Είκοσι συνεντεύξεις με μέλη των οικογενειών του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και του Ανδρέα Παπανδρέου συγκροτούν το βιβλίο της δημοσιογράφου Ολγας Μπακομάρου. Ένα αρχείο της σύγχρονης ιστορίας και μαζί ένα ανεπιτήδευτο, συναρπαστικό ψυχογράφημα των ηγετών, αλλά και της Μαρίκας, της Μαργαρίτας, του Γιώργου, της Ντόρας, της Σοφίας.
Δέκα το πρωί στην Αραβαντινού, Απρίλιος του 1995. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης πίνει τον καφέ του και τρώει μια ωμή καθαρισμένη αγκινάρα. Μιλάει για την ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος και το μαγνητόφωνο της Ολγας Μπακομάρου τον καταγράφει να λέει για πρώτη φορά ότι δεν μετάνιωσε που παραιτήθηκε από την ηγεσία της ΝΔ μετά την ήττα των εκλογών, αφού είχε δηλώσει ότι θα το πράξει, όμως «το ερώτημα είναι γιατί το είπα».
Ο Ανδρέας Παπανδρέου στο Καστρί, Μάιο του 1977, με δερμάτινο σακάκι, ριγέ γραβάτα, γαλάζιο πουκάμισο, μιλάει για την πορεία του κόμματος προς την εξουσία, κάνει το ψυχογράφημα του Κωνσταντίνου Καραμανλή και εξηγεί ότι το σήμα κατατεθέν του, το ζιβάγκο, είναι «μήνυμα ότι δεν δεχόμαστε τις επιφανειακές δομές».
Ολόκληρες εποχές, καθόλου ανέφελες, της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, έχουν εγκιβωτιστεί μέσα στον χείμαρρο των συνεντεύξεων, αλλά και στις συνοπτικές και αποκαλυπτικές εισαγωγές της δημοσιογράφου Ολγας Μπακομάρου στις συνεντεύξεις που πήρε από μέλη των οικογενειών Μητσοτάκη και Παπανδρέου, οι οποίες συγκροτούν το βιβλίο της «Οικογένειες» (Εκδόσεις Αρμός). Είκοσι συνεντεύξεις του Ανδρέα, του Γιώργου, της Μαργαρίτας και της Σοφίας Παπανδρέου καθώς και του Κωνσταντίνου και της Μαρίκας Μητσοτάκη, της Ντόρας Μπακογιάννη. Καλύπτουν μια περίοδο από το 1977 ως το 2004.
Διαβάζοντας σήμερα αυτές τις συνεντεύξεις με την απόσταση του χρόνου, ουσιαστικά κάνεις μια ξεχωριστή, χωρίς φίλτρα, ανάγνωση της προσωπικότητάς τους και των επιλογών τους. Απουσιάζει η φόρτιση της στιγμής -το σκάνδαλο Κοσκωτά, η υπόθεση Σαμαρά, η περίοδος της Δήμητρας Λιάνη, η διεκδίκηση της εξουσίας σε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ- και έτσι όλα μοιάζουν να ερμηνεύονται πιο καθαρά και λιγότερα υπαινικτικά. Διαβάζουμε τους πρωταγωνιστές να μιλάνε για πράγματα που ήδη γνωρίζουμε, αλλά μέσα από τις απαντήσεις που αφορούν το περιβάλλον της είδησης οδηγούμαστε σε αυτές τις νέες αναγνώσεις.
Τα πρόσωπα-αποκάλυψη του βιβλίου
Βέβαια, αναμφισβήτητα, η μεγάλη σταρ του βιβλίου, οι απαντήσεις που διαβάζεις απνευστί με την απόκοσμη αίσθηση ότι τη βλέπεις να σου μιλά απευθείας είναι αυτές της Μαρίκας Μητσοτάκη. Η πλήρης αποκάλυψη όλου του εύρους της προσωπικότητάς της, από τις εντάσεις και τις εκρήξεις ως την πιο βαθιά τρυφερότητα, το νοιάξιμο, την αγάπη για τον Μητσοτάκη, τους διαρκείς προσωπικούς της θριάμβους απέναντι σε σοβαρά θέματα υγείας, τον θυμό της για τη Λιάνη, την αντίδραση της Μαργαρίτας και κυρίως για όσους πετούν λάσπη στον Μητσοτάκη. Καταρρίπτει ακόμα και τον μύθο για τα ντολμαδάκια της: «ποτέ δεν τα γεύτηκε ο Φλωράκης».
