Έσβησε ο θρυλικός «μασίστας» που είχε γυρίσει όλη την Ελλάδα, κερδίζοντας τον θαυμασμό μικρών και μεγάλων.
O θρυλικός παλαιστής Σαμψών, ο μασίστας που για πολλά χρόνια γύριζε την Αθήνα και όλη την Ελλάδα, παρουσιάζοντας «νούμερα» με τα οποία αναδεικνυόταν η μεγάλη μυϊκή του δύναμη, πέθανε τα ξημερώματα του Σαββάτου.
Ο λαϊκός ήρωας, Γιάννης Κεσκιλίδης, που μαζί με τον Παναγή Κουταλιανό και μερικούς άλλους «μασίστες»…χαρακτήρισαν μια ολόκληρη εποχή, εξέπνευσε σε ηλικία 90 ετών, περιστοιχισμένος από τα παιδιά του.
Όπως είπαν στο Documento, η Κατερίνα και ο Χρήστος Κεσκιλίδης, o Σαμψών, άφησε την τελευταία του πνοή στις 06.15 το πρωί, από ανακοπή καρδιάς.
Δυστυχώς, ο θάνατος της αγαπηµένης του συζύγου, πριν από δύο χρόνια, του κόστισε τη µνήµη του και έτσι η επικοινωνία μαζί του δεν ήταν εύκολη.
Σύμφωνα με τα παιδιά του, «έφυγε, όπως το επιθυμούσε, γρήγορα και ανώδυνα». Νοσηλευόταν από την περασμένη Δευτέρα με πνευμονία στο νοσοκομείο «Αγία Όλγα».
Η ζωή του Σαμψών, όπως την αφηγήθηκαν τα παιδιά του
Ο θρυλικός αθλητής που έγραψε ιστορία µε την υπεράνθρωπη δύναµη και το θάρρος του γεννήθηκε το 1929 από Πόντιους γονείς που ξεριζώθηκαν από την Τραπεζούντα και εγκαταστάθηκαν στην Καλλιθέα, αρχικά στις παράγκες της Συγγρού και έπειτα στου Χαροκόπου, όπου µεγάλωσε µε στερήσεις και σκληρή δουλειά. Στη Μονµάρτρη των Αθηνών, όπως αποκαλούνταν τότε η Καλλιθέα, οι πρόσφυγες από τον Πόντο δεν ήταν καλοδεχούµενοι, γεγονός που δηµιούργησε πολλά προβλήµατα στην οικογένεια που πάσχιζε να στήσει τη ζωή της από την αρχή.
Η Κατοχή τον βρήκε να εργάζεται στα ανθρακωρυχεία Πεζά στην Καλογρέζα, την εποχή που είχαν µετακοµίσει οικογενειακώς στο Νέο Ηράκλειο. Εκεί, όταν µια µέρα, στα 13 του, ένας 18άχρονος Γερµανός στρατιώτης τον προκάλεσε να παλέψουν, για πρώτη φορά κατάλαβε ότι η δύναµή του, που την είχε κληρονοµήσει από τον πεχλιβάνη παππού του, ήταν αντιστρόφως ανάλογη της ηλικίας του. Η νίκη του ?αβίδ εναντίον του Γολιάθ ήταν η αφορµή για να αφοσιωθεί στην ελεύθερη πάλη κάτω από τις οδηγίες του Χαρίλαου Μοσχίδη. Η Απελευθέρωση τον βρήκε στον Πειραϊκό Σύλλογο κάτω από τις οδηγίες των Παπαδάκη, Μωραΐτη και Κωτσόβολου.
«Μεγάλωσε µέσα στο ΕΑΜ και έκανε εξορία στην Ικαρία το 1947 στα “µεγάλα µαζέµατα” που έκαναν τότε για “εγκλήµατα κατοχής”», όπως λέει ο γιος του Χρήστος στο Documento, ο οποίος διευκρινίζει: «Σύντοµα τον άφησαν να φύγει από την Ικαρία. ?εν µπορούµε να τον κατατάξουµε στους ανθρώπους που κυνηγήθηκαν έκτοτε, αν και δέχτηκε παρενοχλήσεις από την αστυνοµία και στην περίοδο της δικτατορίας και στη µεταπολίτευση όταν τον συνέλαβαν για επαιτεία, παρότι για τις δηµόσιες εµφανίσεις έπαιρνε άδεια από τις κοινότητες και τους αστυνοµικούς διοικητές. Η ιδεολογία του είναι σταθερά στον χώρο της Αριστεράς, ωστόσο πάντα απέφευγε να συµµετέχει σε κοµµατικές αντιπαραθέσεις».
