Το ζήτημα της υποχρεωτικότητας της εκπαίδευσης στην προσχολική ηλικία (και ειδικότερα στην ηλικία των 4 ετών) είναι σύνθετο και χρειάζεται πλήρη και ξεκάθαρη διερεύνηση με τελικό στόχο την καλύτερη και καταλληλότερη λύση για τα παιδιά.
Ας ξεκινήσουμε από μία βασική αποσαφήνιση: Θεωρούμε ότι η συμμετοχή των παιδιών προσχολικής ηλικίας σε κατάλληλα διαμορφωμένα παιδαγωγικά προγράμματα, τα οποία εφαρμόζονται από κατάλληλα εκπαιδευμένους παιδαγωγούς εντός κατάλληλα διαμορφωμένων κτιρίων για την πλαισίωση της όλης διαδικασίας, είναι κάτι θετικό και απαραίτητο και ωφέλιμο για την καλύτερη ανάπτυξη και προοπτική ζωής τους. Το θέμα είναι η ενίσχυση της προσβασιμότητας των παιδιών προσχολικής ηλικίας σε κατάλληλα παιδαγωγικά προγράμματα και πλαίσια να επιδιωχθεί και να γίνει με τον καλύτερο τρόπο για τα ίδια τα παιδιά και όχι για να εξυπηρετηθούν – στο όνομα των παιδιών – άλλοι παράγοντες.
Με βάση τα παραπάνω διαμορφώνονται δύο γραμμές σκέψης:
Η πρώτη υποστηρίζει πως ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να οδηγήσουμε τα παιδιά στις ωφέλειες της προσχολικής αγωγής είναι να την καταστήσουμε υποχρεωτική.
Η δεύτερη υποστηρίζει πως ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να οδηγήσουμε τα παιδιά στις ωφέλειες της προσχολικής αγωγής είναι να την καταστήσουμε ελκυστική, εύκολα προσβάσιμη και κατάλληλη για όλα τα παιδιά προβάλλοντας και διαδίδοντας κοινωνικά την αναμφισβήτητη αξία και σημασία της.
Μπορούμε επομένως να μιλάμε για την σχολή της υποχρεωτικότητας και την σχολή της κοινωνικά ελκυστικής και παιδαγωγικά κατάλληλης προσβασιμότητας. Τασσόμενοι σαφώς υπέρ της δεύτερης σχολής και κατεύθυνσης ας προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε τα επιχειρήματά μας:
Παρατηρούμε καταρχήν πως η πρώτη σχολή χαρακτηρίζεται με μία μόνο λέξη, ενώ η δεύτερη χρειάζεται περισσότερες για να αυτοπροσδιοριστεί. Αυτό συμβαίνει επειδή, πράγματι, για να είσαι παιδαγωγικά και αναπτυξιακά χρήσιμος στα παιδιά, χρειάζεται, όταν σχεδιάζεις για αυτά, να εξασφαλίζεις μία σειρά από όρους και προϋποθέσεις με βάση τους οποίους και μόνο μπορεί ο σχεδιασμός σου να αποδειχθεί κατάλληλος και επί της ουσίας αποτελεσματικός.
Εξηγούμαστε: τα παιδιά – ιδιαίτερα της προσχολικής ηλικίας – χαρακτηρίζονται από διαφοροποιημένα αναπτυξιακά προφίλ και προσωπικότητες που διαμορφώνονται μοναδικά με την συμβολή τόσο ενδογενών όσο και περιβαλλοντικών παραγόντων (μεταξύ των οποίων κυρίαρχο ρόλο παίζει η οικογένεια και το κοινωνικό-πολιτισμικό πλαίσιο αναφοράς). Στη βάση αυτής της υπαρκτής και ουσιώδους διαφορετικότητας χρειάζεται να μπορούμε να προτείνουμε στα παιδιά και τις οικογένειές τους διαφοροποιημένα και ποικίλα πλαίσια, το καθένα από τα οποία να είναι σε θέση να ανταποκριθεί και να πλαισιώσει με τον καλύτερο τρόπο το κάθε παιδί στη βάση της δικής του ιδιαίτερης πραγματικότητας και των δικών του αναγκών.
