Τον Μάιο του 1933, τα έντονα τηλεκινητικά φαινόμενα σε κεντρικό σπίτι στο όμορφο χωριό Μακρίσια της Ολυμπίας εξακολουθούσαν να μαίνονται αμείωτα.
Αυτά τα παράδοξα φαινόμενα, που για ένα ολόκληρο τρίμηνο αναστάτωναν τους φιλήσυχους κατοίκους και τους κατατρομοκρατούσαν στον έσχατο βαθμό, τις τελευταίες εκείνες ημέρες επαναλαμβάνονταν δριμύτερα.
Οι χωριανοί, μετά από ανάπαυλα λίγων ημερών των ανορθόδοξων αυτών περιστατικών, είχαν ηρεμήσει αισθητά από την ταραχή, πιστεύοντας πλέον ότι τα κακά πνεύματα είχαν χαθεί για πάντα και ότι άφησαν επιτέλους το χωριό στην ησυχία του.
Μα, τη νύχτα της 3ης Μαΐου εκείνης της χρονιάς, γύρω στα μεσάνυχτα, νέοι κρότοι, άγριες και ακαθόριστες φωνές, αλλόκοσμοι γόοι, αλλόφρονες οδυρμοί και αβυσσαλέοι θόρυβοι εκσφενδονισμών επίπλων και αντικειμένων τάραξαν και πάλι τη διώροφη οικία Γκότση.
Οι χωρικοί ήταν ξανά πανικόβλητοι.
Έντρομοι τότε, πετάχτηκαν όλοι έξω από τα σπίτια τους και συγκεντρώθηκαν σε μεγάλη ακτίνα γύρω από το στοιχειωμένο κτίσμα.
Παρακολουθούσαν φοβισμένοι, χωρίς κανείς να τολμά να προσεγγίσει.
Δεν ήθελαν να επαναληφθούν όσα είχαν διαδραματιστεί τρεις μήνες νωρίτερα, τη νύχτα της 5ης-6ης Φεβρουαρίου, όπου δύο τολμηροί νέοι του χωριού είχαν εισβάλλει στο εσωτερικό του, πάνοπλοι, προκειμένου να διαπιστώσουν μόνοι τους πώς συνέβαινε όλη εκείνη η αναμπουμπούλα και ο ορυμαγδός μέσα σ’ έναν χώρο, όπου δε ζούσε πια κανείς.
Οι δύο αυτοί νέοι είχαν ανεβεί κρυφά στο δεύτερο πάτωμα του μοιραίου σπιτιού και με τους φανούς στα χέρια, κραδαίνοντας παράλληλα τα περίστροφά τους με τα αριστερά τους χέρια, καθώς θεωρούσαν ότι αυτός ήταν ο σωστός τρόπος να εξολοθρεύσουν τα κακόβουλα δαιμόνια, ανέμεναν καρτερικά να δουν τι θα επακολουθούσε.
Ξάφνου, το ρολόι του τοίχου, σ’ ένα άστραμμα του φανού, έδειξε ακριβώς μεσάνυχτα και η καρδιά τους χοροπηδούσε άτακτα μες στο στήθος τους.
Τα μάτια τους αναζητούσαν στο σκοτάδι του δωματίου υπερφυσικές σκιές.
Επειδή τελικά ο τρόμος τους κατανίκησε, ξεχύθηκαν στον δρόμο από την κεντρική πόρτα του σπιτιού, τρέχοντας ατάκτως και όπου φύγει-φύγει…
Τα ίδια, λοιπόν, γεγονότα επαναλήφθηκαν και στις 3 Μαΐου.
Έτσι, οι ατυχείς Μακρισιώτες έχασαν ξανά την ηρεμία και τον ύπνο τους.
Η κατάσταση στο χωριό ήταν παντελώς έκρυθμη και οι κάτοικοι συχνά διανυκτέρευαν στην ύπαιθρο, παρακολουθώντας με κατάφωρο τρόμο από απόσταση τους απόκοσμους θορύβους και τις σατανικές κραυγές, που κατακερμάτιζαν τη βραδινή σιγαλιά.
Μάλιστα, ζητήθηκε από τους κατοίκους του χωριού η άμεση μετάβαση επί τόπου του Άγγελου Τανάγρα, Προέδρου της ελληνικής Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών, προκειμένου να εξηγηθεί επαρκώς πού ελλόχευε εκείνη η υπερφυσική δύναμη, η οποία προκαλούσε με τέτοιο μένος τα βίαια τηλεκινητικά φαινόμενα της οικίας Γκότση και να καταβληθεί κάθε προσπάθεια ώστε να εξουδετερωθεί.
Έπρεπε πια να ησυχάσουν οι απελπισμένοι Μακρισιώτες, οι οποίοι πίστευαν ακράδαντα ότι εκεί μέσα φώλιαζαν βρυκόλακες τρομεροί!
Δήλωναν πεπεισμένοι γι’ αυτό, καθώς στο στοιχειωμένο αυτό σπίτι, το οποίο εξαιτίας αυτών των σφοδρών φαινομένων είχε από καιρού εγκαταλειφθεί και ερημωθεί, είχε καεί ζωντανό από απροσεξία του στο τζάκι ένα κοριτσάκι προ ετών, που φαίνεται πως είχε βρυκολακιάσει και στοίχειωνε με πρωτοφανή βαρβαρότητα τον χώρο.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 05/05/1933