Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, απ’ τα χρόνια κιόλας του εμφυλίου, το ελληνικό κράτος είχε αρχίσει να αναγνωρίζει την εθνική αντίσταση. Όμως η εαμική αντίσταση ήταν κάτι διαφορετικό, δεν είχε θέση στο εθνικό αφήγημα. Το ΕΑΜ, και οι συναφείς με αυτό οργανώσεις, εξαιρούνταν.
Οι πρώτες µεταπολεµικές νοµοθετικές ρυθµίσεις για την Εθνική Αντίσταση (Α.Ν. 971/1949 “Περί απονοµής ηθικών αµοιβών εις τας εθνικάς ανταρτικάς οµάδας και εθνικάς οργανώσεις εσωτερικής αντιστάσεως”) δεν συμπεριλάμβαναν τους αντάρτες της πολυπληθέστερης αντιστασιακής οργάνωσης της Κατοχής. Το ίδιο συνέβη και με όσες νομοθετικές ρυθμίσεις προέκυψαν μέχρι και τη χούντα όπου τότε συνέβη το ντροπιαστικό -αλλά μάλλον αναμενόμενο- οι Ταγματασφαλίτες να αναγνωριστούν ως αντιστασιακοί με τον νόμο 179/1969.
Στη Μεταπολίτευση το θέμα ανακινήθηκε, τα εκκρεμή ζητήματα έψαχναν τη διευθέτησή τους και μια μέρα σαν σήμερα, στις 23 Αυγούστου του 1982, η Εθνική Αντίσταση αναγνωρίστηκε με τον νόμο 1285 που ψήφισε η Βουλή, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ. Υπέρ ψήφισαν το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ, ενώ η Νέα Δημοκρατία μετά την ομιλία του αρχηγού της Ευάγγελου Αβέρωφ, αποχώρησε από την αίθουσα, πλην του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, ο οποίος αφού στηλίτευσε τη στάση των ομοϊδεατών του, ψήφισε υπέρ της συνολικής αναγνώρισης της Εθνικής Αντίστασης.
Το νομοσχέδιο με τον τίτλο “Για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης του Ελληνικού Λαού εναντίον των Στρατευµάτων κατοχής 1941-44” προκάλεσε έντονες συζητήσεις στις Βουλή, κατά το τριήμερο 17-19 Αυγούστου, και ο Τύπος, φιλοκυβερνητικός και μη, ασχολήθηκε ζεστά.
Ανατρέχοντας σε άρθρα και ρεπορτάζ από εφημερίδες της εποχής προσπαθήσαμε να συγκεντρώσουμε ένα υλικό ικανό για να συνθέσουμε το κλίμα που κυριάρχησε εντός κι εκτός Βουλής απ’ τους πρωταγωνιστές της εποχής.
Ξεκινάμε με την Ελευθεροτυπία και το Έθνος, οι οποίες στις 18 Αυγούστου, την επομένη των ομιλιών Παπανδρέου και Αβέρωφ, επεφύλαξαν ίσως την πιο ενθουσιώδη αποδοχή στην “αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας”.
Στο ίδιο κλίμα και η Αυγή με τον Ριζοσπάστη:
Οι αντιπολιτευόμενες Βραδυνή, Ακρόπολις και Εστία κινήθηκαν σε ακριβώς αντίθετο μονοπάτι, βάλλοντας σκληρά κατά του νομοσχεδίου.
Η Ελεύθερη Ώρα, κυκλοφόρησε με αυτό το απαράδεκτο και εμφυλιακού κλίματος εξώφυλλο, βάλλοντας και εναντίον του Χαρίλαου Φλωράκη, Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ, ο οποίος μαζί με σύσσωμη την κοινοβουλευτική του ομάδα είχε ψηφίσει υπέρ του νομοσχεδίου:
Πέρα από τα πρωτοσέλιδα, έχει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον να δει κανείς και όσα καταγράφηκαν στα ρεπορτάζ της εποχής. Στις 17 Αυγούστου, ο Ανδρέας Παπανδρέου μίλησε πρώτος στη Βουλή, εκφωνώντας τον ιστορικό πια λόγο του, κατά παρέκκλιση, καθώς εκείνος που έφερε το νομοσχέδιο προς ψήφιση ήταν ο υπουργός Εσωτερικών, Γιώργος Γεννηματάς, και επομένως εκείνος έπρεπε να μιλήσει πρώτος.
Μεταξύ άλλων, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ανέφερε:
“Ήλθε τώρα η ώρα δίπλα στους ήρωες του 1821, να τοποθετήσουμε στην εθνική μας μνήμη ενωμένους αυτούς που έπεσαν στο 1940-1944. Τα στρατευμένα παιδιά του λαού που έγραψαν σελίδες δόξας στον μεγάλο αμυντικό πόλεμο.
