Του Λέανδρου Τ. Ρακιντζή
Κατά τη συζήτηση ενώπιον της Βουλής του νομοσχεδίου με τίτλο “Τροποποιήσεις του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας και λοιπές διατάξεις” υποβλήθηκε από τον βουλευτή της Ν.Δ. Νικήτα Κακλαμάνη η εξής τροπολογία στο άρθρο 67 του νομοσχεδίου “Αίρεται το αξιόποινο των πράξεων Αιρετών και Υπαλλήλων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α και Β βαθμού, οι οποίες αφορούν πληρωμές ενταλμάτων που έλαβαν χώρα μέχρι 31.7.2019 και οι οποίες διενεργήθηκαν επί τη βάση ελέγχων των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου (ΥΔΕ) και του Ελεγκτικού Συνεδρίου και παύουν οριστικά οι ποινικές και πειθαρχικές διώξεις εναντίον των προσώπων αυτών, καθώς και κάθε διαδικασία καταλογισμού σε βάρος τους”. Η τροπολογία αυτή έγινε αποδεκτή από τον Υπουργό κ. Π. Θεοδωρικάκο και υπερψηφίστηκε από τους βουλευτές της Ν.Δ, ΣΥΡΙΖΑ και Κ.Κ.Ε. και αναμένεται η δημοσίευση του νομοσχεδίου στην Ε.Κ.
Η ψήφιση της τροπολογίας αυτής προκαλεί πολλά ερωτήματα νομικά και πολιτικά. Από τη διατύπωση της τροπολογίας αυτής γεννάται το ερώτημα μήπως με αυτή δεν θεσπίζεται ειδική παραγραφή των μη κατονομαζόμενων αδικημάτων των παραπάνω προσώπων κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, αλλά περιέχεται κρυπτοαμνηστία των προσώπων αυτών, που απαγορεύεται για τα μη πολιτικά αδικήματα από το άρθρο 47 πρ.4 του Συντάγματος.
Το ζήτημα σχετικά με το πότε με τη θέσπιση μιας διάταξης, που αίρει το αξιόποινο συγκεκριμένης άδικης πράξεως, υπάρχει αμνηστία ή παραγραφή της πράξης αυτής, λύθηκε με την 11/2001 απόφαση της Ποινικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Ο οποίος δέχεται κατά την άποψη 20 μελών του Α.Π. έναντι 19 μελών κατά, ότι με την διάταξη του αρθ.25 του ν.2721/1999 θεσπίζεται ειδική παραγραφή των αδικημάτων που τελέσθηκαν κατά τη διάρκεια αγροτικών κινητοποιήσεων και δεν περιέχεται κρυπτοαμνηστία και ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγχει την ειλικρίνεια του νόμου με το να δέχεται, ότι στη συγκεκριμένη γραμματική διατύπωση ορισμένου νόμου υποκρύπτεται άλλου είδους ρύθμιση. Πιο ενδιαφέρουσα και πιο πειστική είναι η γνώμη της μειοψηφίας, όχι γιατί μετείχα εγώ σε αυτή, που δέχεται ότι ο δικαστής έχει το δικαίωμα να ελέγχει αν με μία διάταξη χορηγείται αμνηστία, καθώς κρίσιμη δεν είναι η ονομασία που χορηγείται κάθε φορά στο κείμενο της νομοθετικής διάταξης, αφού αυτή μπορεί να είναι εσφαλμένη ή να τείνει στη συγκάλυψη της πραγματικής νομικής φύσης του λαμβανομένου νομικού μέτρου. Άλλωστε εάν δεν μπορούσε να ελεγχθεί δικαστικά εάν σε μία διάταξη περιέχεται κρυπτοαμνηστία τότε η απαγόρευση του άρθρου 47 παρ. 4 του Συντάγματος ότι δεν παρέχεται αμνηστία για κοινά αδικήματα ,θα ήταν άνευ αντικειμένου. Κατά την προσωπική μου γνώμη η παραπάνω τροπολογία λόγω της αοριστίας των παραγραφόμενων αδίκων πράξεων, που δεν κατονομάζονται, υποκρύπτει αμνηστία ακόμα και με την κρατούσα γνώμη της παραπάνω απόφασης.
Ο νόμος είναι παντοδύναμος και επομένως νόμιμα με την παραπάνω τροπολογία έπαυσαν οριστικά οι πειθαρχικές κυρώσεις εναντίον των παραπάνω προσώπων καθώς και κάθε διαδικασία καταλογισμού σε βάρος τους με την παρατήρηση, ότι στο πρόσφατο παρελθόν άλλες τρεις φορές οι άτυπες δαπάνες των ΟΤΑ με διάταξη νόμου θεωρήθηκαν νόμιμες και σταμάτησε κάθε έλεγχος κατά των υπευθύνων λόγω μη υπάρξεως ζημίας της περιουσίας των ΟΤΑ.
Τέλος, τίθεται το ερώτημα γιατί επί σειρά ετών ένας ολόκληρος κρατικός και δικαστικός μηχανισμός να ασχολείται επί ματαίω με τις ελεγκτικές /δικαστικές διαδικασίες που ακολούθησαν μετά την πληρωμή των ενταλμάτων, όπως πορίσματα των επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης, ΕΔΕ, εισαγγελικές διώξεις, προκαταρκτικές και προανακριτικές εξετάσεις, πράξεις καταλογισμών, και στο τέλος όλα να τίθενται στο αρχείο με μία τροπολογία που ψηφίζεται χωρίς ιδιαίτερη συζήτηση ούτε κοινοβουλευτικό έλεγχο, αλλά με πολιτική συναίνεση των μεγάλων κομμάτων πλην ΚΙΝΑΛ.
Η πρακτική αυτή έχει επαναληφθεί πολλές φορές στο παρελθόν κατά τακτά χρονικά διαστήματα με αποτέλεσμα οι υπεύθυνοι να μη φοβούνται τις ευθύνες, γιατί ξέρουν ότι μία τροπολογία θα τους σώσει.
*Ο κ. Ρακιντζής είναι Αρεοπαγίτης ε.τ