Μεταξύ παιδιών ίδιας ηλικίας (ας πούμε 4 ετών), άλλο είναι έτοιμο να ενταχθεί σε μεγαλύτερη αριθμητικά ομάδα συνομήλικων και άλλο έχει ανάγκη από μικρότερη ομάδα για να λειτουργήσει, άλλο χρειάζεται ένα πιο δομημένο πρόγραμμα και άλλο ένα πιο ελεύθερο, σε άλλο παιδί ταιριάζει καλύτερα αυτή και σε άλλο εκείνη η παιδαγωγική φιλοσοφία και προσέγγιση κ.λπ.
Για να ανταποκριθούμε σωστά σε αυτά τα δεδομένα χρειάζεται να μας διέπει μία ουσιώδους παιδοκεντρική αντίληψη, δηλαδή ένας συνδυασμός αντιλήψεων και πρακτικών που προσδίδουν μία τέτοια δυνατότητα ευελιξίας και προσαρμοστικότητας στα παιδαγωγικά πλαίσια, ώστε αυτά να σέβονται, να ακολουθούν και να έχουν την δυνατότητα να συνδράμουν ουσιαστικά τις αναπτυξιακές ανάγκες και την δυναμική του κάθε παιδιού. Με αυτή την έννοια και λειτουργώντας κατ’ αυτό τον τρόπο μπορούμε να καταστήσουμε την προσχολική αγωγή ανοικτή και προσβάσιμη σε όλους, εξασφαλίζοντάς της υψηλό κύρος και αναγνώριση στην κοινωνία. Διότι και οι γονείς, όντας λιγότερο ή περισσότερο ευαισθητοποιημένοι για το παιδί τους, αναζητούν και εκείνοι το πλαίσιο που του ταιριάζει και ανταποκρίνεται στις ανάγκες του.
Κάτι που συμβαίνει με την γραμμή σκέψης που προκρίνει την υποχρεωτικότητα. Η θέση αυτή συνήθως χαρακτηρίζεται από ομογενοποίηση, ομοιομορφία, κεντρικό σχεδιασμό και γενικεύσεις που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα των παιδιών αυτής της ηλικίας. Αυτή η γραμμή σκέψης χαρακτηρίζεται από μία σχολειοκεντρική αντίληψη που θεωρεί πως το ζητούμενο είναι να δομηθεί ένα πλαίσιο προς το οποίο όλα τα παιδιά καλούνται να προσαρμοσθούν ανεξάρτητα των διαφορών τους. Όμως, μία τέτοια αντίληψη και ένα τέτοιο πλαίσιο δεν καθιστούν ουσιωδώς αποτελεσματική και κοινωνικά ελκυστική την προσχολική αγωγή ακυρώνοντας στην πραγματικότητα την σημασία και την αποστολή της.
Η αποτροπή της επέκτασης της υποχρεωτικότητας στην ηλικία των 4 ετών και η προώθηση της προσβασιμότητας σε διαφοροποιημένα και κατάλληλα δομημένα πλαίσια προσχολικής αγωγής με παιδοκεντρική αντίληψη και παιδαγωγική επάρκεια και ευαισθησία, είναι η απαραίτητη στάση και πρακτική για να διαφυλάξουμε την δυνατότητα και το δικαίωμα των παιδιών και των οικογενειών τους στα σημαντικά πλεονεκτήματα της προσχολικής αγωγής απαλλαγμένα από τους παράγοντες που τα ακυρώνουν.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως στην συντριπτική πλειοψηφία των χωρών της Ευρώπης η υποχρεωτική εκπαίδευση αρχίζει στην ηλικία των 6 ετών («CompulsoryEducationinEurope 2016/17»). Δεν είναι τυχαίο πως η συντριπτική πλειοψηφία των προηγμένων εκπαιδευτικών συστημάτων προκρίνουν την ενίσχυση της προσβασιμότητας έναντι της υποχρεωτικότητας.
Με εκτίμηση,
ΠΡΟΤΥΠΗ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΑΓΩΓΗ «ΡΗΓΑΣ 1970»
ΡΗΓΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