Καμπανάκι από τον Γιάννη Στουρνάρα να κλείσει άμεσα η αξιολόγηση, καθώς οι καθυστερήσεις που παρατηρούνται έχουν επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας.
Ο κ. Στουρνάρας μιλώντας στη Βουλή το βράδυ της Δευτέρας υπογράμμισε πως «η ελληνική οικονομία έχει σήμερα τις δυνατότητες να περάσει, σχετικά σύντομα, σε μια νέα αναπτυξιακή φάση» υπό την προϋπόθεση ότι θα τερματιστεί η αβεβαιότητα που προκαλεί η ανοικτή αξιολόγηση και συνέπεια και επιμονή στη μεταρρυθμιστική ατζέντα .
« Για να επαληθευθούν οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2017 και μετά, απαιτείται η άμεση ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, η οποία έχει καθυστερήσει περισσότερο από ένα έτος.Η καθυστέρηση αυτή δημιουργεί αβεβαιότητα, που έχει αρχίσει εδώ και μήνες να επιδρά δυσμενώς σε όλους τους δείκτες της οικονομίας, θέτοντας εν αμφιβόλω όλους ανεξαιρέτως τους στόχους του τρέχοντος έτους, αναπτυξιακούς, δημοσιονομικούς, χρηματοπιστωτικούς» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Επισήμανε πως η μεταρρυθμιστική ατζέντα είναι μονόδρομος για την χώρα.
Σημείωσε ειδικότερα πως οι « μεταρρυθμίσεις στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών και στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης έχουν καθυστερήσει σε σχέση με τις μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη γίνει στην αγορά εργασίας».
Ο διοικητής της ΤτΕ έδωσε έμφαση επίσης στην ανάγκη άρσης των « εμποδίων που υπάρχουν ακόμη και για τις ιδιωτικοποιήσεις που έχουν ήδη εγκριθεί και περαιτέρω προώθηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της ακίνητης δημόσιας περιουσίας, μέσω των κατάλληλων χρήσεων γης».
Επανέλαβε την εκτίμηση της ΤτΕ ότι τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος θα βοηθήσουν ωστόσο όπως είπε «η διασφάλιση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους απαιτεί την ανάληψη πρόσθετων μεσο-μακροπρόθεσμων μέτρων».
Στο ίδιο πλαίσιο επανέλαβε και την θέση ότι « είναι συμβατή η βιωσιμότητα του χρέους με τη μείωση του δημοσιονομικού στόχου μετά το 2020 σε πρωτογενές πλεόνασμα 2,0% του ΑΕΠ (από 3,5%), εάν συνδυαστεί με ήπια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους».
« Τα χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνδυασμό με την υλοποίηση των συμφωνηθεισών μεταρρυθμίσεων, τις ιδιωτικοποιήσεις και τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους θα συμβάλουν στην παγίωση της εμπιστοσύνης και στην ενίσχυση της οικονομικής ανάκαμψης και θα διευκολύνουν τη διατηρήσιμη επιστροφή στις χρηματοπιστωτικές αγορές μετά τη λήξη του προγράμματος» υπογράμμισε ο κεντρικός τραπεζίτης.
Εθεσε ως προϋποθεση για την ανάπτυξη και την επιχειρηματικότητα την «αλλαγή στο μίγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής».
« Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί με: (α) επανεξέταση όλων των δημοσίων δαπανών με σκοπό την επαναστόχευσή τους, την ενίσχυση των ποικίλων μηχανισμών κινήτρων που εμπεριέχονται σε αυτές και τελικά τη μείωσή τους, (β) την αξιολόγηση των δομών του Δημοσίου και των δημόσιων οργανισμών, (γ) την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και (δ) τη μείωση των φορολογικών συντελεστών και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης» είπε χαρακτηριστικά.
Ο κεντρικός τραπεζίτης
Διαβάστε το πλήρες κείμενο της ομιλίας του κ. Στουρνάρα:
Πολλές από τις κακοδαιμονίες που αντιμετωπίζει η Ελλάδα σήμερα έχουν τη ρίζα τους στη διαχρονική σχέση των δύο βασικών εννοιών «μεταρρυθμίσεις» και «ανάπτυξη». Η ανάπτυξη, που στο παρελθόν ήταν εσωστρεφής, στηρίχθηκε σε υπερβολικό δανεισμό και όχι σε μεταρρυθμίσεις. Ανάπτυξη που δεν μπορεί να επιτευχθεί στο μέλλον, χωρίς εξωστρέφεια, βιωσιμότητα χρέους και μεταρρυθμίσεις στο παρόν.
