Τέσσερις στρεβλώσεις χαρακτηρίζουν την ελληνική αγορά εργασίας οι οποίες την εμποδίζουν να αναπτυχθεί ουσιαστικά παρά την οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία και την υποχώρησή του δείκτη της ανεργίας.
Οκτώ στους δέκα εργοδότες δηλώνει ότι αναζητά εργαζομένους και δεν μπορεί να βρει, κυρίως στον κλάδο της τεχνολογίας αλλά και ταλέντα για τη στελέχωση των επιχειρήσεων. Την ίδια στιγμή, περισσότεροι από 50.000 άνθρωποι είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο της ΔΥΠΑ για πάνω από 10 χρόνια.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα των εργοδοτών που αναζητούν προσωπικό μέσω της ΔΥΠΑ, σύμφωνα με τους εργασιακούς συμβούλους της υπηρεσίας, είναι η έλλειψη σαφήνειας στην περιγραφή της θέσης εργασίας ενώ το μεγαλύτερο πρόβλημα των ανέργων είναι ότι δεν έχουν αποκρυσταλλώσει έναν σαφή επαγγελματικό στόχο ώστε να εστιάσουν την προσπάθεια προς αυτόν.
Στον περιορισμό της αναντιστοιχίας φιλοδοξεί να συμβάλει η ΔΥΠΑ μέσα από τη μελέτη των δεδομένων (ΕΛΣΤΑΤ, Εργάνη, ΔΥΠΑ, ΑΑΔΕ, ΕΦΚΑ, Eurostat, ESCO) και με τη βοήθεια του Μηχανισμού Διάγνωσης των Αναγκών της Αγοράς Εργασίας (mdaae.gr). Σε πρώτη φάση καταγράφονται οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται (και χάνονται): ανά επάγγελμα, εκπαιδευτικό επίπεδο, φύλο, ηλικία, καθεστώς απασχόλησης, κάθε μήνα, σε κάθε περιφέρεια, περιφερειακή ενότητα και δήμο, ώστε να ξεδιπλωθεί η πλήρης εικόνα για τις ανάγκες που θα προκύψουν στο άμεσο μέλλον και μεσοπρόθεσμα, βάσει της δυναμικής που αναπτύσσουν οι διάφορες οικονομικές δραστηριότητες.
Σύμφωνα με τη ΔΥΠΑ είναι εμφανή τα κενά που δημιουργούνται σε τουριστικό και επισιτιστικό τομέα, στις δραστηριότητες που σχετίζονται με την υγεία, στον κατασκευαστικό τομέα, στην πληροφορική καθώς και στα λεγόμενα πράσινα και γαλάζια επαγγέλματα που σχετίζονται με την πράσινη οικονομία και τις θαλάσσιες και ακτοπλοϊκές μεταφορές αντίστοιχα.
Με «όπλο» την κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας, η ΔΥΠΑ ακολουθώντας μια συνεκτική Στρατηγική για την Αναβάθμιση των Δεξιοτήτων του Εργατικού Δυναμικού και τη Διασύνδεση με την Αγορά Εργασίας, θα δώσει τη δυνατότητα έως το τέλος του 2025 σε πάνω από 500.000 ανέργους και μισθωτούς εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα να αποκτήσουν ή να αναβαθμίσουν τις ψηφιακές και πράσινες δεξιότητές τους, μέσα από καινοτόμα προγράμματα που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Υστέρηση στις θέσεις υψηλών προσόντων
Η δεύτερη «πληγή» αφορά την υστέρηση δημιουργίας θέσεων υψηλών προσόντων και αμοιβών που έρχεται σε αντίθεση με την αύξηση των επισφαλών και χαμηλών προσόντων θέσεων απασχόλησης και χαμηλών αμοιβών (εμπόριο, εστίαση). Από τις 200.000 νέες θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν το 2022, οι 90.000 ήταν στον τουρισμό και την εστίαση.
Σύμφωνα με την έρευνα της ManpowerGroup η Πληροφορική είναι ο ισχυρότερος κλάδος, με τις προοπτικές απασχόλησης να φτάνουν στο +32% καθώς η ψηφιοποίηση των επιχειρήσεων έχει δημιουργήσει νέες ανάγκες για τεχνολογικές λύσεις και να έχει αναδείξει νέες ευκαιρίες απασχόλησης.
«Πόλεμος» γίνεται ανάμεσα στις εταιρίες για τα δυσεύρετα στελέχη με αποτέλεσμα να ανεβαίνουν σε υψηλά επίπεδα και οι μισθοί ενώ δύσκολα εντοπίζονται ταλέντα και για τη στελέχωση των μεγάλων εταιριών τροφίμων και των σούπερ μάρκετ, κλάδος που καταγράφει προοπτικές απασχόλησης +29%.
Αλλά και στον κλάδο Υγεία & Βιο-επιστήμες, το 84% των εργοδοτών στον κλάδο καταγράφουν δυσκολία ανεύρεσης στελεχών παρότι οι προθέσεις προσλήψεων να φτάνουν στο +28%.
Η Ενέργεια και οι Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας έχουν προοπτικές απασχόλησης 24%, ωστόσο το 96% των οργανισμών δυσκολεύονται να βρουν ταλέντα.
Σχολιάζοντας αυτή την αντίθεση «πατρικίων και πληβείων» στην αγορά εργασίας, ο γενικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ Χρήστος Γούλας επισημαίνει «Η αγορά παράγει ως επί το πλείστον θέσεις χαμηλής προστιθέμενης αξίας με πολλές ώρες εργασίας και χαμηλές αμοιβές, ευρήματα που αναδεικνύουμε και στην ετήσια έκθεση του ΙΝΕ για την ελληνική οικονομία.
Οι μισές νέες θέσεις του 2022 αφορούσαν την εστίαση ενώ μόνο το 4% ήταν θέσεις υψηλών προσόντων και καλά αμειβόμενες. Και αυτό συμβαίνει παρότι το γνωστικό επίπεδο στην Ελλάδα θεωρείται υψηλό καθώς οι νέοι κάτω των 35 έχουν μεταπτυχιακά και εμπειρία στις νέες τεχνολογίες.
Το παράδοξο είναι ότι πέρυσι το ποσοστό των προσλήψεων στους κλάδους έντασης γνώσης (μεταποίηση και τεχνολογία) σημείωσε μικρή υποχώρηση και αυτό οφείλεται στη χαμηλή απόδοση της Ελλάδας σε σχέση με τον τεχνολογικό μετασχηματισμό, που θα συνέβαλλε με τη σειρά του στη δημιουργία ποιοτικότερων θέσεων εργασίας.
Ενδεικτικό είναι ότι η Ελλάδα όσον αφορά την κατανομή της απασχόλησης σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας βρίσκεται κάτω και από την Βουλγαρία , στην τελευταία θέση μαζί με τη Ρουμανία, όπου μόλις το 3,4% έναντι 4,9% στην Ευρωζώνη απασχολείται σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας και έντασης γνώσης. Επίσης μια ακόμα δυσλειτουργία της αγοράς είναι η μαύρη και υποδηλωμένη εργασία».
Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ έως το 2035 εκτιμάται ότι θα δημιουργηθούν, κατά κύριο λόγο, ανάγκες για θέσεις όχι ιδιαίτερα υψηλών προσόντων, όπως υπάλληλοι γραφείου, πωλητές, γεωργοί και τεχνίτες.
Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα βρίσκεται σε σαφώς υποδεέστερη θέση ως προς τη δημιουργία θέσεων εργασίας με υψηλές δεξιότητες, όπως αυτές που αφορούν τα «Ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη», τους «Επαγγελματίες» και τους «Τεχνικούς και ασκούντες συναφή επαγγέλματα», με ποσοστό 29,8% έναντι 49,9% στην ΕΕ.
