Τον τελευταίο χρόνο, όπως ήταν φυσικό, πολλές είναι οι απόψεις, σκέψεις, προτάσεις που έχουν κατατεθεί – και από πολλούς – για την οικονομική κρίση και τις συνέπειες της, για την αντιμετώπιση της. Οικονομολόγοι, πολιτικοί αλλά και άλλοι επιστήμονες – σε ειδικότερα θέματα – έχουν συμβάλει η προσπαθούν να συμβάλουν σε αυτό το διάλογο . Όλοι, ο καθένας από τη σκοπιά του, προσπαθούν να ανιχνεύσουν τις αιτίες της κρίσης, την αντιμετώπιση του προβλήματος του χρέους και των άλλων δημοσιονομικών προβλημάτων, να καταθέσουν προτάσεις για διέξοδο από τη κρίση.
Επειδή η διάγνωση των αιτιών του προβλήματος αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία θα διατυπωθεί η όποια πρόταση αντιμετώπισης του, να καταθέσω ορισμένες σκέψεις και απόψεις για τις αιτίες και τα χαρακτηριστικά της κρίσης που διανύουμε.
- Οι κρίσεις του καπιταλισμού δεν είναι «φυσικά φαινόμενα». Δεν προκύπτουν … ανεξήγητα από τον ουρανό. Είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών που έχουν εφαρμοσθεί σε βάθος χρόνου. Η έκθεση του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας υπογραμμίζοντας τις κοινωνικές και πολιτικές αιτίες της τρέχουσας κρίσης τονίζει ότι ζούμε ταυτόχρονα και κρίση του μοντέλου πολιτικής που κυριάρχησε από τα τέλη της δεκαετίας του ?80 – ένα μοντέλο που στηρίχθηκε στο τρίπτυχο «απελευθέρωση των αγορών, ιδιωτικοποίηση, μακροοικονομική σταθερότητα» και συνοδεύτηκε από την άνιση διανομή των εισοδημάτων. Χαρακτηρίστηκε από την «χρηματιστικοποίηση» της οικονομίας με αντίστοιχη υποβάθμιση της παραγωγικής οικονομίας.
- Παρά τις διαστάσεις που έχει πάρει η κρίση στη χώρα μας – γεγονός που έχει και αυτό την εξήγηση του – η κρίση δεν είναι «ελληνική». Υπάρχουν βέβαια ενδογενείς αιτίες που όμως διατέμνονται με αιτίες που έχουν αναφορά στη κρίση της Ε. Ε. και τη διεθνή κρίση. Οι ρίζες της κρίσης του ευρώ – έτσι όπως αυτή έχει εκδηλωθεί στο σύνολο της ευρωζώνης – βρίσκονται στην ίδια τη «φύση» και την αρχιτεκτονική της ΟΝΕ. Το γεγονός δηλαδή ότι ενώ υπήρξε νομισματική ενοποίηση ουδέποτε πραγματοποιήθηκε το άλλο σκέλος, αυτό της οικονομικής ενοποίησης. Έτσι προέκυψε ένα κοινό νόμισμα να εκφράζει οικονομίες που βρισκόταν – και βρίσκονται – σε εντελώς διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης, λειτουργίας, κλπ. Και ακριβώς επειδή δεν υπήρξε ποτέ – από τους κυρίαρχους κύκλους της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων και των ελληνικών κυβερνήσεων – η πολιτική βούληση για οικονομική σύγκλιση στα πλαίσια της ευρωζώνης, έχουμε τα σημερινά φαινόμενα κρίσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Χαρακτηριστικό αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών είναι το εμπορικό ισοζύγιο της Γερμανίας το οποίο από 7 δις ευρώ το 2005 εκτοξεύτηκε στα 117 δις το 2009 ενώ αναμένουν να ξεπεράσει τα 130 δις το 2010.
- Η οικονομική, κοινωνική, πολιτική, περιβαλλοντική κρίση, αλλά και κρίση αξιών συνολικά, ξεκίνησε ως κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Σύντομα επεκτάθηκε στη παραγωγική οικονομία με καταστροφικές συνέπειες στα δημόσια έσοδα, το δημόσιο χρέος, τα δημόσια οικονομικά. Και δεν περιορίστηκε μόνο σε αυτό τον τομέα. Βιώνουμε πλέον μια κρίση που έχει «αγκαλιάσει» όλους τους τομείς της κοινωνίας, η οποία πλέον κινδυνεύει να βρεθεί – από πλευράς κοινωνικής υποστήριξης και αλληλεγγύης – στη δεκαετία του 1950.
