλον με οπλοπολυβόλα και με όλμους. Σ’ αυτά τα λασπωμένα, γεμάτα ποντικούς χαρακώματα, οι βρετανοί στρατιώτες άνοιξαν ένα μουσκεμένο Χριστουγεννιάτικο χαιρετισμό από το Βασιλιά Γεώργιο ενώ λίγες γιάρδες πιο μακριά τα Γερμανικά στρατεύματα διάβαζαν ένα μήνυμα από τον Κάιζερ.
Ενώ οι άντρες που τουρτουρίζανε μέσα στις γραμμές των χαρακωμάτων σκεφτόντουσαν για τις οικογένειες τους στο σπίτι, ανάμεσά τους βρισκόταν μία ερημωμένη γη ουδέτερης ζώνης, μια ζώνη γεμάτη με κρατήρες και κομματιασμένα δέντρα όπου οτιδήποτε κινούνταν αμέσως το πυροβολούσαν. Τόσο στενή ήταν εκείνη η λωρίδα που οποτεδήποτε υπήρχε προσωρινός κατευνασμός του βρυχηθμού των όπλων, κάθε πλευρά μπορούσε να ακούσει το κροτάλισμα της μαγειρικής δραστηριότητας από την άλλη.
Αργά την Παραμονή των Χριστουγέννων, με το χιονόνερο να οξύνεται και τη θερμοκρασία να πέφτει, ένας βρετανός στρατιώτης σε σκοπιά με την Πέμπτη Σκοτσέζικη Μεραρχία Πεζικού άκουσε ένα διαφορετικό ήχο να αναδύεται μέσα από την ουδέτερη ζώνη. Στα γερμανικά χαρακώματα ένας άντρας τραγουδούσε.
“Stille Nacht, heilige nacht…” (Στίλλε ναχτ = Αγια Νύχτα) (Η Άγια Νύχτα πρωτογράφτηκε στα Γερμανικά)
Ήταν ο σκοπός που ο βρετανός στρατιώτης αναγνώριζε σαν την “Άγια Νύχτα”. Ο σκοπός άρχισε να σιγοτραγουδά μαζί κι αυτός την ίδια μελωδία. Έπειτα, πιο δυνατά, τραγουδούσε και το τραγούδι με τα Αγγλικά λόγια, κάνοντας ένα παράξενο ντουέτο με τον εχθρό πίσω από τα συρματοπλέγματα.
“…heilige Nacht…”
“…holy night…”
Ένας δεύτερος βρετανός στρατιώτης ήρθε έρποντας στο φυλάκιο της σκοπιάς και ενώθηκε μαζί τους. Σε λίγο κι άλλοι και από τις δύο πλευρές πιάσανε το τραγούδι, ανακατεύοντας τις τραχιές φωνές τους κατά μήκος της κατατρυπημένης από βλήματα περιοχής. Οι Γερμανοί συνέχισαν μ’ ένα δεύτερο Χριστουγεννιάτικο σκοπό, “O Tannenbaum” (το έλατο), και οι βρετανοί απάντησαν με το “God rest you Merry Gentleman.” Συνέχεια και χωρίς σταματημό εξακολουθούσε το αντιφωνικό τραγούδι. Ένας βρετανός στρατιώτης με κιάλια ανέφερε ότι οι Γερμανοί είχαν ανυψώσει ένα κουρελιασμένο έλατο με αναμμένα κεριά στα κλαδιά της κορυφής ενός οδοφράγματος με σακιά άμμου. Καθώς ξεπρόβαλλε η αυγή της Μέρας των Χριστουγέννων, πινακίδες εμφανίστηκαν και στις δύο μεριές, σε δύο γλώσσες: “Καλά Χριστούγεννα!”
Σπρωγμένοι από μία δύναμη πιο ισχυρή από το φόβο, ένας-ένας οι στρατιώτες άρχισαν να αφήνουν κάτω τα όπλα τους, έρποντας κάτω από τα συρματοπλέγματα και γύρω από τις τρύπες των όλμων μπαίνοντας μέσα στην ουδέτερη ζώνη. Στην αρχή ήταν μόνο λίγοι άντρες, κι έπειτα περισσότεροι και περισσότεροι, μέχρι που δεκάδες από τα βρετανικά και τα Γερμανικά στρατεύματα συναντήθηκαν μαζί στο πρώτο φως της Μέρας των Χριστουγέννων. Τα παιδιά έφερναν μαζί τους φωτογραφίες από τις μητέρες τους και τις γυναίκες τους, αντάλλαζαν δώρα από γλυκά και τσιγάρα. Κάποιος έβγαλε μία μπάλα ποδοσφαιρική και οι άντρες έπαιζαν πάνω σε λίγες γιάρδες ελεύθερου από κρατήρες εδάφους.
Έπειτα η Ανακωχή των Στρατιωτών τελείωσε.