Και το όνοµα αυτού… νέος Σαµψών
«Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, την περίοδο που υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, µυήθηκε στις αθλητικές επιδείξεις δύναµης από τον Ανδρέα Ανδριά. Τις πρώτες επιδείξεις τις έκανε στον στρατό, όπου µαζευόταν ολόκληρο το σύνταγµα για να τον δει» λέει ο Χρήστος. Η κατάσταση που επικρατούσε στη µεταπολεµική Ελλάδα τον ώθησε να ζει κυρίως στο εξωτερικό και µέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’70 περιόδευε συχνά στην Κύπρο, την Τουρκία, στις χώρες της βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής παίρνοντας µέρος σε τουρνουά πάλης κυρίως σε περιοχές όπου υπήρχε ελληνική οµογένεια.
Το όνοµα Σαµψών του δόθηκε σε έναν αγώνα του στο Ισραήλ, λόγω της δύναµης και της πλούσιας κόµης του. «Κάποιοι τον αποκάλεσαν Σαµψών, του άρεσε και το κράτησε. Στις λεζάντες που συνοδεύουν τις φωτογραφίες του σε εφηµερίδες της εποχής, όπως η “Αθλητική Ηχώ”, χρησιµοποιείται το όνοµα “Νέος Σαµψών”» διευκρινίζει ο Χρήστος.
Ο Σαµψών κάθεται δίπλα µας πίνοντας τον καφέ του όση ώρα τα παιδιά του αφηγούνται την ιστορία του και µας δείχνουν φωτογραφίες. Βλέπει τον εαυτό του σε νεαρή ηλικία και ζητάει από την Κατερίνα να του υπενθυµίσει το έτος και την τοποθεσία. Κοιτάζω τα πάλαι ποτέ ατσάλινα χέρια του, που πλέον δείχνουν ταλαιπωρηµένα. Πάνω από το σώµα του πέρασαν φορτηγά και έσπασαν τόνοι µάρµαρο µε βαριοπούλες. Ο Σαµψών στα νούµερά του ως µασίστας έσερνε αυτοκίνητα, λύγιζε πρόκες µε τα δόντια, έσκιζε τράπουλες και τηλεφωνικούς καταλόγους, αποδρούσε από αλυσίδες. Εβγαζε αίµατα γνήσια, όπως έλεγε. Αρκετές φορές κινδύνεψε. «Μια φορά όµως κόντεψε να πεθάνει, την ώρα που περνούσε από πάνω του ένα φορτηγό, όταν ο οδηγός φοβήθηκε και πάτησε φρένο, µε αποτέλεσµα το όχηµα να µείνει επάνω του και να του σπάσει τα πλευρά. Ποτέ ωστόσο δεν έµεινε στο νοσοκοµείο, όπως ποτέ δεν φοβήθηκε τον θάνατο» λέει η Κατερίνα. Οταν τον ρωτούσαν έλεγε ότι θέλει να πεθάνει όρθιος όπως τα δέντρα.
Στις επιδείξεις δύναµης δεν έβγαζε δίσκο (το θεωρούσε υποτιµητικό), αλλά είχε δύο χαρτοφύλακες όπου µάζευε τη συνδροµή των θεατών. Με αυτά τα χρήµατα και µε εκείνα από τις µεταφορές επίπλων που έκανε µε το φορτηγό του (µια δουλειά που του εξασφάλισε τη σύνταξη µε την οποία ζει τώρα) συντήρησε την οικογένειά του και υποστήριξε τις σπουδές της Κατερίνας ως τεχνολόγου ιατρικών εργαστηρίων και του Χρήστου ως τεχνολόγου ραδιολογίας-ακτινολογίας. Τα παιδιά του τον έχουν δει µόνο σε µία παράσταση. «?εν ήθελε να µας παίρνει µαζί, γιατί δεν ήθελε να βλέπουµε τη βία. Η µοναδική φορά που τον είδαµε ζωντανά ήταν στα γυρίσµατα του ντοκιµαντέρ που έκανε η Μαρία Μαυρίκου για την ΕΡΤ» λέει ο Χρήστος.