- Έχει γίνει – και συνεχίζει να γίνεται – μεγάλη συζήτηση για τους δείκτες, κυρίως αυτόν του χρέους προς το ΑΕΠ και του δημοσιονομικού ελλείμματος. Αν και πιστεύω ότι πιο πολύ πρέπει να επικεντρώνουμε τη προσοχή μας στο παράγοντα άνθρωπο και μετά στους αριθμούς, προτείνω έστω για λίγο να δεχτούμε την «δεικτολαγνεία» … Μόνο που προτείνω να μην περιοριστούμε στους «γνωστούς» δείκτες του χρέους και του ελλείμματος. Να συμπεριληφθούν στο περιβόητο μνημόνιο – και δείκτης ανεργίας (π. χ. γιατί μόνο το έλλειμμα στο 3% και όχι και η ανεργία;;;), Δείκτης πληθυσμού κάτω από το όριο της φτώχειας (π. χ. πρόγραμμα αποκλιμάκωσης όπως του δείκτη του χρέους), κλπ. Ας αναλογιστούμε ότι πίσω από κάθε μία ποσοστιαία μονάδα αύξησης της ανεργίας «κρύβονται» περίπου 50.000 ΑΝΘΡΩΠΟΙ και οι οικογένειες τους.
- Σε ότι αφορά τις ιδιαιτερότητες της κρίσης στην Ελλάδα πολλά έχουν ειπωθεί και πολλά έχουν ακουστεί για το «τι φταίει». Από το «μεγάλο κράτος» μέχρι το «μαζί τα φάγαμε»… Έχει όμως ενδιαφέρον να επισημάνουμε τι δεν λέγεται σ’ αυτό το πλαίσιο. Για παράδειγμα: Θεωρείται ταμπού η οποιαδήποτε συζήτηση για τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς και τον περιορισμό τους. Ταμπού θεωρείται η οποιαδήποτε συζήτηση για τις συνέπειες που είχε στην ελληνική οικονομία – και την κοινωνία – το «εθνικό φαγοπότι» των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Και σε σχέση με τα παραπάνω δεν έχουν διερευνηθεί η διαπλοκή και οι μίζες – βλέπε SIEMENS – και οι οικονομικές επιπτώσεις τους (πέρα από τις πολιτικές, ηθικές, κλπ). Με δυό λόγια. Οι πρακτικές των γερμανικών εταιρειών (SIEMENS – MAN – BENZ) στην Ελλάδα και άλλες χώρες, κυρίως της ευρωπαϊκής περιφέρειας τι ρόλο έπαιξαν στις οικονομικές εξελίξεις, όπως π. χ. το τεράστιο πλεόνασμα του εμπορικού ισοζυγίου της Γερμανίας;;; Ποιος και σε ποιο βαθμό ο ενισχυτικός ρόλος αυτών των πρακτικών στη δεδομένη ανταγωνιστικότητα της Γερμανικής οικονομίας (αν και θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν τη τελευταία δεκαετία στη Γερμανία με αποτέλεσμα την όποια βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας τους).
Η εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική από το τέλος του 2009 μέχρι σήμερα, σχεδιασμένη από τη τρόϊκα με εκτελεστικό βραχίονα την ελληνική κυβέρνηση με τα αποτελέσματα της έχει:
1. Οδηγήσει την οικονομία στην ύφεση με συνέπεια δεκάδες χιλιάδες ΜΜΕ να βάλουν λουκέτο
2. Εκτινάξει την ανεργία σε πρωτόγνωρα ύψη οδηγώντας μεγάλα τμήματα των εργαζομένων στην εξαθλίωση
3. Μειώσει δραματικά το διαθέσιμο εισόδημα όλων των εργαζομένων (δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) και των αυτοαπασχολουμένων με παράλληλο περιορισμό ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.
4. Αποδομήσει τις εργασιακές σχέσεις επιβάλλοντας τον 21ο αιώνα εργασιακό μεσαίωνα.
5. Οξύνει ακόμη περισσότερο το πρόβλημα του δημόσιου χρέους, το οποίο – υποτίθεται – θα αντιμετώπιζε αυτή η πολιτική.
Από τα παραπάνω και μόνο είναι σαφές ότι αυτή η πολιτική δεν μπορεί και δει πρόκειται να οδηγήσει σε αντιμετώπιση της κρίσης.