Κοντά στη μέση του πρωινού της Μέρας των Χριστουγέννων, τρομοκρατημένοι αξιωματικοί είχαν διατάξει τους άντρες τους πίσω στα χαρακώματα, οι πυροβολισμοί είχαν ξαναρχίσει. Μέσα σε μερικές ώρες η Πέμπτη του Σκοτσέζικου Πεζικού εξέδωσε μία διαταγή απαγορεύοντας κάθε παρόμοια επαφή: “Είμαστε εδώ για να πολεμήσουμε, όχι για συναδερφωθούμε.” Οι στρατιώτες υπάκουσαν.
Όμως υπήρχε μία ανεξίτηλη ανάμνηση στο μυαλό τους σε κείνους που έζησαν για να αναπολήσουν εκείνα τα πρώτα Χριστούγεννα στο μέτωπο. Τη ανάμνηση των λίγων ωρών που ο Κύριός τους δεν ήταν ούτε ο Βασιλιάς της Αγγλίας , ούτε ο Κάιζερ της Γερμανίας, αλλά ο Πρίγκιπας της Ειρήνης – ο Ιησούς.
Το δώρο που συνέχισε να δίνει
Από την Marion Bond West ( Με την άδεια του «The New Guideposts Christmas Treasury»)
Έντεκα χρόνια πριν, την παραμονή των Χριστουγέννων, και τα μικρά μας κοριτσάκια μάς έδωσαν ένα μοναδικό δώρο – τόσο μοναδικό που συνεχίζει να δίνει, τον ένα χρόνο μετά τον άλλον.
Η Τζούλη και η Τζένιφερ ήταν έξη και οχτώ. Οι δίδυμοι γιοι μας, ο Τζόν και ο Τζέρεμυ, δεν ήταν ακόμη δύο. Θυμάμαι ότι ήμουν κουρασμένη. Τα αγόρια απαιτούσαν συνεχή προσοχή. Όμως ακόμα, είχα κάνει όλα τα πράγματα που έκανα πάντα τα Χριστούγεννα. Το ψηλό δέντρο ήταν στολισμένο, τα δώρα ήταν όμορφα τυλιγμένα. Το μαγείρεμα είχε γίνει. Η πόρτα ήταν στολισμένη. Τα δώρα για τα παιδιά είχαν διαλεχτεί προσεκτικά.
Ήμουν κουρασμένη αλλά ευτυχισμένη. Η Τζούλη με σταμάτησε στην κουζίνα. «Μαμά, η Τζένιφερ και εγώ έχουμε ένα δώρο για σένα και τον μπαμπά. Δεν είναι κάτι που μπορείς να το τυλίξεις. Θέλουμε εσύ και ο Μπαμπάς να καθίσετε στον καναπέ και να κρατήσετε τα αγόρια, για να μπορέσουμε να σας το δώσουμε.» Είχα μερικά πράγματα της τελευταίας στιγμής να κάνω, και δεν ήθελα να καθίσω εκείνη τη στιγμή.
«Σε παρακαλώ μαμά,» παρακάλεσε η Τζούλη, «Θα πάρει μόνο λίγα λεπτά.» Μαλάκωσα τη στάση μου και φώναξα τον άντρα μου. Μου χρειάστηκε λίγη δουλειά για να κάνω τα αγόρια να καθίσουν ήσυχα στα γόνατά μας. Τελικά, ωστόσο, ήμασταν έτοιμοι για το δώρο.
Η Τζούλη και η Τζέννιφερ σταθήκανε νευρικά κοντά στο τζάκι, κρατώντας τα χέρια τους. «Πρώτα θα πρέπει να σβήσουμε τα φώτα,» είπε η Τζούλη με μία ψιθυριστή φωνή. «Θέλουμε μόνο τα φώτα από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο να λάμπουν,» εξήγησε η Τζένιφερ.
Κοιτώντας ίσια μπροστά, μετά, τραγοδησαν το «Άγια Νύχτα». Έπειτα η Τζούλη απάγγειλε ένα ποίημα για την αγάπη του Θεού. Μετά όταν τέλειωσε, η Τζούλη ρώτησε τον μπαμπά της, ντροπαλά, «Θα μας διαβάσεις σε παρακαλώ την Χριστουγεννιάτικη ιστορία από τη Βίβλο, για τον Ιησού που γεννήθηκε; Ο δάσκαλό μας στο κατηχητικό μας την διάβασε την προηγούμενη Κυριακή.»