(…) Αυτούς επίσης που συνέχισαν τον αγώνα στα βουνά και στις πόλεις, φτιάχνοντας ένα μαζικό λαϊκό κίνημα με πολυβόλα και συλλαλητήρια με περιφρόνηση προς τον θάνατο, με πάθος για τη λευτεριά, με άμετρη αυτοθυσία, άνδρες και γυναίκες στην Πίνδο και στη Ρούμελη, στον Γοργοπόταμο, στην Αθήνα, στην Κοκκινιά, στο Χαϊδάρι, στην Καισαριανή, στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο, στις πόλεις, στα χωριά, στην Ελλάδα, στη Μέση Ανατολή, στα γερμανικά στρατόπεδα.
(…) Η κυβέρνηση της Ελλάδας επιτελεί σήμερα με ευλάβεια το καθήκον της. Εγώ ως Έλληνας σήμερα αισθάνομαι υπερήφανος”.
Στη συνέχεια τον λόγο πήρε ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, Ευάγγελος Αβέρωφ, σφόδρα αντίθετος στην αναγνώριση της προσφοράς του ΕΑΜ στην αντίσταση. Μεταξύ άλλων είπε:
“Η πορεία του έθνους δεν μπορεί να στηρίζεται στο ψέμα και μάλιστα στο δολιότατο ψέμα. Γιατί έτσι το έθνος θα χάσει τη φυσιογνωμία του.
(…) Γιατί εκείνο που ουσιαστικά αναγνωρίζει και τιμά σήμερα η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν είναι η Αντίσταση, είναι η κατοχική δράση του κομμουνιστικού κόμματος”.
(…) Να τιμηθούν και να βραβευθούν όχι οργανώσεις ως σύνολα, αλλά μέλη τους ως άτομα. Τα μέλη τους εκείνα που έκαμαν αντίσταση χωρίς να εκτελέσουν Έλληνες, χωρίς να επιδιώξουν την κατάλυση της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Το αντίθετο είναι κραυγαλέο άδικο, είναι έντονα αντεθνικό…
(…)Από αναμφισβήτητα στοιχεία προκύπτει ότι στην αρχή μικρές αντάρτικες ομάδες, που συνήθως είχαν επικεφαλής μονίμους αξιωματικούς, λαμπρά παλικάρια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, εξοντώθηκαν από τον ΕΛΑΣ μόλις βγήκαν στο βουνό. (…) Πάμπολλες υπήρξαν ακόμα οι περιπτώσεις της εκτελέσεως πολιτών και ιδίως δασκάλων και παπάδων που σε χωριά και κωμοπόλεις ήταν τα στέκια των πιο σημαντικών εθνικοφρόνων ανταρτικών οργανώσεων.
(…) Γνωρίζουμε τα δραματικά περιστατικά του χαμού των. Πολλοί γνωρίζουν τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες της σφαγής στο Κλίμα Δωρίδος των παλικαριών του αδικοσκοτωμένου αψόγου δημοκράτου συνταγματάρχου Ψαρρού. Άλλοι περισσότεροι γνωρίζουν τη φρίκη της διμέτωπης μάχης της Νεράιδας…”.
Η αντιπολιτευόμενη Βραδυνή στο φύλλο της επόμενης ημέρας, τονίζει την κατηγορία που εξαπέλυσε ο Αβέρωφ, μιλώντας για μικροπολιτικά συμφέροντα που οδήγησαν το ΠΑΣΟΚ να φέρει το νομοσχέδιο στη Βουλή.
Επίσης, στην ομιλία του ο Αβέρωφ υποσχέθηκε ότι μόλις ερχόταν στην εξουσία, ότι θα έφερνε νομοσχέδιο που θα καταργούσε αυτόν τον νόμο. Μετά την ομιλία του, όπως μας πληροφορεί η Βραδυνή, υπήρξε έντονος φραστικός διάλογος με τον Ανδρέα Παπανδρέου, όπου απατώντας στην έγκλιση του τότε πρωθυπουργού ότι “με την ομιλία σας χαρίσατε την αντίσταση στο ΚΚΕ”, ο Αβέρωφ απάντησε χαρακτηριστικά:
“Όχι μόνο δεν χάρισα την αντίσταση στο ΚΚΕ, αλλά του την αρνήθηκα και είπα ότι είναι το μόνο που δεν έκανε αντίσταση. (…) Θέλετε, κυρίως, να αποκτήσει το ΚΚΕ συγχωροχάρτι και βραβείο για την αντεθνική του δράση επί Κατοχής; Αυτό είναι αδύνατον να το δεχτούμε. Και επειδή αρνηθήκατε την πρότασι μας, γι’ αυτόν τον λόγο εμείς θα αποχωρήσουμε”.