ΓΙΑ ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Το ερώτημα πλέον που προκύπτει είναι: μπορεί αυτή η κατάσταση να αντιμετωπιστεί; Και αν ναι, τι πρέπει να γίνει; Το τι πρέπει να γίνει απευθύνεται σε πολλαπλά επίπεδα. Αν δεχθούμε ότι η κρίση αποτελεί δομικό πρόβλημα του καπιταλισμού με διεθνείς και ευρωπαϊκές διαστάσεις, πέρα από τις ελληνικές ιδιαιτερότητες, πολλά και ουσιαστικά από αυτά που πρέπει να γίνουν αφορούν τις διεθνείς και ευρωπαϊκές σχέσεις της χώρας μας. Σε αυτό το επίπεδο πολλά έχουν ειπωθεί και λέγονται και τουλάχιστον στο παρόν άρθρο δεν θα ασχοληθούμε με αυτή τη -πολύ σοβαρή – πλευρά της κρίσης.
Στόχος του άρθρου αυτού είναι να συμβάλει, στο μέτρο του δυνατού, στη διερεύνηση της δυνατότητας αντιμετώπισης της κρίσης σε συγκεκριμένη γεωγραφική ενότητα. Ειδικότερα, θα γίνει προσπάθεια να εντοπισθούν οι όροι και οι προϋποθέσεις αντιμετώπισης της κρίσης – η έστω πλευρών της – στη γεωγραφική ενότητα που καλύπτει η Περιφέρεια Πελοποννήσου.
Το τελευταίο διάστημα και εν μέσω της οικονομικής κρίσης πολλοί είναι αυτοί που βλέπουν τη λύση του προβλήματος η την αντιμετώπιση της κρίσης στην ανάπτυξη. Βέβαια, όλα τα προηγούμενα χρόνια ανάπτυξη – τουλάχιστον σε επίπεδο δεικτών της οικονομίας – είχαμε και μάλιστα σε ρυθμούς από τους υψηλότερους στην Ευρώπη. Τη κρίση όμως δεν την αποφύγαμε. Πέρα από τα δημοσιονομικά προβλήματα και τη κρίση του χρέους παρουσιάστηκαν ακόμα πιο σοβαρά προβλήματα με έντονες κοινωνικές προεκτάσεις. Πρωτοφανή ποσοστά ανεργίας με ένα εκατ. ανέργους. Περίπου το 1/3 του πληθυσμού να ζεί κάτω από το όριο της φτώχειας. Δεκάδες χιλιάδες τα λουκέτα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η αγροτική παραγωγή σε πλήρη απαξίωση. Το τραπεζικό σύστημα να βάζει θηλιά στο λαιμό εκατοντάδων χιλιάδων νοικοκυριών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Προβλήματα και εξελίξεις που απ’ ότι φαίνεται δεν απασχολούν όχι μόνο τους δανειστές μας – γιατί άλλωστε να τους ενδιαφέρουν – αλλά ούτε και τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Αυτούς δηλαδή που με τις πολιτικές τους οδήγησαν την οικονομία στη σημερινή κατάσταση.
Μετά από την «αναπτυξιακή» εμπειρία των τελευταίων χρόνων ίσως ήρθε η ώρα να απαντήσουμε και στο ερώτημα τι είδους ανάπτυξη θέλουμε. Τα αποτελέσματα του μοντέλου που ακολουθήθηκε μέχρι σήμερα τα είδαμε. Μέσα από τη συσσώρευση του πλούτου σε όλο και λιγότερα χέρια και τη γιγάντωση του χρηματοπιστωτικού τομέα φθάσαμε στην έκρηξη των κοινωνικών ανισοτήτων και τη σημερινή κρίση. Επομένως, η προσπάθεια πρέπει να γίνει στη κατεύθυνση ενός παραγωγικού μοντέλου το οποίο εκτός από την αξιοποίηση των φυσικών πόρων της χώρας στο σύνολο της και κάθε περιοχής ξεχωριστά θα συμβάλει και δικαιότερη – τουλάχιστον – διανομή του παραγόμενου πλούτου. Είναι σαφές ότι δίκαιη διανομή στα πλαίσια του καπιταλισμού δεν μπορεί να γίνει. Μπορούν όμως να υιοθετηθούν διαδικασίες και μοντέλα παραγωγικής ανασυγκρότησης μιας περιοχής που θα συμβάλουν στην άμβλυνση των ανισοτήτων.
Βασικό στοιχείο μιας τέτοιας προσπάθειας μπορεί να γίνει σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Σε γεωγραφικές ενότητες με κοινά χαρακτηριστικά (οικονομικά, κοινωνικά, κλπ) και «κοινή διοίκηση» όπου θα λαμβάνονται οι «τοπικές» αποφάσεις. Τέτοιο μέγεθος μπορούν να αποτελέσουν σήμερα οι 13 Περιφέρειες της ελληνικής επικράτειας. Για τις ανάγκες του παρόντος θα διερευνήσουμε τις δυνατότητες της Περιφέρειας Πελοποννήσου.
Η ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ – ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Η Περιφέρεια Πελοποννήσου (Π. Π.) όπως και κάθε γεωγραφική ενότητα έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, κοινωνικά, οικονομικά, αναπτυξιακά, δημογραφικά, κλπ. Ταυτόχρονα, η κοινωνία, οι παραγωγικές δυνάμεις, η οικονομία αυτής της ενότητας δεν παύουν να λειτουργούν μέσα σε ευρύτερα σύνολα που επηρεάζουν καθοριστικά τη λειτουργία τους. Έτσι και η Π. Π. δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη από τη κρίση. Όπως επίσης οι συνέπειες της κρίσης να είναι ριζικά διαφορετικές από τις ευρύτερες συνέπειες που επηρεάζουν κυρίως τους εργαζόμενους σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Παρ’ όλα αυτά, επί μέρους εκδηλώσεις της κρίσης που επηρεάζονται από τις ιδιαιτερότητες της περιοχής υπάρχουν και είναι κρίσιμο να διαπιστωθούν για να μπορέσουν να αντιμετωπιστούν στη συνέχεια. Μερικά στοιχεία για τη Π. Π.:
– Χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης όλο το προηγούμενο διάστημα που την καθιστούν από τις φτωχότερες περιφέρειες της Ελλάδας και τα Ε. Ε.
– Παρά το γεγονός ότι ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας αποτελεί ένα τεράστιο πόρο για τη Π. Π. παραμένει ταυτόχρονα και το μεγάλο της πρόβλημα, λόγω της ιδιαίτερα χαμηλής παραγωγικότητας του. Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά (ΕΣΥΕ – 2008): Ο πρωτογενής τομέας παράγει το 6,3% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας και απασχολεί το 29,6% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, ενώ αντίστοιχα για το Β’ γενή είναι 27,5% της Α.Π.Α. και το 17,4% της απασχόλησης και στο Γ’ γενή 66,20% και 53,0%.
– Τεράστιες ενδο – περιφερειακές ανισότητες, ακόμη και ενδο – «νομαρχιακές» (βλέπε Κορινθία με βιομηχανική ζώνη προς Αττική – Αρκαδία με ΔΕΗ – Αργολίδα με μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες και στο άμεσο μέλλον Μεσσηνία με COSTA NAVARINO). Τα στατιστικά στοιχεία της Περιφέρειας – λόγω των ανισοτήτων – δίνουν λανθασμένη εικόνα με συνέπειες και στις εφαρμοζόμενες πολιτικές (βλ. Αναπτυξιακός Νόμος όπου σε Λακωνία και Μεσσηνία οι επενδύσεις μικρών επιχειρήσεων επιχορηγούνται με ποσοστό 50% και στους υπόλοιπους Νομούς με 40%).
– Η εξέταση των δημογραφικών δεδομένων των διαθέσιμων απογραφικών στοιχείων του 2001 επιβεβαιώνει, εκτός των άλλων, και την ένταση των ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων, που έχει καταγραφεί σαν βασική αδυναμία της Περιφέρειας. Στοιχεία που θεωρώ ότι δεν πρόκειται να διαφοροποιηθούν ουσιαστικά με τη νέα απογραφή.
Αναλυτικότερα, η εξέταση του ρυθμού μεταβολής του πληθυσμού (2001/1991) δείχνει δύο Νομούς της Περιφέρειας και συγκεκριμένα το Νομό Κορινθίας (9%) και το Νομό Αργολίδας (8,3%) να διατηρούν ρυθμούς υψηλότερους όχι μόνο από την Περιφέρεια αλλά και από τη χώρα, επιβεβαιώνοντας τον αναπτυξιακό δυναμισμό τους. Οι Νομοί Μεσσηνίας (5,9%) και Λακωνίας (4,1%) υπολείπονται του ρυθμού αύξησης του πληθυσμού του συνόλου της χώρας, με το Νομό Μεσσηνίας να έχει τον πλησιέστερο ρυθμό μεταβολής με τον αντίστοιχο της Περιφέρειας, ενώ για το Νομό Αρκαδίας παρατηρείται πληθυσμιακή μείωση (-3.1%).
– Ανεργία:
2008: ΣΥΝΟΛΟ 7,9%
ΠΕΡ. ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ 7,0%
2009: ΣΥΝΟΛΟ 10,3%
ΠΕΡ. ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ 8,7%
2010: ΣΥΝΟΛΟ 14,2%
ΠΕΡ. ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ 10,7%
Το Α? τρίμηνο 2011 το ποσοστό ανεργίας σε επίπεδο χώρας έφθασε το 15,9% και στη Περιφέρεια Πελοποννήσου το 12,4%.