Ο άντρας μου, ο Τζέρυ, πήρε τη Βίβλο του και διάβασε την ιστορία, γέρνοντας προς το δέντρο για να μπορεί να βλέπει. Όλοι μας ακούγαμε. Ακόμα και τα δίδυμα ήταν ήσυχα και καθόταν ακίνητα. Όταν τελείωσε η Τζούλη τον ρώτησε τόσο σιγά που μόλις που μπορούσαμε να την ακούσουμε, «Τώρα μπορούμε να προσευχηθούμε μαζί;»
Ποτέ δεν είχαμε κάνει κάτι τέτοιο και δεν ήμασταν σίγουροι πώς να αρχίσουμε την προσευχή. Όμως, παρ’ όλ’ αυτά, λίγο ντροπαλά, προσευχηθήκαμε, όλοι μας , ο ένας μετά τον άλλον. Ήξερα ότι κάτι πολύ ξεχωριστό συνέβαινε στην οικογένειά μας. Από το δώρο των κοριτσιών μας μάθαμε ότι μπορούσαμε να προσευχόμαστε μαζί. Κι έτσι, μέσα στα χρόνια συνεχίσαμε να περνάμε ώρα για προσευχή μαζί, όχι μόνο τα Χριστούγεννα, αλλά και μέσα στον υπόλοιπο το χρόνο.
Το μικρό δώρο των κοριτσιών μας για την οικογένειά τους, εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων, ήταν το δώρο της πίστης. Έχει μεγαλώσει και έχει δώσει στήριγμα στην οικογένειά μας από τότε και μετά. Ήταν ένα δώρο που συνεχίζει να δίνει.
Marion Bond West ( Με την άδεια του «The New Guideposts Christmas Treasury»)
Να αγαπάς τον πλησίον σου
Ήταν πάλι εκείνη η εποχή του χρόνου, και για μια φορά ακόμα η κίνηση και η φασαρία των Χριστουγέννων γέμιζε το σπίτι. Η εφτάχρονη Κέιτ και οι γονείς της είχαν αρχίσει τους γιορταστικούς στολισμούς και τις προετοιμασίες για τα καλά.
“Μαμά, μπορώ να προσκαλέσω τη Σούζη εδώ να παίξει μαζί μου ένα απ’ αυτά τα βραδάκια;” ρώτησε η Κέιτ.
“Κέιτ, γλυκιά μου, ξέρεις ότι το έχουμε συζητήσει αυτό. Δεν τους γνωρίζουμε καλά, και η μητέρα της Σούζη είναι τόσο άσχημα στην υγεία της που θα προτιμούσαμε να μην πηγαίνεις κοντά τους. Απλώς δε μας φαίνεται σωστό. Θα προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι μαζί ένα από αυτά τα βράδια. Ας ελπίσουμε ότι εγώ και ο πατέρας σου δε θα χρειαστεί να δουλέψουμε αυτά τα Χριστούγεννα. Αν συμβεί αυτό, η Λίντα από δίπλα είπε ότι θα έρθει να μείνει μαζί σου,” απάντησε η μητέρα της.
Η Κέιτ αναστέναξε. Ο πατέρας της ήταν ένας διάσημος χειρούργος, και η μητέρα της η διευθύντρια ενός κοντινού ιατρικού κέντρου. Γιατί πρέπει πάντα, ακόμα και τα Χριστούγεννα, να είναι τόσο απασχολημένοι; αναρωτιόταν. Τι να κάνεις δεν έχει νόημα να ελπίζεις να γίνουν διαφορετικά τα πράγματα. Αυτό δε θα αλλάξει τίποτα! Με αυτή τη σκέψη, η Κέιτ συνέχισε να ζωγραφίζει.
Οι γονείς της είχαν κάνει ότι μπορούσαν για να ενσταλάξουν στην Κέιτ απλή πίστη στο Θεό και στην προσευχή. Όμως φαινόταν ότι καθώς η Κέιτ μεγάλωνε, οι γονείς της απασχολημένοι με τη δουλειά τους όλο και πιο πολύ, μιλούσαν για το Θεό όλο και λιγότερο. Στην πραγματικότητα μιλούσαν λιγότερο για το κάθε τι και σπάνια έκαναν πράγματα μαζί, σαν μια οικογένεια.
Εκείνο το βραδάκι, η Κέιτ άρχισε να σκέφτεται για το τι Χριστουγεννιάτικα δώρα θα της έπαιρναν. Η Παραμονή των Χριστουγέννων ήταν μόνο σε έξι μέρες. Ίσως η μαμά να έχει ήδη κάνει τα Χριστουγεννιάτικά της ψώνια, και απλώς τα κρατάει για έκπληξη, για να μην προσπαθήσω να βρω πού έχει κρύψει τα δώραl
Καθώς ξεντύθηκε και έβαλε τη νυχτικιά της, μια άλλη σκέψη βασάνισε την Κέιτ. Γιατί εγώ παίρνω τόσο ωραία δώρα κάθε χρόνο, κι ωστόσο η φίλη μου η Σούζη δεν παίρνει σχεδόν τίποτα; Η Κέιτ ανακάθισε στο κρεβάτι και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τα γόνατά της καθώς σκέφτηκε. Ω, ελπίζω και η Σούζη να πάρει μερικά ωραία δώρα αυτό το χρόνο!