Και εκείνη τη στιγμή, πράγματι, η κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ έφυγε από την αίθουσα, εκτός του Παναγιώτη Κανελλόπουλου.
Τους διαξιφισμούς κατέγραψε με διαφορετικό ύφος η Βραδυνή, στεκόμενη στην “εαμογενή συμπερφορά του κ. Παπανδρέου.
Η στάση του Αβέρωφ και της Νέας Δημοκρατίας, δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη και από τους γελοιογράφους της εποχής, όπως τον ΚΥΡ και τον Γιάννη Καλαϊτζή της Ελευθεροτυπίας, τον Νίκο Σιδέρη και τον Βαγγέλη Παυλίδη στο Βήμα και τον Πάνο Μαραγκό στο Έθνος:
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, το ιστορικό στέλεχος της δεξιάς, ήταν ο μόνος που δεν αποχώρησε από την αίθουσα και ψήφισε υπέρ της αναγνώρισης και της εαμικής αντίστασης. Μεταξύ άλλων, στον λόγο του ανέφερε:
“Εκφράζω τη θλίψη μου για τη στάση της ΝΔ. Αν έμενε στην αίθουσα ίσως αυτά που θα έλεγα να επιδρούσαν στη συνείδηση μερικών βουλευτών της.
(…) Δεν είναι νοητό να έχουν αναγνωρισθεί οι άλλες οργανώσεις και να μην αναγνωρίζεται το ΕΑΜ, που ήταν η μεγαλύτερη και πιο μαζική και που είχα σαν πιο μαζική τα πιο πολλά θύματα και τις πιο πολλές απώλειες.
(…)Υπάρχουν οι πονεμένοι, υπάρχουν οι πενθούντες, και δεν μπορούμε να τους πούμε να ξεχάσουν, είτε ανήκουν στη μία παράταξη είτε στην άλλη.(…) αλλά μπορούμε εμείς όλοι να θέσουμε σε δεύτερη μοίρα αυτήν την κακή πλευρά της ιστορίας, αυτές τις ηθικές τραγωδίες, και να τοποθετήσουμε πάνω απ’ όλα την αναγνώριση των ηρωισμών και των αυτοθυσιών εκείνων, που σε οποιαδήποτε οργάνωση κι αν άνηκαν, ή και ως άτομα αν πολέμησαν, χαρακτήρισαν με τις θυσίες και τους ηρωισμούς τους την μεγάλη εκείνη περίοδο των ετών 1941-1944”.
Στο Έθνος της 19ης Αυγούστου θα διαβάσουμε και το εξής ενδιαφέρον:
Ενώ ένα ακόμη ενδιαφέρον μικροπολιτικό με πρωταγωνιστή τον τότε βουλευτή του ΚΚΕ, Κώστα Λουλέ:
O Μανώλης Γλέζος, συνεργαζόμενος με το ΠΑΣΟΚ, θα μιλήσει την τρίτη ημέρα των εργασιών της Βουλής, προβάλλοντας την ανάγκη της εθνικής συμφιλίωσης:
“Απευθύνομαι στους συναδέλφους βουλευτές Νέας Δημοκρατίας, που λείπουν από την αίθουσα. Σήμερα κάναμε μία τελετουργία. Είναι λυπηρό που απουσίασαν. Γνωρίζω ότι και στο κόμμα τους υπάρχουν βουλευτές που συμμετείχαν στον εθνικό-απελευθωρτικό αγώνα. Αλλά η κομματική τους εντολή δεν τους άφησε να είναι εδώ. Κάποτε θα το αναγνωρίσουν. Θέλω να τους πω: Ελάτε να θάψουμε το μίσος!.
(…) Η ΕΔΑ συγχαίρει τον πρωθυπουργό, τον υπουργό Εσωτερικών για την αναγνώριση. Από την πλευρά μου νιώθω κάπως περίεργα. Ζω… κατά λάθος. Δεν ξέρω αν μιλάω με τη δική μου φωνή ή με τη φωνή των χιλιάδων αγωνιστών…”. (Εθνος)
Στο ίδιο ρεπορτάζ, στη στήλη δεξιά “Από το θεωρείο”, διαβάζουμε και τα λόγια του ιστορικού στελέχους του Κέντρου, Γεώργιου Μαύρου, που τότε είχε βρεθεί στα έδρανα της Βουλής ως βουλευτής του ΠΑΣΟΚ:
“Το ζήτησα στη Βουλή του 1947. Μέσα στον Εμφύλιο. Για να το πει κανείς τότε χρειαζόταν κάποιο θάρρος. Ήμουν νέος βουλευτής. Μιλώντας από το βήμα είπα ότι για τα μεγάλα θέματα που διχάζουν τον λαό πρέπει να πάρουμε γενναία μέτρα.