– Α. Ε. Π.:
ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΟ ΕΓΧΩΡΙΟ ΠΡΟΪΟΝ
(σε εκατ. ευρώ – τρέχουσες τιμές)
2008 | % στο σύνολο | 2009 | % στο σύνολο | |
Πελοπόννησος | 11.230 | 4,7% | 11.162 | 4,7% |
Κ. Μακεδονία | 35.458 | 15,0% | 35.334 | 15,0% |
Αττική | 103.334 | 43,6% | 102.001 | 43,4% |
Ελλάδα | 236.917 | 100,0% | 235.017 | 100,0% |
Μείωση Α.Ε.Π. σε % (2009/2008) : Ελλάδα: – 0,80%
Πελοπόννησος: – 0,61%
Κ. Μακεδονία: – 0,35%
Αττική: 1,13%
- Εκτιμήσεις ΑΕΠ Α’ τριμήνου 2011 (σε σύγκριση με Α? τρίμηνο 2010):
– σε σταθερές τιμές 2000 : – 7,7%
– σε τρέχουσες τιμές : – 4,8%
– ΚΑΤΑ ΚΕΦΑΛΗ ΑΕΠ
2008 | 2009 | Μεταβολή (%) | |
Πελοπόννησος | 18.948 | 18.867 | – 0,4% |
Ελλάδα | 21.084 | 20.830 | – 1,2% |
Το κατά κεφαλή ΑΕΠ της Περιφέρειας Πελοποννήσου το 2009 ήταν το 90,57% του Μ. Ο. της χώρας, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σχέση του κατά κεφαλή ΑΕΠ των υπολοίπων Νομών της Π. Π. με αυτό του Νομού με το υψηλότερο, δηλαδή:
Αρκαδία: 100,00%
Κορινθία: 99,58%
Αργολίδα: 84,28%
Μεσσηνία: 72,65%
Λακωνία: 64,23%
– Παρά την ύπαρξη – τουλάχιστον σε ορισμένους από τους νομούς της Π. Π. μεγάλων επιχειρηματικών μονάδων, κορμός της οικονομίας της και με το μεγαλύτερο αντίκτυπο στη κοινωνία ήταν και θα παραμείνει η μικρομεσαία επιχείρηση. Η πορεία και η εξέλιξη των ΜΜΕ είναι άμεσα συνδεδεμένη με το σύνολο των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η τοπική κοινωνία. Η αύξηση της ανεργίας που αναφέρθηκε παραπάνω έχει την «εξήγηση» της αν λάβουμε υπόψη και το εξής στοιχείο (ενδεικτικά για τους Νομούς Λακωνίας και Αρκαδίας – στοιχεία από τα ΕΒΕ των Νομών):
Το 2010 στην Αρκαδία ο αριθμός των επιχειρήσεων – μελών του ΕΒΕ μειώθηκε κατά 4,15% σε σύγκριση με το 2009 (6.826 έναντι 7.109). Αντίστοιχα στη Λακωνία η μείωση ήταν 7,94% (6.954 έναντι 7.506). Στη πραγματικότητα η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη αφού οι διακοπή λειτουργίας μιας επιχείρησης δεν αποτυπώνεται αμέσως στα αρχεία των ΕΒΕ.
Η ΠΡΟΤΑΣΗ
Ας γίνει σαφές εξ’ αρχής ότι η πρόταση που ακολουθεί δεν αφορά μια αναλυτική καταγραφή μέτρων και δράσεων για την ανάπτυξη της Περιφέρειας Πελοποννήσου. Είναι μάλλον μια μεθοδολογική πρόταση και τη λογική που πρέπει – κατά τη γνώμη μου πάντα – να διέπει την αναπτυξιακή προσπάθεια στη συγκεκριμένη γεωγραφική ενότητα.
Αν – από τα στοιχεία που παρατέθηκαν παραπάνω – θεωρήσουμε ότι τα βασικά προβλήματα (οικονομικά και κοινωνικά) είναι:
- Η υποανάπτυξη της περιοχής και η υστέρηση της συγκριτικά με την υπόλοιπη χώρα,
- Η χαμηλή παραγωγικότητα του πρωτογενή τομέα ο οποίος έχει καταστεί προβληματικός ενώ θα έπρεπε να είναι βασικό συγκριτικό πλεονέκτημα της περιοχής.