Το άλλο πρόσωπο που εκπλήσσει τελικά, κυρίως με τη συνέντευξη του Οκτώβρη του 1996, είναι ο Γιώργος Παπανδρέου. Εχουν περάσει τέσσερις μέρες από την κηδεία του Ανδρέα, το περίφημο «τα έμαθες πατέρα» και ο Παπανδρέου, μέσα από το υπουργικό του γραφείο, με το άσπρο κοντομάνικο πουκάμισο και το σακάκι περασμένο στην καρέκλα, ουσιαστικά παραδίδεται σε μια δημόσια, αφιλτράριστη ψυχανάλυση στον καναπέ της Ολγας Μπακομάρου. Διότι συχνά, περί αυτού πρόκειται, η Μπακομάρου με τις ερωτήσεις της μπαίνει στον ψυχισμό του συνεντευξιαζόμενου. Δεν κυνηγά αγχωτικά την είδηση, τον τίτλο. Ακροπατεί, αθόρυβα, μόλις που την νιώθεις να αναπνέει, με κοφτές, σύντομες ερωτήσεις, επιμένει, βαθαίνει, φτάνει στην ουσία, σε αυτό που δεν έχει ειπωθεί ξανά έτσι. Φτάνει στην αποκάλυψη μιας αλήθειας.
Μια σημείωση: ο σημερινός δημοσιογράφος δεν θα μπορέσει να αντισταθεί στη σκέψη πώς οι ηγέτες αυτοί δέχονταν να δώσουν ξανά συνέντευξη σε δημοσιογράφους που δεν τους χαρίστηκαν, που έβγαλαν ειδήσεις που δεν τους έκαναν απαραίτητα καλό. Που δούλευαν σε μέσα ενημέρωσης που τους χτυπούσαν συστηματικά. Αλλά κάθισαν εκεί, απέναντι από τη δημοσιογράφο, μπροστά στο μαγνητόφωνο, και έδωσαν χρόνο, χώρο και τη δική τους αλήθεια.
Η συνέντευξη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην Ολγα Μπακομάρου, τον Οκτώβρη του 1993, είναι χαρακτηριστική περίπτωση. Στο τραπέζι το κασετόφωνο της Μπακομάρου και άλλα τρία που τοποθέτησε ο Πευκιανάκης -η πρώτη συνέντευξη στο βιβλίο όπου υπήρξε παρών και τρίτος σε συνέντευξη. Παρακάτω, ανατρέχουμε σε μερικά σημεία από τις 324 σελίδες του βιβλίου.
Μαρίκα Μητσοτάκη: Εγώ μια απλή μιλιτάν της ΝΔ είμαι
Οσο και αν δεν χαρίζεται, επιμένει ευγενικά, κάνει ερωτήσεις που θα εξόργιζαν τον απέναντι σε άλλη συνθήκη, η Ολγα Μπακομάρου δεν μπορεί να κρύψει από τον αναγνώστη τoν σεβασμό της για τη Μαρίκα Μητσοτάκη. Η χημεία τους μοναδική, η εμπιστοσύνη από αυτές που κερδίζονται δύσκολα. Οι συναντήσεις με τη Μαρίκα Μητσοτάκη είναι γεμάτες χυμούς ήδη από την πρώτη φορά, τον Ιανουάριο του 1989, με την Μητσοτάκη να είναι τόσο οργισμένη με τον Ανδρέα Παπανδρέου όχι τόσο για την πολιτική του αλλά για τη σχέση με τη Δήμητρα Λιάνη. Λέει ψυχρά για τη Μαργαρίτα «δεν μου άρεσε ποτέ», ενώ δηλώνει ότι η ίδια είναι μια «απλή μιλιτάν της ΝΔ. Κάθε 1η του μηνός η κυρία Βασαλάκη, η επικεφαλής της τοπικής Κολωνακίου με παίρνει στο τηλέφωνο και μου λέει “κυρία μου, τη συνδρομή σας, δεν την πληρώσατε ακόμα”».