Είμαστε επτά χρόνια σε πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής και υπάρχει συχνά η πεποίθηση ότι η προσαρμογή είναι συνώνυμη των μέτρων λιτότητας. Όμως, πέρα από τα μέτρα που ελήφθησαν για να διορθωθούν τα πρωτοφανή δίδυμα ελλείμματα, τα οποία ευθύνονται για την ελληνική κρίση, γίνεται παράλληλα μεγάλη προσπάθεια μεταρρύθμισης της ελληνικής οικονομίας, ώστε να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης οικονομίας και, βασιζόμενη στα ισχυρά συγκριτικά της πλεονεκτήματα, να μπορέσει να εξασφαλίσει βιώσιμη ανάπτυξη.
**
Η αναδιάρθρωση της οικονομίας έχει ξεκινήσει
Παρά τα λάθη και τις οπισθοδρομήσεις, παρά το σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος της κρίσης, η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο τα τελευταία επτά χρόνια, όσον αφορά την προσαρμογή των δημοσιονομικών και εξωτερικών ανισορροπιών της, και έχει εφαρμόσει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Αυτά μας επιτρέπουν να ατενίζουμε το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία. Συγκεκριμένα, έχει επιτευχθεί:
· Πρωτοφανής δημοσιονομική προσαρμογή. Την περίοδο μάλιστα 2013-2016, το πρωτογενές έλλειμμα εξαλείφθηκε και καταγράφηκαν πρωτογενή πλεονάσματα της γενικής κυβέρνησης για πρώτη φορά από το 2001. Με το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης να ξεπερνά το 2% του ΑΕΠ το 2016, έχει πλέον καλυφθεί περισσότερο από το 90% της απόστασης από την αρχή της κρίσης μέχρι την επίτευξη του τελικού δημοσιονομικού στόχου το 2018.
· Πλήρης ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας σε όρους μοναδιαίου κόστους εργασίας, από τις μεγάλες απώλειες που καταγράφηκαν την περίοδο 2000-2009.
· Εξάλειψη του ελλείμματος του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, που το 2008 είχε ξεπεράσει το 15% του ΑΕΠ.
· Σημαντικές μεταρρυθμίσεις κυρίως στην αγορά εργασίας και στην αγορά προϊόντων καθώς και στη δημόσια διοίκηση, με εμφανή θετικά αποτελέσματα στην αύξηση της απασχόλησης σε σχέση με τη μεταβολή του ΑΕΠ.
· Ανακεφαλαιοποίηση και αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα, με αποτέλεσμα να αντεπεξέλθει με επιτυχία στην κρίση, έχοντας σήμερα επαρκή κεφάλαια, προβλέψεις και εξασφαλίσεις, τα οποία αποτελούν αναγκαίες (αλλά όχι και επαρκείς) προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση του μείζονος προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Ως αποτέλεσμα της εξισορρόπησης των μεγάλων ελλειμμάτων και των μεταρρυθμίσεων που έχουν έως τώρα γίνει, διαφαίνεται ήδη αναδιάρθρωση της οικονομίας στην κατεύθυνση ενός νέου, βιώσιμου, εξωστρεφούς αναπτυξιακού προτύπου, που βασίζεται στους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών και στην αύξηση του μεριδίου των εξαγωγών στο ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, το σχετικό μέγεθος των διεθνώς εμπορεύσιμων κλάδων αυξήθηκε κατά 12% περίπου, την περίοδο 2010-2015 σε όρους όγκου και κατά 24% περίπου σε ονομαστικούς όρους, ενώ σε όρους απασχόλησης αυξήθηκε κατά 8% περίπου. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι οι τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών που έχουν εξαγωγικό χαρακτήρα βασίζονται σε μικρότερο βαθμό στην εγχώρια ζήτηση και επομένως ήταν πιο ανθεκτικοί στην πτώση της.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι αυξήθηκε το μερίδιο των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στο ΑΕΠ από περίπου 19% το 2009 σε 30% το 2016.
thetoc.gr