Μ’ αυτή τη σκέψη ξάπλωσε και γρήγορα αποκοιμήθηκε.
Ο ήχος των πουλιών που τιτίβιζαν έξω από το παράθυρο της Κέιτ την ξύπνησαν πιο νωρίς απ’ ότι συνήθως. Κι’ ενώ έμεινε ξαπλωμένη στο κρεβάτι της για λίγο ακόμα, ξαφνικά θυμήθηκε αυτό που μόλις ονειρευότανε. Στο όνειρό της ήταν τυλιγμένη στην αγκαλιά της μητέρας της κοιτάζοντας ένα βιβλίο με ιστορίες.
Δεν είναι παράξενο αυτό; Έχω καιρό να διαβάσω εκείνο το βιβλίο! Η Κέιτ έσπρωξε τα σκεπάσματά της και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Πηγαίνοντας με βιασύνη στη ντουλάπα της, κατέβασε ένα κουτί από το ψηλότερο ράφι. μα πού θα μπορούσε να είναι τώρα;
“Αα, να το!” είπε τινάζοντας τη σκόνη από ένα παλιό βιβλίο. Τι υπέροχες αναμνήσεις της έφερνε!
Η Κέιτ, νοερά, γύρισε πίσω σε πολλά ζεστά βράδια δίπλα στο τζάκι με τη μαμά της και το μπαμπά της, όταν συνήθιζαν να της διαβάζουν ένα κεφάλαιο από αυτό το βιβλίο με τις ιστορίες της Βίβλου κάθε νύχτα. Χαμογέλασε καθώς γυρνούσε τις σελίδες του. Κάθε εικόνα φαινόταν να φέρνει πίσω ένα ιδιαίτερο συναίσθημα, μια μοναδική ανάμνηση, όπως και την πρώτη φορά που είχε ακούσει εκείνες τις συναρπαστικές ιστορίες.
Η Κέιτ κάθισε κάτω μέσα στην ντουλάπα. Θυμάμαι πώς συνηθίζαμε να προσευχόμαστε κάθε βράδυ προτού κοιμηθούμε. Η μαμά και ο μπαμπάς μου μαθαίνανε να λέω τις προσευχές μου. και έπειτα με κουκουλώνανε στο κρεβάτι μου. Δεν προσευχόμαστε μαζί άλλο πια, αλλά φαντάζομαι αυτό συμβαίνει γιατί δε βρίσκονται σπίτι όταν είναι η ώρα μου να πάω για ύπνο.
Καθώς η Κέιτ ξεφύλλιζε το βιβλίο, άνοιξε σε μια εικόνα του Ιησού, που τον περιτριγύριζαν μικρά παιδιά. Το εδάφιο της Βίβλου από κάτω έγραφε: “Ζήτα Μου και θα σου δώσω τις επιθυμίες της καρδιάς σου.”
Μμμ, σκέφτηκε η Κέιτ, μου θυμίζει κάτι που μου είπε ο μπαμπάς μου μια φορά, ότι όταν χρειάζεσαι βοήθεια για κάτι και κανένας άλλος δεν μπορεί να σε βοηθήσει, τότε ζήτα το από τον Ιησού και Αυτός θα απαντήσει. Αναρωτιέμαι … ναι! Αυτό θα κάνω!
Η Κέιτ έβαλε το βιβλίο στο τραπεζάκι δίπλα στο κρεβάτι της, πετάχτηκε πάνω, άρπαξε ένα καθαρό σύνολο από το συρτάρι της, και άλλαξε τη νυχτικιά της. Βούρτσισε τα μαλλιά της και τακτοποίησε το κρεβάτι της και το δωμάτιό της. Τώρα ήταν έτοιμη.
Γονάτισε στα πόδια του κρεβατιού της και προσευχήθηκε: “Αγαπημένε μου Ιησού, είμαι τόσο χαρούμενη που είχα αυτό το όμορφο όνειρο χθες το βράδυ για το βιβλίο μου. Είμαι ευτυχισμένη που το βρήκα σήμερα το πρωί, και μου έδωσε αυτή την ιδέα να Σου μιλήσω. Θέλω να Σου πω για τα σχέδια μου για τα Χριστούγεννα.
‘Έχω μια φίλη. Τη λένε Σούζη. Η μαμά της Σούζη είναι αρκετά άρρωστη, και ο μπαμπάς της συχνά χρειάζεται να λείπει από το σπίτι για να εργάζεται. Η Σούζη δεν έχει πολλά παιχνίδια ή ωραία πράγματα. Ελπίζω να πάρει μερικά δώρα αυτή τη χρονιά.”
