Ξεκινούν ο μπαμπάς χελώνος, η μαμά χελώνα και το μικρό χελωνάκι για πικνίκ στο βουνό. Ξεκινούν από το σπίτι με όλα τα σύνεργα και τα κεφτεδάκια τους και μετά από 5 μέρες φτάνουν.
Κάθονται για να φάνε, στρώνουν το τραπεζομάντηλο, βάζουν επάνω τα πιάτα και εκεί που ανοίγει η μαμά χελώνα το μπολ με τα κεφτεδάκια διαπιστώνει ότι δεν πήραν μαζί τους το νερό.
Το συζητάνε και αποφασίζουν να πάει το χελωνάκι πίσω στο σπίτι να φέρει νερό αφού είναι πιο ελαφρύ και γρήγορο.
Συμφωνεί το χελωνάκι να πάει με την προϋπόθεση να μην φάει κανένας από τα κεφτεδάκια μέχρι να γυρίσει.
Μετά από 8 μέρες δεν είχε γυρίσει πίσω το χελωνάκι και λέει ο πατέρας:
«Εγώ πεινάω πολύ και θα φάω ένα κεφτεδάκι».
«Και εγώ πεινάω, ας φάω και εγώ ένα» λέει η μαμά χελώνα και τσιμπάει και αυτή ένα.
Τότε πετάγεται πίσω απ’ τους θάμνους το χελωνάκι και τους λέει:
«Έτσι είστε έ; Τρώτε τα κεφτεδάκια; Δεν πάω για νερό!»