Εχει ενδιαφέρον ότι διατρέχοντας τις σελίδες και τα χρόνια είναι σαν να βλέπεις έναν αστραπιαίο διάλογο της Μαρίκας με τη Μαργαρίτα. Λέει τον Ιανουάριο του 1989 η πρώτη «κρίνω γενικά απαίσια τη στάση της κ. Παπανδρέου στο όλο θέμα. Είδατε ποτέ εσείς καμία τέως -που δεν είναι τέως ακόμα, είναι εν ενεργεία- σύζυγο πρωθυπουργού να πηγαίνει να χορεύει ζεϊμπέκικο δημόσια και να σπάνε γύρω της τα πιάτα; Γιατί τα σπάει, χρυσό μου παιδί, τα πιάτα; Και σου λέει “η καημένη”! Oταν βγαίνει τα Χριστούγεννα και δηλώνει ότι είναι ευτυχέστατη. Τότε, καλά σου έκανε». Αναφέρεται στην εξωσυζυγική σχέση του Ανδρέα Παπανδρέου με τη Δήμητρα Λιάνη και λέει ότι στη θέση της «ο μη γένοιτο!» θα χώριζε αμέσως.
Ένα χρόνο μετάν, τον Απρίλιο του 1990, η Ολγα Μπακομάρου συνάντησε τη Μαργαρίτα Παπανδρέου στο Καστρί και της θύμισε αυτή την αποστροφή. «Ποτέ δεν με εντυπωσιάζουν αυτά που λέει η κυρία Μητσοτάκη. Ο χορός μου ήταν μια πράξη παλικαριάς, θα έλεγα, έχει σχέση με αυτό που σας είπα προηγουμένως. Αρνήθηκα να δείχνω σαν θύμα».
Ο Μητσοτάκης φώναζε τη Μαρίκα «Κοπέρνικο»
Ένα ολόκληρο μυθιστόρημα αγάπης από μόνο του συγκροτούν βέβαια οι απαντήσεις που έδωσε η Μαρίκα Μητσοτάκη στις τρεις συνεντεύξεις του βιβλίου για την σχέση με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, την προσωπικότητά του, τις συνήθειες του, τη φιλοσοφία ζωής του.
Ελαττώματα δεν έχει ο Μητσοτάκης; «Δεν έχει», απαντά. «Αγιος είναι; Δεν έχει αδυναμίες;», επιμένει η Μπακομάρου. «Τι αδυναμίες; Αδυναμία έχει σε μένα. Είμαστε ακόμα ερωτευμένοι. Γυρίζει στο σπίτι κι έρχεται κατευθείαν στην κουζίνα. ”Τι κάνεις, μάτια μου;”, μου λέει. Με φωνάζει χαϊδευτικά ”Κοπέρνικο”, γιατί είχα πει μια αστρολογική κουταμάρα κάποτε».
Σε άλλο σημείο επιβεβαιώνει ότι ο Μητσοτάκης δεν έχανε ποτέ την ψυχραιμία του. «Δεν τον ξέρετε καλά. Αυτός πέφτει στο κρεβάτι, κατεβάζει σιδηρούν παραπέτασμα, δεν προλαβαίνει να γυρίσει στο μαξιλάρι του και έχει αποκοιμηθεί. Κι ας χαλάει ο κόσμος. Είναι τρομερό, μιλάμε για χαρακτήρα, όχι απλώς ισχυρό, μιλάμε για χαρακτήρα χαλύβδινο». Τον Οκτώβρη του 1990, με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη πρωθυπουργό πλέον, «ο καλύτερος ζων πρωθυπουργός του κόσμου είναι για εμένα» έλεγε, «με τον Κώστα έχουμε γίνει αυγοτάραχο! Τι να κάνουμε!».
Στην τελευταία τους συνέντευξη, τον Δεκέμβριο του 2000, μιλάει στην Μπακομάρου σαν να μιλάει στην εγγονή της, σε μια φίλη. Για τις περιπέτειες της υγείας που βίωσε ήδη από παιδί, τη γνωριμία με τον Μητσοτάκη, την προοπτική να μπουν στην πολιτική τα παιδιά της.
Διαλύει όμως η Μαρίκα και τον μύθο για τα ντολμαδάκια με τα οποία περιποιήθηκε τον Χαρίλαο Φλωράκη όταν είχε σχηματιστεί η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας.
