Ο Σάββας, σύμφωνα με τον μαθητή και βιογράφο του Κύριλλο Σκυθοπολίτη (525-559), γεννήθηκε στη Μουταλάσκη της Καππαδοκίας (σημερινό Ταλάς Τουρκίας) το 439. To όνομά του προέρχεται από την εβραϊκή λέξη sava, που σημαίνει γέρος. Ήταν γιος δυο ευσεβών γονέων, του στρατιωτικού Ιωάννη και της Σοφίας.
Σε ηλικία 18 ετών αποφάσισε να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στον Θεό και ήλθε στη μονή του Αγίου Ευθυμίου του Μεγάλου στα Ιεροσόλυμα. Μόνασε στη Μονή του Αγίου Θεοδοσίου του κοινοβιάρχου και τέλος στην περιώνυμη Μονή της Μεγάλης Λαύρας (Mar Saba), την οποία έχτισε ο ίδιος κοντά στη Βηθλεέμ.
Ο Σάββας θα εμπλακεί ενεργά στις θεολογικές έριδες της εποχής του ως υπέρμαχος της ορθής πίστης και θα υποστηρίξει τις αποφάσεις της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου κατά των αιρετικών Μονοφυσιτών και Ωριγενιστών. Γι’ αυτό το λόγο θα σταλεί δύο φορές ως πρεσβευτής του Πατριάρχη Ιεροσολύμων προς τους βυζαντινούς αυτοκράτορες Αναστάσιο Α’ και Ιουστινιανό. Κοιμήθηκε εν ειρήνη στα Ιεροσόλυμα στις 5 Δεκεμβρίου του 532. Τα λείψανά του βρίσκονται στο μοναστήρι της Μεγάλης Λαύρας. Αρχικά είχαν μεταφερθεί από τους σταυροφόρους στη Βενετία και επέστρεψαν στο φυσικό τους χώρο στις 13 Οκτωβρίου 1965, με πρωτοβουλία του Πάπα Παύλου ΣΤ’ ως ένδειξη καλής θελήσεως προς τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Βενέδικτο Α’.
Στην ελληνική λαϊκή παράδοση η εορτή του Οσίου Σάββα είναι στο μέσο των λεγόμενων «Νικολοβάρβαρων». Το κρύο, που άρχισε της Αγίας Βαρβάρας δυναμώνει και οι καιρικές συνθήκες χειροτερεύουν. Σχετικές οι παροιμίες: «Η Βαρβάρα σαβανώνει κι ο Άι Σάββας σαβανώνει», «άε Βαρβάρα φύσα, άε Σάββα βρέξον, αε Νικόλα σόντσον (χιόνισε)» (ποντιακή). Παλιά στην πατρίδα του Οσίου Σάββα στην Καππαδοκία τον τιμούσαν με θυσίες ζώων (κουρμπάνια) και όσοι πήγαιναν στο μοναστήρι του στα Ιεροσόλυμα (χατζήδες) έφερναν χουρμάδες από τα γύρω δέντρα, που τους πρόσφεραν σε άτεκνους ως μέσα θεραπευτικά της στειρότητας.