Η υποβολή επενδυτικών προτάσεων στον Αναπτυξιακό νόμο για την Δυτική Ελλάδα ήταν, όπως αναμενόταν άλλωστε, απογοητευτική. Όμως, για όσους παρακολουθούσαν από κοντά την όλη διαδικασία το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο και προδιαγεγραμμένο. Το αποτέλεσμα αυτό έχει την εξήγησή του που είναι πολυσήμαντη και σε αυτήν πρέπει να εστιάσουμε.
Το πρώτο και πολύ σημαντικό πρόβλημα με το νόμο ήταν η απογοήτευση των επενδυτών από την όλη διαδικασία μέχρι να φτάσουμε να υπάρξει νέος νόμος μετά τις εκλογές. Πρώτα η κ. Κατσέλη έφερε τον δικό της νόμο σχεδόν μέχρι τη Βουλή. Ήρθε μετά ο κ. Χρυσοχοΐδης, που δήλωσε ότι θα τα άλλαζε όλα, και έτσι από μήνα σε μήνα φτάσαμε ο νόμος να ψηφιστεί το Ιανουάριο του 2011 και οι εκτελεστικές του αποφάσεις να εκδοθούν στα μέσα Απριλίου οι πρώτες και οι τελευταίες το Μάιο. Όταν οι προτάσεις έπρεπε να έχουν κατατεθεί μέχρι τέλος Απριλίου.
Είναι προφανές ότι με τέτοιες παλινωδίες, οι επενδυτές δεν μπορούσαν να λάβουν σοβαρά υπόψη στον προγραμματισμό τους την πιθανότητα υποβολής προτάσεων στο νόμο.
Και όσοι τελικώς αποφάσισαν να προσπαθήσουν να αξιοποιήσουν το νόμο, άσχετα με το γενικό οικονομικό κλίμα της χώρας, στις ασφυκτικές χρονικές του διαδικασίες, αντιμετώπισαν μια σειρά μεγάλων έως ανυπέρβλητων δυσκολιών.
Η πρώτη αφορούσε την ίδια συμμετοχή που έπρεπε ο επενδυτής να διαθέτει σε λογαριασμό, τουλάχιστον τριών μηνών και αφορούσε το 25% τουλάχιστον του προϋπολογισμού της επένδυσής του. Είναι προφανές ότι στις μέρες μας με την οικονομική ασφυξία στην αγορά και τις κλειστές, στους επιχειρηματίες τράπεζες, αυτό φαντάζει εξωπραγματικό και έτσι αρκετοί εγκατέλειψαν την προσπάθεια σε αυτή τη φάση.
Η δεύτερη αφορούσε την έγκριση των δανείων των επενδύσεων από το τραπεζικό σύστημα. Οι απαντήσεις που έλαβαν οι επενδυτές από τις τράπεζες ήταν «φέρτε μας τον ολοκληρωμένο φάκελο της επένδυσής σας και θα σας απαντήσουμε σε ένα με δύο μήνες και μάλλον αρνητικά». Τότε βεβαίως και θετική απάντηση να είχαν θα είχε περάσει ο χρόνος υποβολής των προτάσεων. Αν λοιπόν οι επενδυτές δεν είχαν την έγκριση του δανείου θα έπρεπε να υποβάλλουν πρόταση με πάνω από το 50% της επένδυσης σε ίδια συμμετοχή. Πόσες όμως επιχειρήσεις είχαν αυτή τη δυνατότητα και από αυτές πόσες ήταν διατεθειμένες, στην δύσκολη αυτή περίοδο, να στερηθούν τη ρευστότητά τους για να επενδύσουν;
Η απάντηση δόθηκε με την υποβολή μόλις …τεσσάρων προτάσεων στη Δυτική Ελλάδα.
Ακόμη και αν κάποιος ξεπερνούσε αυτά τα βασικά εμπόδια θα έπρεπε στη συνέχεια να ξεπεράσει το εμπόδιο της ελάχιστης βαθμολογίας που όφειλε να συγκεντρώσει η πρότασή του (40 βαθμοί με άριστα το 100). Έτσι όμως όπως έχει δομηθεί, από πλευράς υπουργείου, η βαθμολόγηση των προτάσεων είναι πάρα πολύ δύσκολο, ακόμη και για πολύ καλές και εξαγωγικές επιχειρήσεις, οι μεταποιητικές να πετύχουν βαθμολογία έστω πάνω από τη βάση, αφού:
- Mια εξαγωγική επιχείρηση με πάνω από 50% εξαγωγές παίρνει 4 βαθμούς, ενώ μια άλλη που κάνει επενδύσεις εξοικονόμησης ενέργειας παίρνει 5 βαθμούς.