Τα προβλήματα αυτά δεν λύνονται με στρατοδικεία. Η Βουλή με το άκουσμα αυτών των λόγων εξαγριώθηκε. Ζητήθηκε η παραπομπή μου σε ειδικό δικαστήριο για άρση της ασυλίας και ηθική αυτουργία φόνων. Το πρότεινε ένας διακεκριμένος βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας. Μετά μου είπε πως μετάνιωσε”.
Ενδιαφέρον είχε και η ομιλία του Γεώργιου Γεννηματά, εισηγητή του Νομοσχεδίου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στις σχετικές διατάξεις του Ν. 1285 περιλαµβάνονταν και η καθιέρωση της επετείου ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάµου ως ηµέρας εορτασµού της Εθνικής Αντίστασης, η ανέγερση σχετικού µνηµείου της στον Γοργοπόταµο και φυσικά η κατάργηση των ευνοϊκών προς τους Ταγματασφαλίτες νοµοθετικών διαταγµάτων της χούντας.
Υπήρχαν και προβλέψεις για μέτρα σε υλικό επίπεδο, όπως η καταβολή συντάξεων στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και η επιστροφή των πολιτικών προσφύγων από το εξωτερικό. Όλα αυτά, συμπεριλήφθηκαν και στις σελίδες των εφημερίδων της εποχής, με διαφορετικό χρωματισμό προφανώς. Για παράδειγμα οι αντιπολιτευτικές, προτίμησαν το μελανό, με τη Βραδυνή για παράδειγμα να γράφει ειρωνικά “800 εκατομμύρια τον χρόνο για συντάξεις καπεταναίων”:
Η Ελευθεροτυπία -προφανώς- σε διαφορετικό κλίμα:
Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι μέχρι το 1991, ο συνολικός αριθμός των ανθρώπων που έλαβαν συντάξεις ανερχόταν περίπου στις 280.000 και ο αριθμός των πολιτικών προσφύγων που επέστρεψαν απ’ τις χώρες του ανατολικού μπλοκ, γύρω στις 45.000.
Για το τέλος αφήσαμε ένα απόσπασμα από τον λόγο του Γ.Γ. γραμματέα του ΚΚΕ, Χαρίλαου Φλωράκη, όπως αυτός αποτυπώθηκε στις εφημερίδες της εποχής.
(…) Ο πατριωτισμός, η αντίσταση στους ξένους επιδρομείς και κατακτητές, η προδοσία, η συνεργασία με αυτούς, είχαν, έχουν και θα έχουν την ίδια σημασία σε όλους τους λαούς ανεξάρτητα απ’ το κοινωνικοπολιτικό καθεστώς. Στη χώρα μας οι ηθικές αυτές αξίες και έννοιες ανατράπηκαν. Η αντίσταση βαφτίστηκε “προδοσία” και “έγκλημα”. Η συνεργασία και ο δοσιλογισμός βαφτίστηκαν “πατριωτισμός”, η αποχή, το δόγμα να σηκώνουμε τα χέρια ψηλά, ονομάστηκε “σωφροσύνη” και όλα αυτά γενικά αποδόθηκαν στη λέξη “εθνικοφροσύνη”. (…) Και δεν είναι τυχαίοι ότι οι τίμιοι, πραγματικοί εθνικόφρονες αστοί αποποιήθηκαν και την απορρίπτουν αυτήν την ορολογία.
Προ ολίγου το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας αποχώρησε από τη συζήτηση. Ίσως να ήταν μία ευκαιρία να μας δείξει ότι το κόμμα αυτό ήταν κάτι το άλλο. Την ευκαιρία αυτή την έχασε. Οφείλω όμως να ομολογήσω ότι η αποχώρησή τους έχει μια λογική και μια συνέπεια, γιατί, πώς να το κάνουμε, η άρχουσα τάξη, τα συμφέροντα της οποίας πολιτικά εκφράζει ήταν απούσα από την εθνική αντίσταση και ένα σημαντικό τμήμα της συνεργάστηκε -από τα σπλάχνα αυτής της άρχουσας τάξης δόθηκαν οι κουίσλιγκ πρωθυπουργοί, από αυτούς διατέθηκαν στη διάθεση των κατακτητών οι κρατικοί μηχανισμοί…
(…) Και δεν δίνεται συγχωροχάρτι στο ΚΚΕ με αυτό το νομοσχέδιο γιατί πρώτα πρώτα το ΚΚΕ δεν έχει καμία ανάγκη για τέτοιο συγχωροχάρτι. Δεν βαρύνεται ούτε με συνεργασία με τους κατακτητές ούτε με προδοσίες. Το βάρος του ήταν ότι ήταν από τους πρωτοπόρους της οργάνωσης της Εθνικής Αντίστασης. Συγχωροχάρτι πρέπει να ζητήσει η Νέα Δημοκρατία και η παράταξη την οποία εκπροσωπεί.
Πηγή: Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Βουλής