Η Κέιτ συνέχισε, ‘Όμως έχω κάτι ιδιαίτερο να Σου ζητήσω να κάνεις.
“Λοιπόν το πρόβλημα είναι …” η Κέιτ είπε ψιθυριστά την υπόλοιπη προσευχή της. Κάποτε επιτέλους τελείωσε. “Σ’ ευχαριστώ που με άκουσες. Λοιπόν, τώρα καλύτερα να πηγαίνω. Αμήν!”
Η Κέιτ σηκώθηκε αργά, ελπίζοντας ότι ο Ιησούς είχε ακούσει την προσευχή της. Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα όπου η Τζούλια, η υπηρέτρια, είχε ετοιμάσει μερικές τηγανίτες και ζεστή σοκολάτα που την περιμένανε.
Στις 23 Δεκεμβρίου, η μητέρα της είπε ότι έπρεπε να πάει κάπου ξαφνικά. Για την Κέιτ αυτό σήμαινε ότι η μαμά της πήγαινε να ψωνίσει τα Χριστουγεννιάτικα δώρα. “Καλό απόγευμα, μαμά!” φώναξε και έγνεψε αντίο από το μπροστινό τους παράθυρο.
Ήταν δύο μέρες αργότερα, αλλά στην Κέιτ φάνηκαν πολύ περισσότερες, και η στιγμή είχε έρθει. Ήταν το πρωινό των Χριστουγέννων και ο ήλιος έλαμπε πάνω στο φρεσκοστρωμένο χιόνι που κάλυπτε τα δέντρα και τους πεζόδρομους. Η Κέιτ χαμογελούσε καθώς κατέβαινε με φόρα τις σκάλες προς το τζάκι όπου, όπως πάντα, κρέμονταν τρεις μεγάλες Χριστουγεννιάτικες κάλτσες.
Ποια να είναι η δικιά μου; αναρωτήθηκε η Κέιτ. Μόλις τότε βγήκαν απ’ την κουζίνα ο μπαμπάς της και η μαμά της κρατώντας ένα φλιτζάνι καφέ στα χέρια τους.
“Καλημέρα Κέιτ! Και Καλά Χριστούγεννα! ‘Έλα να μας δώσεις μια αγκαλιά κι ένα φιλί!” φώναξε η μαμά.
“Ω, Καλά Χριστούγεννα, μπαμπά και μαμά! Σας αγαπώ!” Η Κέιτ τους κοίταξε με νόημα κι έπειτα έστρεψε τη ματιά της ξανά στις Χριστουγεννιάτικες κάλτσες.
“Ναι, και βέβαια μπορείς! Και βέβαια μπορείς! Πήγαινε αμέσως,” ήρθε η απάντηση.
Η Κέιτ έτρεξε προς το τζάκι. Με ανυπομονησία κοίταξε πίσω από κάθε κάλτσα για να βρει αυτή που είχε πάνω κεντημένο το όνομά της. Ήταν η δεύτερη. Στα γρήγορα κατέβασε κάτω τις κάλτσες του μπαμπά και της μαμάς και τους τις έδωσε.
“Άντε! Ανοίξτε τις! Ανοίξτε τιςl” είπε η Κέιτ με ένα τόνο ενθουσιασμού στη φωνή της.
Έπειτα η Κέιτ, κάθισε στο πάτωμα κι άρχισε να βγάζει ένα ένα τα δωράκια από την κάλτσα της. Κι’ αφού είχε ανακαλύψει όλα τα κρυμμένα παιχνίδια. τα γλυκά και τις λιχουδιές, ήξερε ότι η ώρα για να ανοίξει τα δώρα κάτω από το δέντρο είχε φτάσει.
“Εντάξει, ήρθε η ώρα!” αναφώνησε ο μπαμπάς της. “Πήγαινε εκεί στο δέντρο και δες τι σου έφεραν αυτά τα Χριστούγεννα.”
Τα μάτια της Κέιτ λαμπύριζαν καθώς κουβαλούσε την παραγεμισμένη κάλτσα της προς τo δέντρο. Άρχισε να βγάζει τα δώρα που ήταν κάτω από το δέντρο και να διαβάζει τα ονόματα.
“Αυτό είναι για σένα, Μπαμπά … κι αυτό είναι για σένα, Μαμάl Ω, κι αυτό εδώ είναι για μέναl” είπε, καθώς άρχισε να ξετυλίγει τα δώρα της. Προτού καλά -καλά να το καταλάβουν, μισή ώρα είχε ήδη περάσει μ’ αυτό τον εύθυμο τρόπο. Η Κέιτ ούτε που πρόσεξε τις χαρούμενες Χριστουγεννιάτικες μελωδίες που ακούγονταν απ’ το βάθος. Ήταν πάρα πολύ απασχολημένη με τα δώρα της και βοηθώντας τους γονείς της να ανοίξουν τα δικά τους.
