Γράφει η Κατερίνα Αναγνωτοπούλου – Σωτηροπούλου
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Το Σάββατο το βράδυ γινόταν το τραπέζι της νύφης και την Κυριακή μεσημέρι ή βράδυ του γαμπρού. Το τραπέζι στο σπίτι της νύφης γινόταν μόνο με τους δικούς της συγγενείς. Ο γαμπρός δεν έπρεπε να πάει, γιατί μουτζουρωνόταν από τους συμπεθέρους.
Τα δύο συμπεθεριά γλεντάγανε χωριστά. Ο γαμπρός έστελνε αντιπρόσωπο εκεί με ένα αρνί, κεντητό ψωμί (τη νυφιάτικη κουλούρα) και κρασί, καθώς και το νυφικό και τα παπούτσια της. Το ίδιο έκανε και η νύφη. Έστελνε το δικό της κανίσκι στο γαμπρό που περιείχε πουκάμισο, εσώρουχα, γραβάτα, κάλτσες, καθώς και μια κανάτα γεμάτη νερό για να ξεδιψάσει την πεθερά. Οι καλεσμένοι το Σάββατο το πρωί έστελναν είτε στη νύφη είτε στο γαμπρό, κρασί, κρέας και ψωμί..
Στο τραπέζι της νύφης κάθονταν οι καλεσμένοι γύρω στις 10 και άρχιζε η διανομή της σούπας σε εποχή χειμώνα, και πιλαφιού σε εποχή καλοκαιριού. Μόλις τελείωνε η διανομή, ο πατέρας της νύφης σηκωνόταν όρθιος και ταυτόχρονα όλο το τραπέζι και έκανε το Σταυρό του και αντάλλασσαν όλοι ευχές. Αυτό ήταν η αρχή για το φαγητό.
Αρχή απαιτούσε και το κρασί. Και γινόταν από κάποιον προεστό, που σήκωνε το ποτήρι προφέροντας το όνομα της νύφης και τις ευχές : ¨Να ζήσετε. Η ώρα η καλή. Στις χαρές σας οι ανύπαντροι!¨. Και από εκεί και πέρα συνεχιζόταν το κρασί και οι ευχές προς τη νύφη.
Μετά την παρέλευση μιας ώρας περίπου τα πράγματα άλλαζαν. Οι μεγαλύτεροι άρχιζαν πρώτοι το τραγούδι. Τα πρώτα τραγούδια ήταν κλέφτικα και τραγούδια της ¨τάβλας¨. Το τραπέζι έπαιρνε φωτιά! Οι ¨σερβιτόρες¨ έφερναν το ψητό.
Γύρω στις 12 το γλέντι είχε ανάψει για τα καλά και το τραπέζι ήταν ήδη χωρισμένο σε δύο παρέες – ¨χορούς¨. Η μια παρέα – χορός έπιανε το τραγούδι, η άλλη το επαναλάμβανε και το αντίθετο.
Αργότερα, κατά τις 1 με 2 άρχιζαν οι ¨δύσκολες¨ ώρες! Το προχωρημένο της ώρας, το κρασί, η κούραση από τις εργασίες της ημέρας άρχιζαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Δεν έπρεπε όμως να πέσει ο ρυθμός. Άλλωστε έπρεπε να ξημερωθεί το τραπέζι, να βγει ο ήλιος και αυτοί να τραγουδούν.
Τότε άρχιζαν από τους προεστούς τραγούδια ¨θορύβου¨, που συνοδευόταν από ένα φοβερό πηρουνοπιατοθόρυβο (όλοι χτυπούσαν το πηρούνι τους ή το μαχαίρι στο πιάτο). Ο θόρυβος ξύπναγε τα γλαριασμένα μάτια και η συμμετοχή γινόταν και πάλι μεγάλη.
Για να κρατηθεί δε αυτό το ¨ξύπνημα¨ ακολουθούσε ένα ακόμη έθιμο- ¨τέχνασμα¨ του τραπεζιού: το ¨χαιρετητό¨ ή αλλιώς ¨το σήκωμα της κούπας¨: Ένας στενός συγγενής έπαιρνε ένα πιάτο και τοποθετούσε τρία ή πέντε ποτήρια, τα γέμιζε κρασί και σηκωνόταν όρθιος. Μ’ ένα νεύμα σταματούσε το τραγούδι και η κουβέντα στο τραπέζι. Γνώριζαν όλοι τί θα επακολουθήσει. Και ήταν σεβαστό. Ήταν η στιγμή των προπόσεων.
Αυτός λοιπόν σηκώνοντας το πρώτο ποτήρι έλεγε: «Το παρόν ποτήρι το πίνω στην υγεία της νύφης και του γαμπρού. Τους εύχομαι η ώρα η καλή» και το έπινε, ενώ όλοι οι άλλοι με τα πηρούνια και τα πιάτα έκαναν πάλι το σχετικό θόρυβο.
Σηκώνοντας το δεύτερο ποτήρι, έλεγε: ¨Το δεύτερο ποτηράκι το πίνω στην υγεία του ….και της ….(των γονιών) και τους εύχομαι να ζήσουν τα παιδιά τους και στις χαρές των υπολοίπων παιδιών τους. Και πάλι θόρυβος.
Σηκώνοντας και το τρίτο – εδώ ήταν και το επίμαχο σημείο – έλεγε: ¨Το τρίτο ποτηράκι το πίνω στην υγεία της παρέας και του αγαπητού μου ….. Και όριζε τον επόμενο που θα έπινε τα τρία ποτήρια! Και δεν ήταν ορισμός απλός αλλά προσταγή, νόμος! Γέμιζε λοιπόν τα ποτήρια με κρασί και του τα πήγαινε.
Αυτός που λάβαινε τα ποτήρια, τον καλωσόριζε και τον ευχαριστούσε. Είχε δε βαριές υποχρεώσεις στη συνέχεια. Πρώτον, πριν να κάνει τις προπόσεις, έπρεπε να πει αυτός μόνος ή με την παρέα του ένα τραγούδι. Δεύτερον, να μη ξεχάσει πίνοντας το τρίτο ποτήρι να βρει τον επόμενο. Αν ξεχνούσε, έπινε άλλα τρία ποτήρια σαν τιμωρία!
Αρχίζοντας δε ο καθένας έλεγε: “Κατά διαταγή του …το πρώτο ποτηράκι το πίνω … ” Με τον κύκλο του ¨χαιρετητού¨, ουσιαστικά τέλειωνε και το τραπέζι του γάμου. Είχε φωτίσει πια!
Η ¨μουσική κάλυψη¨ στους γάμους, όπως και στο πανηγύρι ή στα γιορτάσια, ήταν αποκλειστικότητα των παραδοσιακών μουσικών, των γύφτων, με τις γνωστές πίπιζες και το ταβούλι. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε το γραμμόφωνο κι ακόμη πιο αργά το πικ-απ κλπ.
(Συνεχίζεται)