- Επίσης παίρνει 5 βαθμούς αν χρησιμοποιεί στην παραγωγή κάθετες τεχνολογίες.
Με αυτή τη λογική και χωρίς προσανατολισμό είναι και τα άλλα κριτήρια και έτσι είναι πολύ δύσκολο να συγκεντρωθεί βαθμολογία πάνω από 40 βαθμούς. Αρκεί να σημειωθεί ότι όλες οι επενδύσεις (μεταποίηση, τουρισμός, υπηρεσίες) βαθμολογούνται με την ίδια κλίμακα κριτηρίων και την ίδια στάθμιση. Έτσι οι επενδύσεις σε ΒΙΠΕ βαθμολογούνται με δύο βαθμούς είτε υπάρχει ΒΙΠΕ στην περιοχή είτε όχι.
Στον τομέα του τουρισμού επίσης δεν ήταν δυνατόν να υπάρξουν επενδύσεις ίδρυσης ξενοδοχείων, αφού ο νόμος ορίζει ότι σε όλες τις επενδύσεις τα κτιριακά και ο περιβάλλον χώρος δεν μπορεί να υπερβαίνουν το 40% της όλης επένδυσης. Έτσι στην ουσία είναι απαγορευτικός ο νόμος για νέες τουριστικές μονάδες.
Όλα αυτά, οι επενδυτές τα έχουν εντοπίσει και συμπεριφέρθηκαν ανάλογα, έχοντας τα αποτελέσματα που προαναφέρθηκαν.
Για το θέμα αυτό πρέπει να υπάρξει τροποποίηση συγκεκριμένων παραμέτρων, που θα συμβάλουν στη βελτίωση του περιβάλλοντος υπαγωγής και στην εκδήλωση επενδυτικής κινητικότητας και ενδιαφέροντος, ως εξής:
- Ο ελάχιστος προϋπολογισμός για την υποβολή ενός σχεδίου των πολύ μικρών επιχειρήσεων να μειωθεί στο ποσό των 100.000 ευρώ από το σημερινό των 200.000 ευρώ.
- Η ποσόστωση στις κτιριακές εγκαταστάσεις ως μέγιστο ποσοστό να είναι το 70% και όχι το 40% επί του ενισχυόμενου προϋπολογισμού μιας επενδυτικής πρότασης.
- Να καταργηθεί το όριο της βαθμολογίας των 40 βαθμών κατά ελάχιστο στην κατηγορία των Περιφερειακών Ενισχύσεων, καθώς πλέον ισχύει και το καθεστώς της συγκριτικής αξιολόγησης.
- Να γίνεται εκτίμηση των ελάχιστων απαιτήσεων σε θέσεις εργασίας ενός προτεινόμενου σχεδίου και αυτές οι θέσεις εν τέλει να βαθμολογούνται.
- Να υπάρξει βελτίωση των συνθηκών διασφάλισης διαφανούς αξιολόγησης.
- Να υπάρξει μείωση του παραβόλου κατάθεσης του φακέλου της επένδυσης, το οποίο σήμερα ανέρχεται έως και ένα τοις χιλίοις του συνολικού προϋπολογισμού της επένδυσης.
Τέλος επισημαίνεται ο κίνδυνος:
α) μεγάλης καθυστέρησης στον προγραμματισμό και την διενέργεια του ελέγχου,
β) κατακόρυφης αύξησης του κόστους ελέγχου, ανάλογα με τον τρόπο αξιοποίησης του μητρώου αξιολογητών και ελεγκτών.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ η προθεσμία υποβολής των επενδυτικών προτάσεων έληξε την 31-5-2011, μέχρι σήμερα δεν έχει ολοκληρωθεί (και δεν προβλέπεται να ολοκληρωθεί σύντομα) η διαδικασία σύνταξης :
Α) Εθνικού Μητρώου Πιστοποιημένων Αξιολογητών
Β) Εθνικού Μητρώου Πιστοποιημένων Ελεγκτών.
Αυτό θα έχει ως συνέπεια την καθυστέρηση αξιολόγησης και ελέγχου των επενδύσεων που υποβλήθηκαν .