Τελικά όλα τα δώρα είχαν ανοιχτεί. Η Κέιτ έδωσε και στους δύο γονείς της μια μεγάλη αγκαλιά και ένα φιλί και τους ευχαρίστησε για το κάθε δώρο. Κάθισε με την πλάτη της προς το όμορφα στολισμένο Χριστουγεννιάτικο δέντρο και σκέφτηκε μέσα της, αναρωτιέμαι π να πήρε η Σούζη για τα Χριστούγεννα.
“Τώρα, να πηγαίνουμε! Έχουμε μια ολόκληρη Χριστουγεννιάτικη μέρα να περάσουμε μαζί, καλό μου κορίτσι!” είπε ο μπαμπάς της. “Άρπαξε το παλτό σου και φύγαμεl”
Μόλις τότε χτύπησε το τηλέφωνο, και η μαμά της πήγε στην κουζίνα για να το πάρει. Η Κέιτ κουβάλησε τα δώρα της πάνω στο δωμάτιό της. Όταν κατέβηκε πάλι κάτω με το παλτό της, είδε τους γονε1ς της να συνομιλούν με ανησυχία.
“Τι συμβαίνει Μπαμπά; ” ρώτησε η Κέιτ.
“Γλυκιά μου, λυπάμαι πολύ. Κάτι επείγον έχει παρουσιαστεί στο κέντρο και πρέπει να πάμε και οι δύο αμέσως. Μπορεί να χρειαστούν αρκετές ώρες μέχρι να το τακτοποιήσουμε.”
Το πρόσωπο της Κέιτ δεν κατάφερε να κρύψει την απογοήτευσή της. “Γλυκιά μου, ξέρω ότι αυτό είναι δύσκολο για σένα. Θα προσπαθήσουμε να γυρίσουμε πίσω όσο πιο γρήγορα μπορούμε, για να καθίσουμε μαζί στο γιορτινό τραπέζι, εντάξει;”
“Σ’ αγαπούμε γλυκιά μου. Θα σε δούμε σύντομα!”‘ Φώναξε ο μπαμπάς της καθώς και οι δυο τους έφευγαν βιαστικά.
“Μια και η Τζούλια έχει ρεπό σήμερα, θα έρθει η Λίντα να μείνει μαζί σου. Οτιδήποτε χρειαστείς, πες της. Ω, να την έρχεται τώραl”, φώναξε η Μαμά της.
“Περιμένετε ένα λεπτό!” φώναξε η Κέιτ. Τα μάτια της έλαμψαν μ’ ένα σχέδιο καθώς χτυπούσε με τα δάχτυλά της το παράθυρο του αυτοκινήτου. “-έ … ξέρω ότι τα ‘χουμε πει αυτά, αλλά μιας και θα ‘μαι σπίτι όλη μέρα σήμερα, θα μπορούσα σας παρακαλώ να προσκαλέσω τη Σούζη να έρθει … μόνο για μια ώρα; Ή θα μπορούσαμε να παίξουμε στο πάρκο αν δεν μπορεί να έρθει στο σπίτι μας. Σας παρακαλώ.”
Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Ο μπαμπάς της μίλησε πρώτος. “Εντάξει, Κέιτ. Μια και είναι Χριστούγεννα.”
“Όμως γλυκιά μου, κάνει πάρα πολύ κρύο για να παίζετε έξω στο πάρκο για μια ώρα, “πρόσθεσε η Μαμά. “Μπορείτε να παίξετε μέσα.” “Εντάξει! Ευχαριστώ!
Η καρδιά της Κέιτ ξανάνιωσε. Τουλάχιστον θα είχε κάποια συνομήλική της για παρέα. Η Κέιτ έτρεξε μέσα. έβαλε γρήγορα τις μπότες της και μαζί με τη Λίντα, πήραν το δρόμο για το σπίτι της Σούζη.
Η Σούζη και η μητέρα της, η Έλσα , ζούσαν σ’ ένα μικρό, κακοδιατηρημένο σπιτάκι ένα τετράγωνο μακριά. Ο πατέρας της Σούζη δεν τα είχε καταφέρει να έρθει σπίτι για τα Χριστούγεννα. Είχε αναγκαστεί να πάει σε μια άλλη πόλη για να βρει δουλειά, από τότε που το τοπικό εργοστάσιο μείωσε το εργατικό του δυναμικό. Η Έλσα ήταν πολύ αδύναμη και άρρωστη τον περισσότερο καιρό. Η Κέιτ συχνά ήθελε να παίζει με τη Σούζη, καθώς δεν είχε άλλους δικούς της αδερφούς ή αδερφές, αλλά οι γονείς της Κέιτ δεν το επιτρέπανε. Δεν ήθελαν η Κέιτ να είναι κοντά στην Έλσα , καθώς ήταν τόσο φιλάσθενη, αν και η αρρώστια της υποτίθετο ότι δεν ήταν μεταδοτική. Η Κέιτ όμως, υποψιαζόταν ότι δεν την άφηναν επειδή ήταν τόσο φτωχοί.