Πώς είναι άραγε να έχει κανείς πατέρα έναν τόσο δυνατό άνθρωπο; «Σίγουρα νιώθαµε ασφάλεια, αλλά επειδή για µας είναι ο πατέρας µας δεν καταλαβαίναµε απολύτως πώς µπορεί να φαινόταν στους έξω» λέει η Κατερίνα. «Ηταν και είναι µια σταθερά για µας. Ενας άνθρωπος που δεν σε άγχωνε ποτέ για τίποτε, που στα δύσκολα σου λέει ότι θα πάνε όλα καλά» συνεχίζει συγκινηµένη και του χαϊδεύει την πλάτη.
«?εν απογοητευόταν ποτέ» λέει ο Χρήστος και προσθέτει: «Πλέον, στο τελευταίο σοκ που έχασε τη µάνα µας, έχει ξεκινήσει µια υποτονικότητα που ίσως να τον προφυλάσσει από την πραγµατικότητα που τον πληγώνει». Τη σύζυγό του Κυριακή Συµεωνίδου, την οποία γνώρισε στην Κατερίνη κατά τη διάρκεια περιοδείας του το ’71, την αγάπησε πολύ. Κοιτάζω µια θαµπή φωτογραφία τους από κάποιο Πάσχα των τελών της δεκαετίας του ’80. Κάθονται γύρω από ένα τραπέζι οι δυο τους κι εκείνη του δίνει ένα φιλί στο µάγουλο. Νιώθεις την αγάπη τους, σαν όλος τους ο κόσµος να βρισκόταν µέσα σε εκείνο το δωµάτιο.
Ο Σαµψών ήταν πάντα άνθρωπος µε ανησυχίες. Τον ενοχλούσε πολύ η µεταλλαγή της κοινωνίας. ?εν παρασύρθηκε από τη νοοτροπία που επικράτησε κατά τη µεταπολίτευση, όταν η κοινωνία έκανε στροφή προς τον καταναλωτισµό και τον ατοµισµό. «Θύµωνε µε κοινωνικά θέµατα. ?εν άντεχε τη διαφθορά που πλέον είχε διαχυθεί στον κοινωνικό ιστό. Μιλούσε για όλα αυτά στις παραστάσεις του, όπως και για την ανάγκη της νεολαίας να κρατηθεί µακριά από τα ναρκωτικά» λέει ο Χρήστος. «Το εγκληµατικό στοιχείο της νύχτας δεν τον πλησίαζε, τον σεβόταν. ?εν ήθελε να κάνει τον µπράβο, ένιωθε ότι τον υποτιµούσε» και προσθέτει: «Ούτε σε ταινίες ήθελε να παίξει. Μόνο στον “Θεόφιλο” του Λάκη Παπαστάθη εµφανίστηκε».
Φίλοι του ήταν ο Τζίµης Αρµάος, ο Τζίµης ο Τίγρης, ο πολύ νεότερός του Γιώργος Τροµάρας. Μαζί τους συζητούσε και την ανησυχία του για την κρίση στην πάλη όταν το ποδόσφαιρο έδειχνε να έχει σαρώσει τα πάντα. Οπου εµφανιζόταν πάντα υπήρχε πολύς κόσµος γύρω του, όµως από κάποιο σηµείο και µετά το κοινό δεν είχε τη διάθεση να προσφέρει τη συνδροµή του. Ο Σαµψών µπορεί να αντιµετώπισε πολλές δυσκολίες, όµως έζησε µια ζωή γεµάτη. Εξαρχής έκλινε στην περιπέτεια και την αντισυµβατικότητα και πλήρωσε και µε το παραπάνω την τόλµη του να είναι ακηδεµόνευτος σε µια εποχή που δεν συγχωρεί την ανεξαρτησία.