Διαστάσεις προσλαμβάνει το φαινόμενο, αναγνωρίσιμες και μη, γυναίκες οι οποίες διαμένουν εκτός Ελλάδος να καταφεύγουν στη χώρα μας προκειμένου να αποκτήσουν παιδί μέσω άλλης γυναίκας (παρένθετη μητρότητα), χωρίς ωστόσο αυτό να γίνεται αντιληπτό στο περιβάλλον και την κοινωνία της μόνιμης διαμονής τους. Το φαινόμενο αυτό που ονομάζεται αναπαραγωγικός τουρισμός γιγαντώνεται καθώς έχει ξεκινήσει και βιομηχανοποιείται η διαδικασία μέσω των ελληνικών δικαστηρίων, που χορηγούν σε κατοίκους του εξωτερικού, με το πρόσχημα της προσωρινής διαμονής τους στη χώρας μας, άδειες κυοφορίας με τη μέθοδο της παρένθετης μητρότητας.
Μάλιστα αυξήθηκαν πολύ περισσότερο οι αιτήσεις για χορήγηση τέτοιου είδους αδειών, όταν το ηλικιακό όριο της επιτρεπτής διενέργειας υποβοηθούμενης αναπαραγωγής αυξήθηκε κατά δύο έτη, δηλαδή έφτασε μέχρι το 52ο έτος της ηλικίας. Ερωτήματα όμως προκαλούνται, καθώς πολλές από τις περιπτώσεις των γυναικών που προσφέρονται να κυοφορήσουν με τη μέθοδο της παρένθετης μητρότητας, όπως υποστηρίζουν δικηγόροι, είναι είτε Ρομά είτε ανήκουν σε οικονομικά ασθενείς τάξεις και δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες της καθημερινότητας. Και δημιουργούνται επιπλέον πολύ περισσότερα ερωτήματα όταν βασική προϋπόθεση για τη χορήγηση της σχετικής άδειας από τα δικαστήρια είναι ότι η κυοφορούσα δεν θα λάβει οποιοδήποτε αντάλλαγμα, αλλά παρ’ όλα αυτά γυναίκες αποδέχονται τον ρόλο αυτό και την ταλαιπωρία της κυοφορίας των εννέα μηνών και ενός τοκετού (ανεξάρτητα από την ψυχολογική επιβάρυνση που δέχονται).
Η Βρετανή δικηγόρος
Στην Ελλάδα κατέφυγε για να αποκτήσει παιδί με τη μέθοδο της παρένθετης μητρότητας γνωστή δικηγόρος η οποία είναι διευθύντρια στη δικηγορική εταιρεία που ίδρυσε εδώ και 17 χρόνια στο Λονδίνο και παράλληλα είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Αγγλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (The Football Association – The FA) από το 2017. Γεννήθηκε στην Αγγλία το 1984, είναι ασιατικής καταγωγής και σήμερα είναι μόνιμη κάτοικος Ντουμπάι των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Προσωρινά όμως διαμένει σε πολυάριθμη πόλη της Πελοποννήσου.
Είναι έγγαμη από το 2013, όπως προκύπτει από επίσημο έγγραφο της αρμόδιας υπηρεσίας της Αγγλίας που προσκομίστηκε στο ελληνικό δικαστήριο, και δεν έχει αποκτήσει μέχρι σήμερα παιδί. Ο σύζυγός της είναι επενδυτής-επιχειρηματίας και διευθυντικό στέλεχος μεγάλης εταιρείας, ο οποίος γεννήθηκε και αυτός στην Αγγλία (το 1983) και διαμένει μόνιμα στο Ντουμπάι μαζί με τη σύζυγό του. Κατόπιν αυτών, η εν λόγω γυναίκα κατέφυγε στα ελληνικά δικαστήρια επισημαίνοντας ότι η ίδια και ο σύζυγός της επιθυμούν να αποκτήσουν παιδιά, αλλά, παρά το γεγονός ότι είναι σε ηλικία φυσικής ικανότητας αναπαραγωγής, αδυνατεί να αποκτήσει λόγω γυναικολογικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει (νόσος Ασερμαν, ενδομήτριες συμφύσεις κ.λπ.), με συνέπεια να μη δύναται να κυοφορήσει. Ακόμη, υποστήριξε ότι έχει στο ιστορικό της επαναλαμβανόμενες αποτυχίες εμφύτευσης μετά από εξωσωματικές, ενώ υπήρξαν και ανεξήγητες αποβολές. Στο πλαίσιο αυτό, ζήτησε να της δοθεί η άδεια προκειμένου να γίνει μεταφορά στο σώμα άλλης γυναίκας γενετικού υλικού του συζύγου της.