Υποδηλωμένη εργασία
Η τρίτη «πληγή» είναι η υποδηλωμένη εργασία, που δημιουργεί στρεβλώσεις, πλήττει την ανταγωνιστικότητα και στερεί πόρους από το κράτος.
Οι παραβάσεις για την υποδηλωμένη εργασία, σύμφωνα με την Ανεξάρτητη Αρχή Επιθεώρησης Εργασίας καταλαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος, 32% στο σύνολο των παραβάσεων. Το πρόβλημα της υποδηλωμένης εργασίας που διογκώνεται αποτυπώνεται και στη μελέτη Σ. Ρομπόλη- Β. Μπέτση για τους νέους ασφαλισμένους που ασφαλίζονται στο ΤΕΚΑ, το νέο επικουρικό ταμείο. Το συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι οι νέοι προσλαμβάνονται με αποδοχές χαμηλότερες του κατώτατου μισθού αφού τα συσσωρευμένα κεφάλαια είναι μόλις 50,2 εκ. ευρώ ενώ αν υποθέταμε ότι οι νέοι ασφαλισμένοι ελάμβαναν 780 ευρώ μέσο μηνιαίο μισθό τότε τα συσσωρευμένα κεφάλαια από τις εισφορές των ασφαλισμένων έπρεπε να είναι 107 εκ. ευρώ.
Δηλαδή, στις νέες θέσεις κυριαρχεί η μερική απασχόληση και οι ευέλικτες μορφές αφού για τον αριθμό των 213.000 ασφαλισμένων τα 50,2 εκ. ευρώ αντιστοιχούν σε μέσο μισθό 370 ευρώ το μήνα, δηλαδή είναι στο 52,5% του κατώτατου μισθού των 780 ευρώ.
Εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι σε πολλές περιπτώσεις, η δήλωση είναι ψευδής καθώς ο εργαζόμενος δουλεύει 8 ώρες και δηλώνεται για 4.
Το υπουργείο εργασίας θεωρεί ότι το φαινόμενο θα περιοριστεί με την εφαρμογή της διάταξης του εργασιακού νομοσχεδίου που αυξάνει το πρόστιμο για την υποδηλωμένη εργασία, στα 10.500 ευρώ καθώς και με την χρήση της Ψηφιακής Κάρτας Εργασίας.
Ανεργία νέων και γυναικών
Η τέταρτη «πληγή» εξακολουθεί να είναι η ανεργία των νέων κάτω των 25 και η ανεργία των γυναικών, πεδία στα οποία η Ελλάδα καταγράφει τις χειρότερες επιδόσεις σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ.
Παρόλο που ο γενικός δείκτης της ανεργίας έχει υποχωρήσει στο 10.8% , στην απασχόληση των νέων στην Ελλάδα καταγράφει τη χειρότερη επίδοση ανάμεσα σε όλες τις χώρες της ΕΕ-27, με το ποσοστό απασχόλησης στους νέους κάτω των 25 ετών να είναι μόλις 18,2%. Ακολουθεί η Ιταλία (20,6%), η Σλοβακία (22,2%) και η Βουλγαρία (22,2%).
Στην απασχόληση των γυναικών η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη χειρότερη θέση της ΕΕ-27 με 52,4%, με την Ιταλία να καταγράφει οριακά χαμηλότερο ποσοστό (52,3%) και την Ισπανία να ακολουθεί με το τρίτο χαμηλότερο ποσοστό (60,1%).
Όπως σημειώνει η έκθεση του ΙΝΕ το γεγονός ότι παρά την ισχυρή ανάκαμψη, οι ηλικιακές και έμφυλες διαφορές παραμένουν εξαιρετικά έντονες αναδεικνύει και τη συστηματική αδυναμία των ασκούμενων πολιτικών να εξασφαλίσου ισότιμη πρόσβαση στην αγορά εργασίας.
ot.gr