Ένας τύπος συναντάει τυχαία έναν πειρατή, τον Τζακ τον Μαυρογένη, που ήταν φημισμένος για την δύναμή του.
Τον είδε όμως πολύ ταλαιπωρημένο με δύο ξύλινα πόδια, έναν γάντζο στο χέρι κι ένα κρυμμένο μάτι, οπότε άρχισε να του κάνει ερωτήσεις:
«Μα τι σου συνέβη Μαυρογένη κι έχασες το αριστερό σου πόδι;»
«Που να στα λέω! Εκεί που δεν το περίμενα μου όρμησε ένας κροκόδειλος και δεν πρόλαβα να αντιδράσω. Έτσι μου έφαγε το πόδι και έβαλα το ξύλινο.»
«Σοβαρά, και το δεξί πόδι πως το έχασες;»
«Στο πλοίο μου βρισκόμουν κι όπως περπατούσα, επειδή δεν είχα συνηθίσει ακόμα το ξύλινο πόδι, γλίστρησα κι έπεσα στη θάλασσα. Εκεί με άρπαξε ένας καρχαρίας και πριν με σώσουν μου έφαγε το άλλο πόδι, γι αυτό έβαλα κι άλλο ξύλινο.»
«Τι λες βρε παιδί μου; Και το χέρι πως το έχασες;»
«Άστα, έγινε μια έκρηξη πυρομαχικών κι όπως πήγα να τρέξω, επειδή δεν είχα συνηθίσει ακόμα τα ξύλινα πόδια, έπεσα εκεί δίπλα και ανατινάχτηκε το χέρι μου, οπότε έβαλα τον γάντζο.»
«Πωπω, τι να πω… έχεις ταλαιπωρηθεί πολύ. Το μάτι όμως πως το έχασες και το ‘χεις κι αυτό καλυμμένο;»
«Από φαγούρα!!!»
«Τι εννοείς από φαγούρα;»
«Είχα φαγούρα στο μάτι αλλά δεν είχα συνηθίσει ακόμα τον γάντζο!!!»