Ηδη για τον σκοπό αυτό με συμβολαιογραφική πράξη έδωσαν και οι δύο τη συναίνεσή τους και επισημάνθηκε ότι για «την εν λόγω διαδικασία έχει λάβει χώρα σχετική έγγραφη, δίχως αντάλλαγμα, συμφωνία μεταξύ της ίδιας, του συζύγου της και της μέλλουσας κυοφόρου». Τον ρόλο της κυοφόρου ανέλαβε μια φίλη της 38χρονης Αγγλίδας από την Αθήνα, η οποία, όπως υποστήριξε στο δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο), προσφέρθηκε αφιλοκερδώς να κυοφορήσει στη θέση της προκειμένου να βοηθήσει την ίδια και τον σύζυγό της να αποκτήσουν το πολυπόθητο παιδί. Η προτιθέμενη να κυοφορήσει φίλη είναι ελληνικής ιθαγένειας, ηλικίας 25 ετών, έχει ήδη δύο παιδιά, ένα κοριτσάκι ηλικίας 6 ετών και ένα αγοράκι ηλικίας 3 ετών, και είναι άγαμη (μονογονεϊκή οικογένεια).
Στο συμβολαιογραφικό έγγραφο που συνήψαν συνομολογήθηκε ότι η Αγγλίδα «δεν θα καταβάλει στην προτιθέμενη να κυοφορήσει κανενός είδους αντάλλαγμα, καθώς η τελευταία συμβλήθηκε στη συμφωνία προκειμένου να βοηθήσει την αιτούσα και τον σύζυγό της να αποκτήσουν τέκνο, γνωρίζοντας την έντονη επιθυμία τους γι’ αυτό». Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με τη δικαστική απόφαση, «η προτιθέμενη να κυοφορήσει υποβλήθηκε σε ενδελεχή ψυχολογική εξέταση και διαπιστώθηκε ότι δεν πάσχει από κάποιο ψυχικό νόσημα ούτε κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών ή ψυχοτρόπων φαρμάκων, ενώ είναι γυναικολογικά υγιής και μπορεί, εν όψει της κατάστασης της υγείας της, να κυοφορήσει, τα δύο δε τέκνα της τα έχει γεννήσει με φυσιολογικό τοκετό».
Αλλωστε, τόσο η Αγγλίδα όσο και η Ελληνίδα υποβλήθηκαν στις αναγκαίες ιατρικές εξετάσεις για τους ιούς HIV1 και HIV2 κ.λπ. και διαγνώστηκε ότι δεν πάσχουν από τις παθήσεις αυτές, όπως προκύπτει εξάλλου και από τις προσκομιζόμενες ιατρικές εξετάσεις, αναφέρει η δικαστική απόφαση και προσθέτει: «Συντρέχουν εν προκειμένω όλες οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της μεθόδου της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και πληρούνται συνεπώς οι σχετικές προϋποθέσεις του άρθρου 1458 του Αστικού Κώδικα και του άρθρου 13 παράγραφος 2 του νόμου 3305/2005».
Δεύτερη περίπτωση
Ενδειξη της βιομηχανοποίησης της διαδικασίας της παρένθετης μητρότητας αποτελεί μια δεύτερη απόφαση του ίδιου δικαστηρίου υπό άλλη σύνθεση, η οποία όμως αυτή τη φορά δεν έδωσε το πράσινο φως για την επίτευξη της διαδικασίας, καθώς έγινε ανεπιτυχής απόπειρα να δοθεί δικαστική άδεια χωρίς να τηρούνται οι πλέον αναγκαίες νομοθετικές προϋποθέσεις (μόνιμη διαμονή στην Ελλάδα κ.λπ.). Η συγκεκριμένη περίπτωση αφορά Γερμανίδα υπήκοο που διαμένει μεν μόνιμα στο Λονδίνο με αριθμό φορολογικού μητρώου Μεγάλης Βρετανίας, όμως προσωρινά… μένει σε ελληνική πόλη μεγάλου νησιού.
