Γράφει η Κατερίνα Αναγνωστοπούλου Σωτηροπούλου
(Για να θυμηθούν οι μεγαλύτεροι και να γνωρίσουν οι νεότεροι)
Μικροπωλητές
Μνήμες που έρχονται από τα γνώριμα σοκάκια του Πύργου, εκεί που κάποτε γυρνούσαν κάποιες γραφικές φιγούρες, που χρωμάτιζαν την καθημερινή μας ροή με το δικό τους πέρασμα.
Η γενιά του ‘50 και ’60 θυμάται τη γνώριμη φωνή στους δρόμους του παλιού Πύργου: «Ο Γανωματής». Τη φωνή του τεχνίτη που δούλευε τα γανώματα και χαλκώματα: καζάνια (κακάβια), ταψιά, τέντζερους, κατσαρόλες, μαχαίρια και πηρούνια. Ο Γανωματής δούλευε με μεράκι το χαλκό ή και το καλάι για να δώσει σχήμα χρηστικό.
«Μαχαίρια… ψαλίδια ακονίζω… ο τροχοοοός» Ο γνωστός τροχιτζής με τον τροχό του πάνω στη ξύλινη βάση που τη μετέφερε στην πλάτη όπως ο λατερνατζής τη λατέρνα του.
Σ’ εκείνον τον ρομαντικό Πύργο με τους χωμάτινους δρόμους… μελωδικοί σαν τα πουλιά οι πλανόδιοι διαλαλούσαν την πραμάτεια ή την τέχνη τους.
«Σήμερα κληρώνει. Λαχείααααα… εδώ τα τυχερά λαχεία».
«Ο κανατααάς». Ένα κινητό κατάστημα ο ίδιος μ’ όλο το εμπόρευμά του κρεμασμένο πάνω του.
«Κουλούρια και παξιμαδάκια της ώρας, θα τα πάρετε ή να τα πετάξω; Διαλαλούσε ο μικρόσωμος γεροντάκος, ο αγαθός μπαρμπα – Λάζος που πουλούσε παξιμάδια και κουλούρια.
«Ο Γιαουρταααάς». Θυμάστε καθόλου τον πλανόδιο γιαουρτά; Nόστιμα γιαούρτια από αγνό γάλα σε πήλινα κεσεδάκια στα ράφια του μεγάλου πλακέ τσίγκινου κουτιού, που έμοιαζε με βαλίτσα. Γυρνούσε τις γειτονιές και προμήθευε τα σπίτια με φρέσκο γιαούρτι κάθε μέρα. Ήταν τότε που δεν είχαν κάνει την εμφάνισή τους τα ηλεκτρικά ψυγεία.
Άλλη γραφική φιγούρα ο «Ντελάλης», η ζωντανή διαφήμιση εκείνης της εποχής. Πιο γνωστός ντελάλης ήταν ο Μικέλης, που το κανονικό του όνομα ήταν Μιχελής, αλλά τον φώναζαν Μικέλη.
Ένας ακόμη πλανόδιος ήταν ο μανάβης με τον γάιδαρό του φορτωμένο δύο τρυγοκόφινα τίνγκα ζαρζαβατικά.
Ένα άλλο έντιμο και «καλλιτεχνικό» επάγγελμα ήταν αυτό του Στιλβωτή.
«Ο Λούστροοοος», «Γυάλισμα κύριος…».
Ένας ικανός αριθμός «λούστρων» με τα εντυπωσιακά κασελάκια τους, με τα μπακιρένια στολίδια τους, που αποτελούσαν το κατάστημά τους είχαν μόνιμα στέκια, τη μικρή πλατεία απέναντι από την ιστορική «Νιρβάνα» του Χαρίλαου Καφεντζή, την πλατεία του ΟΤΕ, τον σταθμό του ΟΣΕ, τα Χαλκιάτικα, την πλατεία Αυγερινού κ.ά..