«Ολο για τα ντολμαδάκια μιλάνε, αλλά μην τους ακούτε, λίγη σπανακόπιτα έφαγαν τότε οι άνθρωποι. Μάλιστα, κάθε φορά που βλέπω τον Φλωράκη μου λέει “βρε Μαρίκα, όλο για τα ντολμαδάκια μάς λένε κι ακόμα δεν τα έχουμε φάει”. “Θα σου τα φτιάξω πρόεδρε”, του λέω, αλλά ακόμη δεν τα καταφέραμε».
Ποιος ζήτησε το διαζύγιο; Ο Ανδρέας ή η Μαργαρίτα Παπανδρέου;
Από τις συνεντεύξεις του Ανδρέα Παπανδρέου στο βιβλίο, η τελευταία, αυτή που δόθηκε το 1989, ξαφνιάζει. Με τον τόνο, το ύφος, το περιεχόμενο να έχει αλλάξει άρδην για τον Ανδρέα Παπανδρέου. Εχει περάσει την τεράστια περιπέτεια με την υγεία του, έχει επιστρέψει, έχει κάνει το νεύμα στη Δήμητρα Λιάνη, το σκάνδαλο Κοσκωτά δεν έχει εκτονωθεί. Δεκαπέντε φορές λέει στη συνέντευξη το όνομα «Δήμητρα» ο Παπανδρέου, που χαρακτηρίζει μεγάλο έρωτα της ζωής του. Και πάλι μέσω του βιβλίου όμως γίνεται ένας άτυπος διάλογος: του Ανδρέα με τη Μαργαρίτα, με αφορμή το διαζύγιο. Λέει ο Παπανδρέου: «Εχω κάνει αγωγή διαζυγίου. Δεν θα ήταν επιλογή μου. Αλλά επειδή δεν φάνηκε να συμφωνούμε με τη Μαργαρίτα σ’ αυτό, ήμουν υποχρεωμένος να ξεκινήσω εγώ αυτή τη διαδικασία, η οποία θα έδινε τουλάχιστον νομικά έκφραση στις αποφάσεις που έχω πάρει: διαζύγιο και γάμος με τη Δήμητρα».
«Εγώ ζήτησα διαζύγιο», λέει η Μαργαρίτα Παπανδρέου στη σπάνια συνέντευξη που έδωσε στην Μπακομάρου τον Απρίλιο του 1990. «Δεν αρνιόμουν να δώσω διαζύγιο, το ενδιαφέρον σε αυτή την περίπτωση είναι ότι ο χωρισμός ήταν δική μου απόφαση. Εφτασα σε αυτή μετά από μια επώδυνη εσωτερική διαδικασία. Γιατί φεμινισμός δεν σημαίνει μίσος για τους άνδρες, ούτε να είσαι εναντίον της οικογένειας». Και συνεχίζει παρακάτω: «Ο Ανδρέας δεν μου ζήτησε διαζύγιο. Εγώ το έκανα. Και το έκανα λίγο πριν φύγει για το Λονδίνο και τότε βέβαια δεν είχα ιδέα ότι ήταν τόσο άρρωστος. Τότε του είπα ότι θα έπρεπε να δώσουμε ένα τέλος σε αυτή την επίμονη, βασανιστική κατάσταση και ότι θα έπρεπε να μιλήσουμε για τα νομικά ζητήματα. Ότι ήθελα συναινετικό διαζύγιο και ότι και οι δυο μαζί θα κάναμε μια κοινή δήλωση με την οποία θα λέγαμε ότι βρισκόμαστε σε διάσταση».
Για κλείσιμο, μια από τις φράσεις στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Που φανερώνει ότι οι συνεντεύξεις αυτές δεν κομίζουν σήμερα ειδήσεις για την πολιτική, αλλά φωτίζουν ολόκληρα δωμάτια πίσω από τις αποφάσεις και τις κινήσεις των πρωταγωνιστών. Αυτή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. «Ηθελα να φύγω [από την Βουλή] όρθιος, όπως με γνώρισαν. Προτιμούσα να με ρωτούν γιατί φεύγω παρά να με ρωτούν γιατί δεν φεύγω. Αυτή δεν είναι δική μου φράση. Την είπε ο Πελέ πριν από εμένα».
iefimerida.gr