- Η μη αξιοποίηση των φυσικών και ανθρώπινων πόρων της Περιφέρειας
- Οι μεγάλες ενδοπεριφερειακές ανισότητες
- Η έλλειψη των απαραίτητων υποδομών, τόσο σε τεχνικό επίπεδο (κυρίως το «εσωτερικό» οδικό δίκτυο, παραγωγικές υποδομές, όπως εγγειοβελτιωτικά έργα, κλπ) όσο και σε επίπεδο κοινωνικών υποδομών (παιδεία, υγεία, πολιτισμός, αθλητισμός)
Τότε η αναπτυξιακή προσπάθεια οφείλει να γίνει στη κατεύθυνση άρσης αυτών των προβλημάτων. Μόνο εάν η ανάπτυξη της Περιφέρειας Πελοποννήσου αποκτήσει και κοινωνικό χαρακτήρα θα έχει ουσιαστικά και ευεργετικά αποτελέσματα για τους εργαζόμενους και τους κατοίκους της.
Για να επιτευχθεί ο βασικός αυτός στόχος – της διάχυσης δηλαδή των αποτελεσμάτων της ανάπτυξης στο σύνολο του πληθυσμού – οφείλουμε να διερευνήσουμε τις αναπτυξιακές δυνατότητες της Περιφέρειας στη βάση της ενδογενούς ανάπτυξης. Ας δούμε κατ’ αρχή την έννοια του όρου.
Χαρακτηρίζεται η ανάπτυξη που στηρίζεται στους πόρους (ανθρώπινους, ανθρωπογενείς και υλικούς) που διαθέτει ένας τόπος, οι οποίοι τροφοδοτούν την αναπτυξιακή διαδικασία και, με σωστή διαχείριση, μπορούν να αποδίδουν, να εξελίσσονται και να προσφέρουν ποιότητα ζωής, κοινωνική και οικονομική δικαιοσύνη. Με αυτή την έννοια, η ανάπτυξη προσφέρει αυτονομία και δεν έχει πια ανάγκη από εξωγενείς παράγοντες για τη μεγέθυνσή της.
Μιας τέτοιας μορφής και περιεχομένου ανάπτυξη είναι εφικτή για την Περιφέρεια Πελοποννήσου η οποιαδήποτε άλλη γεωγραφική ενότητα της χώρας μας; Η απάντηση είναι καταφατική. Είναι εύκολο να γίνει; Σίγουρα όχι. Μπορεί όμως να γίνει υπό συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις. Οι βασικότερες από αυτές τις προϋποθέσεις – προσαρμοσμένες και στις ιδιαιτερότητες της Περιφέρειας Πελοποννήσου είναι:
- Η πολιτική βούληση των τοπικών και περιφερειακών αρχών. Οφείλουν να καταστρώσουν σχέδιο δράσης μέσα από μια διαδικασία δημοκρατικού προγραμματισμού στην οποία θα λάβουν μέρος όλες οι υπαρκτές κοινωνικές δυνάμεις. Σχέδιο στο οποίο όλοι θα συμβάλουν και θα συμμετέχουν στην εκπόνηση του. Σημαντικό ρόλο μπορεί να διαδραματίσει το υπαρκτό επιστημονικό δυναμικό της Περιφέρειας τόσο με τις θεωρητικές γνώσεις που διαθέτει αλλά και λόγω της επαγγελματικής δραστηριοποίησης του στη περιοχή. Ειδικά σε αυτό το μέρος σημαντική είναι η λειτουργία ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη Περιφέρεια (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, ΑΤΕΙ Καλαμάτας) και περιφερειακών τμημάτων επιστημονικών φορέων (ΤΕΕ, ΟΕΕ. ΓΕΩΤΕΕ). Ένα τέτοιο σχέδιο για να είναι αποτελεσματικό, εφαρμόσιμο και αποδεκτό από τη κοινωνία οφείλει να έχει ιεραρχημένους στόχους σύμφωνα με τις ανάγκες της ίδιας της κοινωνίας. Με λίγα λόγια να έχει επιστημονική τεκμηρίωση και κοινωνική αποδοχή.
- Οι συλλογικοί φορείς της Περιφέρειας, τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση, επαγγελματικοί φορείς, κλπ. οφείλουν να λειτουργήσουν και με το παράδειγμα. Η αλληλεγγύη δεν είναι μονόδρομος. Παρατηρείται το φαινόμενο αυτοδιοικητικοί και επαγγελματικοί φορείς να επιζητούν την αλληλεγγύη της τοπικής κοινωνίας (π. χ. στηρίξτε τις τοπικές επιχειρήσεις) και ταυτόχρονα να μην εφαρμόζουν αυτή την αρχή οι ίδιοι. Και αν αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί σε ατομικό επίπεδο δεν μπορεί σε συλλογικό.
- Σημαντικής προσοχής πρέπει να τύχει ο πρωτογενής τομέας, η γεωργία και η κτηνοτροφία ιδιαίτερα. Να μετατραπεί από πρόβλημα – βλέπε χαμηλή παραγωγικότητα – σε συγκριτικό πλεονέκτημα. Στήριξη με έργα υποδομής (αρδευτικά, εγγειοβελτιωτικά έργα, κλπ.), στροφή στη παραγωγή ποιοτικών προϊόντων (βιολογικά, κλπ). Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και η παραγωγική ανασυγκρότηση του πρωτογενή τομέα είναι στοιχείο κομβικής σημασίας για τη Πελοπόννησο. Μέσα από την ανάπτυξη του θα στηριχθεί τόσο ο δευτερογενής τομέας με τη μεταποίηση των αγροτικών προϊόντων όσο και ο τουρισμός με την κατανάλωση της τοπικής παραγωγής. Διαμόρφωση «καλαθιού» πελοποννησιακών προϊόντων δεν μπορεί να γίνει με πατάτες Αιγύπτου, σκόρδα Κίνας και πορτοκαλοχυμό Βραζιλίας. Αν δεν υπάρξει πολιτική και σχέδιο στήριξης της γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής οι συνέπειες θα είναι οδυνηρές για το σύνολο της κοινωνίας και όχι μόνο τους αγρότες και κτηνοτρόφους. Ένα τέτοιο σχέδιο δεν μπορεί να βασιστεί αποκλειστικά σε «επιδοματικές» λογικές. Έχει πλέον αποδειχθεί ότι παρόμοιες πολιτικές οδηγούν τον πρωτογενή τομέα στη καταστροφή. Απαιτείται συνδυασμός μέτρων και δράσεων, από τις υποδομές μέχρι την εκπαίδευση. Δεν μπορούμε για παράδειγμα να θέτουμε ως προτεραιότητα την ανασυγκρότηση της γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής στη Πελοπόννησο και ταυτόχρονα να μπαίνει λουκέτο σε τμήματα γεωπονίας του ΤΕΙ Καλαμάτας!!
- Η μεταποίηση και συνολικά η δραστηριότητα στο δευτερογενή τομέα της οικονομίας θα αποτελέσει σημαντική παράμετρο της αναπτυξιακής προσπάθειας σε τοπικό – περιφερειακό επίπεδο. Πρώτο, θα δημιουργήσει προστιθέμενη αξία επι των προϊόντων του πρωτογενή τομέα (επεξεργασία – τυποποίηση γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων). Δεύτερο, μπορεί να αξιοποιήσει συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής με τη χρήση πρώτων υλών (π. χ. διάφορα ορυκτά). Τρίτο, να λειτουργήσει υποστηρικτικά και στο τομέα του τουρισμού, καλύπτοντας ανάγκες του συγκεκριμένου κλάδου (από τη βιομηχανία τροφίμων, μονάδες παραγωγής αναλώσιμων υλικών, βιοτεχνίες παραγωγής κατασκευαστικών υλικών).
- Η μικρομεσαία επιχείρηση αποτελεί – όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά τηρουμένων των αναλογιών και στην Ευρωπαϊκή Ένωση – τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας. Το ίδιο ισχύει και για τη Περιφέρεια Πελοποννήσου. Η στήριξη της οφείλει να είναι βασική πολιτική επιλογή για την οικονομία. Κυρίως μέσα από τη δημιουργία των απαραίτητων υποδομών, π. χ. Βιοτεχνικά Πάρκα, μεταφορές (η αξιοποίηση αντί της κατάργησης του σιδηροδρομικού δικτύου θα μπορούσε να δώσει σημαντικές λύσεις στους επαγγελματίες). Για την αντιμετώπιση της κρίσης – και όχι μόνο – που πλήττει και τις ΜΜΕ θα μπορούσαν να πάρουν σημαντικές πρωτοβουλίες οι συλλογικοί τους φορείς (ΕΒΕ, Ομοσπονδίες, Εμπορικοί Σύλλογοι) για να στηρίξουν την τοπική αγορά αλλά και να στηριχτούν οι ίδιοι στη λογική της ενδογενούς ανάπτυξης.
- Έχει ειπωθεί πολλές φορές ότι για τη Πελοπόννησο ο τουρισμός μπορεί να αποτελέσει την «ατμομηχανή» της ανάπτυξης. Υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσε να συμβεί. Το πρώτο όμως που πρέπει να γίνει είναι οι φορείς της Περιφέρειας – αυτοδιοίκηση, επαγγελματικοί και επιστημονικοί φορείς – να απαντήσουν στο ερώτημα: Τι τουρισμό θέλουμε; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Οφείλει να λάβει υπόψη της μια σειρά από παραμέτρους, όπως
- Τους διαθέσιμους πόρους (φυσικούς, πολιτιστικούς, αρχαιολογικούς, κλπ.), και τη χωροταξική – γεωγραφική τους κατανομή εντός των διοικητικών ορίων της περιφέρειας.