Ο τρόπος που πετούσαν ψηλά τις βούρτσες, για να τις ξαναπιάσουν χωρίς να σταματά ο ρυθμός του στιλβώματος, το κροτάλισμα που έμοιαζε σαν να χτυπούσαν καστανιέτες, όταν χτυπούσαν ρυθμικά τα ξύλινα μέρη τους, αλλά και πάνω στο κασελάκι τους, έμοιαζε μαγικός… ήταν σαν να παρακολουθείς έναν ζογκλέρ…
«Φυστίκια… Μύγδαλααα… ο φυστικααάς. Ζεστά είναι». Οι αξέχαστοι φυστικάδες με τις λευκές τους μπλούζες και τα τσίγκινα ή μπρούτζινα κουτιά με τα δύο καπάκια, που διατηρούσαν ζεστούς τους ξηρούς καρπούς.
Ο Κοτσώνης, ο Κουλός, ο Μπινότσιος, ο Γουβιάς και ο Μποντζώρης (Δημήτρης Κοκκαλίδης το όνομά του) ευγενέστατος και αεικίνητος, που είχε πάντα ζεστά τα προϊόντα του με τη μεγαλύτερη πελατεία στην πλατεία, στο επαρχείο, στους κινηματογράφους και στα γήπεδα.
Ήσαν πολλοί οι αξέχαστοι τύποι που ομόρφαιναν τον παλιό Πύργο… τον παλιό ωραίο Πύργο.
«Αγκινάρες… σαλίγκιαααα, μεζέδες για κρασάκι…»
«Ζεστά κάστανα… ο Καστανάααας».
«Κουλούρια και σιμίτια. Ζεστά ωραία κουλούρια, ο κουλουράαας»
Και ο Μιλτιάδης, ο πλανόδιος μανάβης, διαλαλούσε τ’ απογεύματα του καλοκαιριού.«Σύκαααα… ωραία σύκααα»… που πραγματικά έσταζαν μέλι.
Απ’ την άλλη ήταν ο ακούραστος παλιατζής Παρασκευάς που μάζευε παλιοσίδερα από κήπους, μάντρες, γιαπιά και αυλές και ό,τι άλλο είχε σχέση με μέταλλο.
Ο πλανόδιος φωτογράφος … ο καρεκλάς… ο παπλωματάς… η λουλουδού: «Ζουμπούλια… πάρτε ζουμπούλια… ένα φράγκο το ματσάκι».
Άλλη γραφική φιγούρα ήταν ο γαλατάς, που περνούσε κάθε πρωί και γέμιζε με γάλα την κατσαρόλα της νοικοκυράς.
Αμ… οι παγωτατζήδες… ο Δημητρός… ο Παρασκευάς,… ο κυρ- Γιώργος,… τα παιδιά του Λίντο. Με το τρίκυκλό τους γεμάτο από παγωτά χωνάκι, καλαμάκι και κασάτα με το λευκό τους σκούφο και τη μπλούζα τους γυρνούσαν παντού ακόμη και στις παραλίες.
Το κάρο με τις τέσσερις ρόδες που το έσερνε το άλογο… φορτωμένο από κολώνες πάγου του παγοποιείου «Δήμητρα – Αλφειός», σκεπασμένες με λινάτσες και δίπλα του ο παγοπώλης με το πριόνι του.
«Κόψε μου ένα τέταρτο σε παρακαλώ». Φώναζε απ’ το παράθυρο η νοικοκυρά κι έβγαινε με τη μιάμιση δραχμή στο χέρι, για να τον μεταφέρει στην παγονιέρα της ή στο ξύλινο ψυγείο.
(Πηγές Β. Μικελόπουλου: «Όσα η Ιστορία αφήνει στο Περιθώριο». Κ. Γ. Μπαλαφούτη: «Παραδοσιακά Επαγγέλματα και συνήθειες»).
Στη 2η φωτογραφία ο Τάκης Γιαρμενίτης με την πραμάτεια του κάθε μέρα στη γωνία στο Σταυροπαζαρο.