Ενώ η Λίντα κουβέντιαζε με μια από τις φίλες της έξω στο δρόμο, η Κέιτ χτύπησε το κουδούνι και περίμενε. Πέρασε πολύ ώρα μέχρι να ανοίξει την πόρτα η Έλσα, όπως πάντα.
“Μπορεί να έρθει η Σούζη να παίξουμε στο σπίτι μου για λίγο;” ρώτησε η Κέιτ. “Οι γονείς μου χρειάστηκε να πάνε στη δουλειά, όμως ή Λίντα θα είναι εκεί για να μας προσέχει.” Η Έλσα χαμογέλασε και πήγε να φωνάξει τη Σούζη.
“Κέιτ! Γεια σου! Έλα μέσα! Χαίρομαι τόσο που ήρθες!” “Γεια σου. Σούζη!”
Το σπίτι της Σούζη ήταν διαφορετικό από της Κέιτ. Τα έπιπλά τους ήταν παλιά, και δεν είχαν ούτε δείγμα από Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Κι ωστόσο, υπήρχε ένα βλέμμα ειρήνης και ευτυχίας στα μάτια τους που φαινόταν να φωτίζει το δωμάτιο.
Η Σούζη ήταν συνομήλικη της Κέιτ και μια θαυμάσια σύντροφος στα παιχνίδια. Τα μάτια της Κέιτ τρέχαν γύρω στο δωμάτιο ελπίζοντας να δει κάποια ίχνη από δώρα. Τίποτα! Αναρωτιέμαι αν η Σούζη πήρε κανένα δώρο. σκέφτηκε η Κέιτ.
“Θα ήθελες να έρθεις στο σπίτι μου να παίξουμε;” ρώτησε η Κέιτ.
“Και βέβαια! Έλα! Ας μη χάνουμε χρόνο! Έλα να τρέξουμε να δούμε ποιος θα φτάσει πρώτος!” είπε η Σούζη χαρωπά.
Σε χρόνο μηδέν, τα δύο κορίτσια βρίσκονταν πίσω στο σπίτι της Κέιτ. Παίζανε τόσο καλά μαζί που δεν κατάλαβαν το χρόνο να περνάει. Ήταν ήδη δύο ώρες μαζί. Η Λίντα άκουγε μουσική και διάβαζε ένα καινούργιο βιβλίο. Η ωραία μελωδία στο παλιό ρολόι του παππού μέσα στο γραφείο, θύμισε στην Κέιτ την υπόσχεση που έδωσε στους γονείς της να παίξει με την Σούζη μόνο για μια ώρα.
“Ω πω-πω, οι γονείς μου μπορεί να γυρίσουν σπίτι σύντομα, γι’ αυτό νομίζω ότι πρέπει να σταματήσουμε το παιχνίδι. Ας ζητήσουμε από τη Λίντα να μας πάει πίσω στο σπίτι σου,” πρότεινε η Κέιτ. “Σ’ ευχαριστώ που ήρθες. Πέρασα τόσο καλά μαζί σου.”
“Κι εγώ πέρασα πολύ καλά. Είσαι η σούπερ φίλη μου,” είπε η Σούζη ευτυχισμένα.
Καθώς μπαίνανε μέσα στο σπίτι της Σούζη, η Έλσα φώναξε,
“Σούζη γλυκιά μου, έλα εδώ ένα λεπτό.”
Η Σούζη έτρεξε να δει τη μητέρα της, ενώ η Κέιτ με τη Λίντα περίμεναν στο χολ. Άκουσαν κάτι ψίθυρους κι έπειτα η Σούζη ήρθε έξω, κουβαλώντας ένα μεγάλο κουτί από χοντρό χαρτί στα χέρια της.
“Τι είναι αυτό;” ρώτησε η Κέιτ. “Δεν ξέρω. Η μαμά μου είπε ότι ενώ εσύ κι εγώ παίζαμε στο σπίτι σου, χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Η μαμά ξεκουραζόταν, και της πήρε λίγη ώρα για να σηκωθεί. Όταν τελικά άνοιξε την πόρτα, δεν υπήρχε κανένας εκεί – μόνο αυτό το κουτί … με Χριστουγεννιάτικα δώρα! Κοίτα! Είναι όλα τυλιγμένα ωραία. Μερικά έχουν το δικό μου όνομα και μερικά έχουν της μαμάς και του μπαμπά!”
Η Κέιτ δε μπορούσε να συγκρατήσει την ευτυχία της για τη φίλη της. Η Σούζη χοροπηδούσε ενθουσιασμένη. “Είναι τόσο καταπληκτικό! Δεν είχαμε λεφτά για να αγοράσουμε δώρα αυτά τα Χριστούγεννα, κι έτσι συμπέρανα ότι δε θα είχαμε καθόλου. Χθες το βράδυ, όταν προσευχηθήκαμε μαζί, ευχαριστήσαμε το Θεό που είχαμε η μία την άλλη και τον μπαμπά μου, ακόμα κι αν δεν είχαμε δώρα. Αλλά κοίταξε τι μας έστειλε ο Θεός σήμερα το πρωί!”
“Αυτό είναι υπέροχο! Είμαι τόσο ευτυχισμένη για σένα!” αναφώνησε η Κέιτ. Τα δύο κορίτσια αγκάλιασαν η μία την άλλη.
“Ω! Κοιτάξτε την ώρα!” τις διέκοψε η Λίντα. “Καλύτερα να σε πάω σπίτι τώρα. Οι γονείς σου θα γυρίσουν σπίτι όπου να ‘ναι και πρέπει να είσαι εκεί.” Η Κέιτ ευχαρίστησε την Έλσα, έγνεψε αντίο στη Σούζη, και ξεκίνησαν για το σπίτι της. Ήταν τόσο ευτυχισμένη για τη φίλη της που τραγουδούσε σ’ όλο το δρόμο της επιστροφής.
Μόλις έβγαλε το παλτό της και τις μπότες της, άκουσε ένα αυτοκίνητο να σταματάει στο δρόμο. Η Κέιτ κοίταξε έξω από το παράθυρο. Η μαμά και ο μπαμπάς χαμογελούσαν. Τα πράγματα πρέπει να είχαν πάει καλά στο κέντρο.
Η πόρτα άνοιξε διάπλατα. “Κέιτ! Ήρθαμε!” φώναξε ο μπαμπάς. “Είμαι τόσο χαρούμενη,” αποκρίθηκε η Κέιτ.
“Κατάφερες να παίξεις με τη φίλη σου τη Σούζη;” ρώτησε η μαμά, αφού ευχαρίστησε τη Λίντα και την πλήρωσε για τη βοήθειά της.
“Δε θα το πιστέψεις αυτό, αλλά η Σούζη πήρε μερικά δώρα αυτό το χρόνο! Ευχόμουνα πραγματικά να έπαιρνε κάτι!” Η Κέιτ συνέχισε να μιλάει ασταμάτητα καθώς διηγήθηκε στους γονείς της τι είχε γίνει.
Ο μπαμπάς και η μαμά χαμογέλασαν γλυκά στην Κέιτ κι έπειτα ο ένας στον άλλον. “Γλυκιά μου,” άρχισε ο μπαμπάς, “η μαμά σου κι εγώ σκεφτόμασταν κάτι. Θα θέλαμε να ζητήσουμε από την Έλσα και τη Σούζη να μας κάνουν παρέα για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Αισθανόμαστε πολύ άσχημα που δεν ήμασταν πιο ευγενικοί απέναντί τους, και που τους κρατούσαμε σε απόσταση. Συμφωνούμε να είστε φίλες με τη Σούζη και να παίζετε μαζί, κι εμείς θα θέλαμε να είμαστε φίλοι με την Έλσα και να βοηθήσουμε την οικογένειά τους. Θέλουμε να είμαστε καλοί με τους γείτονές μας, όπως λέει και η Βίβλος.”
Η Κέιτ δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά της. Αυτό ήταν πολύ απίθανο για να ‘ναι αληθινό – όμως ήταν!
“Μπαμπά! Μαμά!’ Με άκουσε! Με άκουσε! Άκουσε την προσευχή μου! Αυτό είχα ζητήσει από τον Ιησού να κάνει, να μου επιτρέψει να παίζω πιο πολύ με τη Σούζη! Και απάντησε! Το έκανε! Δεν το είπα σε κανέναν dάλλον! Κανένας σ’ ολόκληρο τον κόσμο δεν το ήξερε! Όμως ο Ιησούς το ήξερε!” Η Κέιτ χοροπηδούσε από χαρά.
Έπειτα είπε στους γονείς της για το όνειρό της. για το βιβλίο με τις ιστορίες της Βίβλου, και για την προσευχή που είχε κάνει στον Ιησού.
Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της Μαμάς. Εκείνη τη νύχτα οι δύο οικογένειες ενώθηκαν μαζί χάρη στην αγάπη ενός παιδιού και μιας Χριστουγεννιάτικης προσευχής. Από αυτό μεγάλωσε η φιλία μιας ολόκληρης ζωής ανάμεσα στην Κέιτ και τη Σούζη και τις οικογένειές τους, κι από τότε τα Χριστούγεννα είχαν ένα ιδιαίτερα θαυμαστό συναίσθημα για όλους τους.