Τα αντιβιοτικά για τη θεραπεία κοινών λοιμώξεων σε παιδιά και βρέφη δεν είναι πλέον αποτελεσματικά σε πολλά μέρη του κόσμου, λόγω των υψηλών ποσοστών ανθεκτικότητας σε αυτά, όπως διαπιστώνει μελέτη με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ που δημοσιεύεται στο περιοδικό Lancet South East Asia.
Η μελέτη εντόπισε ότι πολλά αντιβιοτικά που συνιστώνται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας είχαν αποτελεσματικότητα μικρότερη του 50% στη θεραπεία παιδικών λοιμώξεων, όπως η πνευμονία, η σηψαιμία (λοιμώξεις της κυκλοφορίας του αίματος) και η μηνιγγίτιδα. Τα ευρήματα δείχνουν ότι οι παγκόσμιες κατευθυντήριες γραμμές για τη χρήση αντιβιοτικών είναι ξεπερασμένες και χρειάζονται επικαιροποίηση.
Οι περιοχές που έχουν πληγεί περισσότερο βρίσκονται στη νοτιοανατολική Ασία και τον Ειρηνικό, συμπεριλαμβανομένης της Ινδονησίας και των Φιλιππίνων, όπου σημειώνονται κάθε χρόνο χιλιάδες άσκοποι θάνατοι παιδιών λόγω της αντοχής στα αντιβιοτικά.
Μάλιστα, στη μελέτη διαπιστώθηκε ότι ένα συγκεκριμένο αντιβιοτικό, η κεφτριαξόνη, είναι πιθανό να είναι αποτελεσματικό στη θεραπεία μόνο μίας στις τρεις περιπτώσεις σηψαιμίας ή μηνιγγίτιδας σε νεογέννητα μωρά. Η κεφτριαξόνη χρησιμοποιείται επίσης ευρέως στην Αυστραλία για τη θεραπεία πολλών λοιμώξεων στα παιδιά, όπως η πνευμονία και οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος. Ένα άλλο αντιβιοτικό, η γενταμικίνη, βρέθηκε πιθανότατα να είναι αποτελεσματικό στη θεραπεία λιγότερων από τις μισές περιπτώσεις σηψαιμίας και μηνιγγίτιδας σε παιδιά.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει δηλώσει ότι η μικροβιακή αντοχή είναι μία από τις δέκα μεγαλύτερες παγκόσμιες απειλές για τη δημόσια υγεία που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα. Στα νεογέννητα εκτιμάται ότι εμφανίζονται παγκοσμίως τρία εκατομμύρια περιπτώσεις σηψαιμίας κάθε χρόνο με έως και 570.000 θανάτους, σε πολλές περιπτώσεις λόγω της έλλειψης αποτελεσματικών αντιβιοτικών για την αντιμετώπιση των ανθεκτικών βακτηρίων.