Το Δεκέμβρη 2010, διεξήχθησαν οι εκλογές του για την ανάδειξη νέων οργάνων διοίκησης του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, τα μέλη της Συνέλευσης των Αντιπροσώπων, καθώς και τα μέλη των Διοικήσεων των περιφερειακών Τμημάτων του ΟΕΕ.
Ένας μεγάλος αριθμός οικονομολόγων προβληματισμένος τόσο για την πορεία, όσο και για την αναγκαιότητα ύπαρξης του ΟΕΕ, επέλεξε την αποχή από τη διαδικασία αυτή γυρίζοντας ουσιαστικά την πλάτη του στο ΟΕΕ. Για τη κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στο ΟΕΕ βασική υπεύθυνη είναι η συμμαχία των παρατάξεων της αδράνειας (ΔΗΚΙΟ – ΠΑΣΚΟ – ΑΚΙΟΕ), που διαχειρίστηκε αυτή την προηγούμενη τριετία τις υποθέσεις του Επιμελητηρίου. Οι συγκεκριμένες παρατάξεις έχουν βαρύτατες ευθύνες για την απαξίωση στην οποία οδήγησαν την επιμελητηριακή μας οργάνωση, τόσο σε κεντρικό όσο και περιφερειακό επίπεδο. Η διαχείριση αυτή έρχεται σε συνέχεια αντίστοιχων αντιλήψεων της συντηρητικής συναίνεσης, που με ευθύνη, κύρια της ΔΗΚΙΟ και της ΠΑΣΚΟ, για χρόνια επικρατούσαν στη διοίκηση του επιμελητηρίου και την κρατούσαν μακριά από τα κυρίαρχα θέματα που απασχόλησαν – και απασχολούν – την Κοινωνία και τα προβλήματα των Οικονομολόγων.
Η οικονομία ή αλλιώς αυτό που αποκαλούμε οικονομικό χώρο, αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο που δεν μπορεί να τεμαχιστεί σε ανεξάρτητα κομμάτια, ενώ οι διάφορες οικονομικές δράσεις αποκτούν αυτονομία, μόνο μέσα στα πλαίσια του ενιαίου οικονομικού χώρου. Αυτός είναι ο λόγος που καθιστά την οικονομική επιστήμη ενιαία και τις διάφορες ειδικότητες ως συνιστώσες αυτού του ενιαίου επιστημονικού πεδίου. Αυτός είναι ο λόγος, που δεν επιτρέπει σε καμιά οικονομολογική ειδικότητα να δράσει, αν δεν λάβει σοβαρά υπ’ όψη της τις δράσεις των υπολοίπων ειδικοτήτων και φυσικά τους βασικούς κανόνες που διέπουν την λειτουργία του συνόλου της οικονομίας. Η προσωπική καταξίωση, η επαγγελματική επιτυχία και η επιστημονική αναγνώριση οφείλουν να στοιχειοθετούνται στο έδαφος της εξυπηρέτησης του συνολικού κοινωνικού συμφέροντος. Αντίθετα, πρακτικές που δεν υπηρετούν το κοινωνικό συμφέρον και πολύ περισσότερο αυτές που αναγορεύουν το ατομικό συμφέρον και το συμφέρον μικρών ομάδων πάνω από το συμφέρον της κοινωνίας, έχουν απαρνηθεί ένα από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της οικονομικής επιστήμης, δηλαδή τον κοινωνικό της χαρακτήρα.
Ιδιαίτερα, στη σημερινή εποχή όπου τα οικονομικά φαινόμενα παγκοσμιοποιούνται, είμαστε υποχρεωμένοι, ως οικονομολόγοι, να προσαρμόσουμε τον κοινωνικό χαρακτήρα της επιστήμης μας στα νέα δεδομένα, για να συμβάλουμε στην αποτροπή των οδυνηρών συνεπειών της κρίσης.
Η κυριαρχία του χρηματιστηριακού κεφαλαίου, η δογματική προσήλωση της συσσώρευσης και της αναπαραγωγής στη λογική του ιδιωτικού κέρδους και της εκποίησης του κοινωνικού πλούτου, διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες, οδηγεί στις κοινωνίες των 2/3, συντηρεί την ανεργία, θέτει σε δοκιμασία το κατακτημένο επίπεδο κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης, σπαταλά τους φυσικούς πόρους και καταστρέφει το περιβάλλον, διευρύνει τον παρασιτισμό και προωθεί καταναλωτικά πρότυπα που υποβαθμίζουν την ανθρωπιστική και δημοκρατική μας κουλτούρα.
Το δημοκρατικό κίνημα των οικονομολόγων δεν μπορεί να μένει αδρανές, όταν χρόνο με το χρόνο διογκώνεται η αμφισβήτηση των λαών στο νεοφιλελεύθερο μονόδρομο της παγκοσμιοποίησης και εκατομμύρια πολιτών σε όλο τον κόσμο αναζητούν δυναμικά, μέσα από κοινωνικά κινήματα, την εναλλακτική διέξοδο σε μία οικονομία που θα θέτει τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, πάνω από τα κέρδη.
Η σημερινή πραγματικότητα επιβάλλει να επαναδιατυπώσουμε με σαφήνεια το ρόλο του ΟΕΕ ως επιστημονικού φορέα, που οφείλει να αποτελεί σύμβουλο της πολιτείας αλλά και της κοινωνίας, ενώ παράλληλα οφείλει να προωθεί τους κανόνες και τις προϋποθέσεις με βάση τους οποίους θα ασκούνται όλες οι επαγγελματικές ειδικότητες των οικονομολόγων. Η υπεράσπιση αυτών των κανόνων είναι υποχρέωση του ΟΕΕ, κάτι που επιμελώς αμέλησε η συντηρητική συναίνεση των τελευταίων ετών. Το ΟΕΕ δεν είναι το δευτεροβάθμιο συνδικαλιστικό όργανο των δεκάδων συνδικαλιστικών σωματείων και συλλόγων των Ελλήνων οικονομολόγων. Ούτε συλλογικές συμβάσεις υπογράφει, ούτε υποκαθιστά τα συνδικάτα στην αντιμετώπιση των εργασιακών προβλημάτων.
Χρέος του είναι να στηρίζει την προσπάθεια των σωματείων και των συλλόγων του κλάδου, ώστε να επιτυγχάνονται τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα και να συνεργάζεται μαζί τους, ώστε να μην παραβιάζονται οι προϋποθέσεις για την επιστημονική επάρκεια του παραγόμενου έργου αρμοδιότητας των οικονομολόγων. Αυτό σημαίνει ότι η συνεργασία του ΟΕΕ με τους συνδικαλιστικούς φορείς του κλάδου, πρέπει να είναι συνεχής, όπως επίσης συνεχής οφείλει να είναι και η συνεργασία του με τους ανώτατους συνδικαλιστικούς φορείς της χώρας, τη ΓΣΕΕ, την ΑΔΕΔΥ, την ΓΣΕΒΕΕ, τα Πανεπιστήμια Οικονομικής Κατεύθυνσης κλπ.
Διπλός είναι ο ρόλος και η αναγκαιότητα ύπαρξης του Ο.Ε.Ε. Αφενός να λειτουργήσει ως υπεύθυνος και αξιόπιστος σύμβουλος της πολιτείας και της κοινωνίας και αφετέρου να παλέψει για την προώθηση και στήριξη των επαγγελματικών θεμάτων, που απασχολούν τους οικονομολόγους. Το ρόλο αυτό όμως, το επιμελητήριο μπορεί να τον κατακτήσει μόνο μέσα από ουσιαστικές παρεμβάσεις του σε όλα τα θέματα που απασχολούν την Πολιτεία και την Κοινωνία και σχετίζονται πρωτίστως με την Οικονομία, αλλά και τους Οικονομολόγους.
Δυστυχώς όμως αντιλήψεις και πρακτικές που κυριάρχησαν για χρόνια στα κεντρικά όργανα Διοίκησης του ΟΕΕ μετέτρεψαν τον φορέα μας σε έναν άνευρο, γραφειοκρατικό μηχανισμό, με ευκαιριακές μικροσυντεχνιακές απασχολήσεις (και αυτές μάλιστα ατελείς), αλλά και συστηματικά απόντα σε όλα τα μεγάλα θέματα που διαμορφώνουν την κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα της χώρας μας.
Οι θέσεις του ΟΕΕ για τη φορολογική μεταρρύθμιση, για τη θεσμική αναδιάρθρωση των ελέγχων, για τα δομημένα ομόλογα και τις επενδύσεις των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων, για την αναγκαιότητα αναβαθμισμένου ελέγχου όλων των Ανωνύμων Εταιρειών χωρίς όρια, της θεσμικής αναδιάρθρωσης του ΟΕΕ και της καθιέρωσης των νομαρχιακών συνελεύσεων καθώς και των νομαρχιακών διοικήσεων, ώστε το ΟΕΕ να έλθει κοντά στους οικονομολόγους κλπ, αποτελούν περιουσία του φορέα που οφείλει να αναδείξει στη κοινωνία.
Τέλος, τόσο η Κεντρική Διοίκηση του ΟΕΕ όσο και τα Περιφερειακά Τμήματα οφείλουν να διεκδικήσουν το ρόλο τους ως σύμβουλοι όχι μόνο της κεντρικής διοίκησης αλλά και της τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης. Να γίνει αισθητή και χρήσιμη η παρουσία του Επιμελητηρίου τόσο στη κοινωνία όσο και στα ίδια του τα μέλη.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΘΩΜΑΣ
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ 11ου Π. Τ. ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΟΥ Ο.Ε.Ε.