- Την αξιολόγηση όλων των μορφών τουρισμού – εναλλακτικών και μη – σε σχέση με τις ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής.
- Σε συνδυασμό με τα παραπάνω να γίνει «επιλογή» του βέλτιστου μεγέθους των τουριστικών μονάδων – επιχειρήσεων, πάνω στις οποίες θα στηριχθεί η τουριστική ανάπτυξη της περιοχής. Πρόκειται για κρίσιμο ζήτημα αφού από αυτό θα εξαρτηθεί σε ποιο βαθμό θα αξιοποιηθούν οι τοπικοί πόροι (ανθρώπινο δυναμικό, προϊόντα) και θα συμβάλει στην ενδογενή ανάπτυξη. Με αυτή τη λογική θεωρώ ότι οι μικρομεσαίες ξενοδοχειακές μονάδες (μέχρι 100 κλίνες), οι οποίες θα μπορούν να διοικηθούν από τους ιδιοκτήτες τους είναι αυτές που θα μπορέσουν να διαδραματίσουν αυτό τον αναπτυξιακό ρόλο. Σε ότι αφορά τις οικονομίες κλίμακας, όπου κριθεί αναγκαίο μπορούν να λειτουργήσουν Clusters, π.χ. για κοινά διαφημιστικά προγράμματα, συμμετοχή σε εκθέσεις, ακόμη και προμήθειες αναλώσιμων υλικών.
- Τέλος, η ανάπτυξη του τουρισμού οφείλει να συνδυαστεί με αποτελεσματικές πολιτικές προστασίας του περιβάλλοντος. Το εξαιρετικό φυσικό περιβάλλον στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου πρέπει να αποτελέσει παράγοντα έλξης επισκεπτών και όχι στοιχείο προς κερδοσκοπική εκμετάλλευση.
- Η κρίση που βιώνουμε, εκτός από οικονομική και κοινωνική είναι και περιβαλλοντική. Ήρθε να αναδείξει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την ανεπάρκεια των πολιτικών που εφαρμόστηκαν μέχρι σήμερα στο τομέα του περιβάλλοντος. Όχι μόνο το φυσικό περιβάλλον δεν προστατεύθηκε από τις ανεξέλεγκτες ανθρώπινες παρεμβάσεις, αντίθετα έχουν γίνει περιβαλλοντικά εγκλήματα. Και αυτό που είναι ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι αντί η πολιτική εξουσία να αξιολογεί αυτές τις ανεπάρκειες και να τις αντιμετωπίζει ως αναπόσπαστο μέρος της κρίσης, χρησιμοποιεί τη κρίση για να εφαρμόσει πολιτικές που θα οδηγήσουν σε ακόμη μεγαλύτερες περιβαλλοντικές καταστροφές. Γιατί είναι σίγουρο ότι προς αυτή τη κατεύθυνση θα οδηγήσουν οι πολιτικές του fast track και της εκποίησης της δημόσιας περιουσίας. Πρόκειται για καταστροφικές πολιτικές που η αιρετή Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση και η Τοπική Αυτοδιοίκηση οφείλουν όχι μόνο να αποκρούσουν, αλλά και να αντιπαλέψουν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο.
Επιστρέφοντας στο βασικό ερώτημα που θέσαμε αρχικά, αν μπορεί η κρίση να αντιμετωπιστεί μέσα από τοπικές πρωτοβουλίες στο πλαίσιο μια συγκεκριμένης γεωγραφικής ενότητας, μπορούμε να συνοψίσουμε την προσέγγιση μας ως εξής:
Μια κρίση με το εύρος και το βάθος της παρούσας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί «τοπικά» τη στιγμή που έχει διεθνή και ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά. Αυτό όμως που μπορεί και πρέπει να γίνει είναι τα βήματα εκείνα που – στα όρια της Περιφέρειας Πελοποννήσου – θα συμβάλουν στην αντιμετώπιση πλευρών της κρίσης αξιοποιώντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής. Να δημιουργηθεί η βάση ενός διαφορετικού μοντέλου παραγωγής το οποίο θα στηρίζεται στην ενδογενή ανάπτυξη, την άμβλυνση των κοινωνικών και ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων. Για να συνδυαστεί η ανάπτυξη με τη κοινωνική συνοχή.