Του Κώστα Βεργόπουλου, καθηγητή οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Paris VIII
Κατά την πρόσφατη επταετία, 2010-2016, η ελληνική οικονομία έχει υποστεί και συνεχίζει να υφίσταται την πιο βίαιη και άγρια εκ των άνω καταστολή, με συνέπεια ότι εισέρχεται στο νέο έτος εξουθενωμένη, χωρίς δικέςς της δυνάμεις, αλλά και χωρίς να μπορεί να υπολογίζει σε κάποια σοβαρή ώθηση από το εξωτερικό. Στη διάρκεια αυτής της 7ετίας, τα εισοδήματα των εργαζομένων, μισθωτών και των συνταξιούχων περικόπηκαν κατά 50%, με άμεση συνέπεια ότι η εσωτερική ζήτηση και αγορά συρρικνώθηκαν και αυτές επίσης κατά 50%, όπως άλλωστε το αναγνωρίζει πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Σε αυτή την έκθεση σημειώνεται ότι ουδέποτε άλλοτε στην ιστορία σε καιρό ειρήνης πραγματοποιήθηκε τόσο μεγάλη «αναπροσαρμογή» προς τα κάτω στο βιοτικό επίπεδο μιας χώρας και σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Ακόμη και οι πιο «σκληρές» αναπροσαρμογές βιοτικού επιπέδου σε υπερχρεωμένες χώρες στο παρελθόν ουδέποτε υπερέβησαν το 7% με 10%. Για την Ελλάδα επιφυλάχθηκε η πιο σκληρή και αντιπαραγωγική μεταχείριση, σε σχέση με τις άλλες υπερχρεωμένες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και της περιφέρειας, όπως οι Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία και Κύπρος.
Το εθνικό εισόδημα της χώρας κατέρρευσε κατά 31%, ενώ παράλληλα κατέρρευσαν επίσης οι τραπεζικές πιστώσεις προς την οικονομία και φυσικά οι νέες επενδύσεις, με αποτέλεσμα την εκτίναξη της ανεργίας στο ύψος του 27% του ενεργού πληθυσμού. Το έργο της αποδόμησης της ελληνικής οικονομίας συνεχίζεται μέχρι σήμερα και ενώ η ίδια η σημερινή κυβέρνηση το έχει καταγγείλει ως υφεσιακό, ταυτόχρονα η ίδια διαβεβαιώνει ότι με την πιστή και υποδειγματική τήρησή του η χώρα βγαίνει στις αγορές και ότι η ανάκαμψη βρίσκεται προ των πυλών. Ενώ στην Ελλάδα οι μισθοί και συντάξεις συνεχίζουν να περικόπτονται, στην Ισπανία, η συντηρητική κυβέρνηση Ραχόι αύξησε τον ελάχιστο μισθό κατά 8% και τον μέσο μισθό κατά 3%. Στην Πορτογαλία, οι μισθοί αυξήθηκαν κατά 3,2% και στην Ιρλανδία κατά 3,9%. Με αυτό τον τρόπο οι άλλες οικονομίες αναθερμαίνονται, ενώ η ελληνική συνεχίζει την πτωτική πορεία της. Το δημόσιο έλλειμμα, στην Ελλάδα είναι πλέον -1,8% του ΑΕΠ, ενώ στην Ισπανία -3,1%. Εν τούτοις, η χώρα μας δίδει μάχη για να το περιορίσει ακόμη περισσότερο και να πραγματοποιήσει πλεόνασμα, ενώ στην Ισπανία ο Ραχόι ανήγγειλε ήδη την απόφασή του να το αυξήσει κατά 1 με 1,5 μονάδα. Πέραν τούτου, η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευθεί στην πραγματοποίηση πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ. Όμως, ακόμη και αν αυτό περιορισθεί σε 2% ή 1,5%, όπως εισηγείται το ΔΝΤ, δεν παύει να είναι πλεόνασμα, δηλαδή περίπου 4,5 δισεκατομμύρια που αφαιρούνται κάθε χρόνο από την οικονομία υπέρ των δανειστών, με αυτονόητη συνέπεια την περαιτέρω ασφυξία και επιτάχυνση της ήδη πτωτικής πορείας της.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ακόμη κι αν η β’ αξιολόγηση αποβεί θετική, ακόμη και αν η χώρα ενταχθεί στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ και στη συνέχεια βγει στις αγορές, τα οφέλη θα είναι στην πράξη πολύ μικρά σε σχέση με την πρωτοφανή αφαίμαξη της τελευταίας 7ετίας και ανεπαρκή για αξιόλογη ανάκαμψη. Είναι πολύ νωρίς να γίνεται λόγος για ανάκαμψη, ενόσω η πτωτική πορεία συνεχίζεται. Θα πρέπει πρώτα αυτή να σταματήσει, να ακολουθήσει η σταθεροποίηση και μετά η ανάκαμψη. Εάν το 2017 επιτευχθεί ο πρώτος από τους τρεις στόχους, εάν επιτέλους η οικονομία σταθεροποιηθεί, αυτό λίγο δεν θα είναι. Για την ανάκαμψη απαιτούνται πολύ περισσότερες δυνάμεις, που επί του παρόντος παραμένει άγνωστο από πού θα μπορούσαν να προέλθουν, αφού όλοι οι συντελεστές της ελληνικής οικονομίας –ζήτηση, κατανάλωση, αποταμίευση, επενδύσεις, εισοδήματα, δημόσιες δαπάνες– έχουν ήδη προ πολλού αχρηστευθεί. Οπωσδήποτε, για την ελληνική τραγωδία ευθύνεται η αρπακτικότητα των δανειστών και εταίρων, αλλά και όχι λιγότερο η αβελτηρία των ελληνικών κυβερνήσεων που δεν μπόρεσαν να αναδείξουν ότι η κατεδάφιση της ελληνικής οικονομίας δεν ωφελεί κανέναν, ούτε και τους δανειστές της. Στην Ελλάδα, θύμα της πιο σκληρής διαχείρισης, η επάνοδος στην ανάκαμψη προϋποθέτει αναπτυξιακό πρόγραμμα, που επί του παρόντος δεν υπάρχει, και την έκτακτη χρηματοδότησή του από ευρωπαϊκές και διεθνείς πηγές, που επί του παρόντος παραμένουν δυσεύρετες.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