Η Γερμανίδα κατέθεσε στο ίδιο δικαστήριο αίτημα όμοιο με αυτό που είχε καταθέσει και η κάτοικος του Ντουμπάι, ζητώντας να της χορηγηθεί άδεια για τεχνητή αναπαραγωγή με τη μέθοδο της παρένθετης μητρότητας. Επικαλέστηκε ότι βρίσκεται σε ηλικία φυσικής αναπαραγωγής, καθόσον είναι 37 ετών, αλλά αδυνατεί να κυοφορήσει λόγω προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει. Ωστόσο, τόσο η ίδια όσο και ο σύζυγός της επιθυμούν να αποκτήσουν δικό τους παιδί. Για τον λόγο αυτό βρέθηκε υποψήφια παρένθετη μητέρα, γεωργιανής υπηκοότητας, η οποία κατοικεί μόνιμα σε μεγάλο αστικό κέντρο της Πελοποννήσου.
Με τη Γεωργιανή συμφώνησαν «χωρίς να λάβει κανένα απολύτως οικονομικό ή άλλο αντάλλαγμα, να υποβληθεί στην απαραίτητη διαδικασία εξωσωματικής γονιμοποίησης κυοφορώντας ως παρένθετη μητέρα ξένα προς την ίδια γονιμοποιημένα ωάρια, για να αποτελέσει εκείνη τη γυναίκα που θα κυοφορήσει το τέκνο, που η ίδια η αιτούσα επιθυμεί, αλλά αδυνατεί να αποκτήσει». Ετσι, συμφώνησαν με έγγραφη συμβολαιογραφική πράξη να προχωρήσουν στη διαδικασία της παρένθετης μητρότητας. Οπως επικαλέστηκε η Γερμανίδα στην αίτησή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (στον τόπο που δηλώθηκε ως μόνιμη κατοικία της υποψήφιας προς κυοφορία), η υποψήφια παρένθετη μητέρα είναι ηλικίας 32 ετών και, επομένως, βρίσκεται σε ηλικία αναπαραγωγής, όπως προβλέπει η ελληνική νομοθεσία.
Ωστόσο, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας «δεν προκύπτει ότι η υποψήφια κυοφόρος, γεωργιανής υπηκοότητας, είναι κάτοικος Π., καθώς δεν προσκομίζει έγγραφο δημόσιας αρχής από το οποίο να προκύπτει η μόνιμη ή συνήθης διαμονή της στην Π., όπως ηλεκτρονική απόδειξη υποβολής δήλωσης στοιχείων μίσθωσης ακινήτου στην ΑΑΔΕ ή βεβαίωση μόνιμης κατοικίας από την ΑΑΔΕ ή εκκαθαριστικό σημείωμα στο οποίο να αναγράφεται ως τόπος κατοικίας διεύθυνση της Π.». Για τη νομιμοποίηση της όλης διαδικασίας, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, δεν αρκεί η προσκόμιση εγγράφου κινητής τηλεφωνίας το οποίο αφορά «τη σύνδεση κινητού τηλεφώνου της υποψήφιας κυοφόρου και δεν δύναται να αποτελέσει απόδειξη του τόπου κατοικίας». Ακόμη, από κανένα έγγραφο της δικογραφίας «δεν αποδεικνύεται η προσωρινή διαμονή της αιτούσας, γερμανικής υπηκοότητας, στα Χ., καθώς μόνο η αναφορά στο δικόγραφο της αίτησης και των προτάσεων ότι η αιτούσα διαμένει προσωρινά στα Χ. δεν αρκεί προς τούτο». Κατόπιν αυτών, οι δικαστές αποφάνθηκαν ότι εφόσον δεν προκύπτει ότι η Γερμανίδα και η κυοφόρος έχουν «μόνιμη ή προσωρινή διαμονή στην Ελλάδα, δεν δύνανται να εφαρμοστούν οι διατάξεις για την παρένθετη μητρότητα και η σχετική αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη».