Κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου σημειώθηκε μία από τις πιο «δυνατές» αντιπολεμικές ιστορίες στα χρονικά της ανθρωπότητας.
Εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας αποφάσισαν χωρίς καμία άνωθεν εντολή (σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα οι διαταγές προέβλεπαν ένταση των εχθροπραξιών) να σταματήσουν τις εμπόλεμες ενέργειες κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων του 1914, ενώ σε πολλούς τομείς του Δυτικού Μετώπου, η εκεχειρία των Χριστουγέννων διήρκησε μέχρι και την έλευση του 1915. Η εκεχειρία ξεκίνησε από γερμανικές και βρετανικές μονάδες στην περιοχή της ανατολικής Γαλλίας, τμήμα της οποίας είχε ήδη καταληφθεί από τα στρατεύματα του Κάιζερ Γουλιέλμου Β’, ενώ στη συνέχεια προστέθηκαν τμηματικά και μονάδες του γαλλικού στρατού.
Αξίζει να σημειωθεί, πως η συντριπτική πλειονότητα των τμημάτων που συμμετείχαν στην εκεχειρία βρίσκονταν μέσα στα δαιδαλώδη χαρακώματα με μήκος εκατοντάδων χιλιομέτρων, με τους στρατιώτες όλων των πλευρών να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα, λόγω της έλλειψης εφοδίων, τροφής κι επικοινωνίας με τα μετόπισθεν.
Οι παραπάνω συνθήκες θεωρείται ότι υπήρξαν κομβικές για την ευρύτατη συμμετοχή στην εκεχειρία, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξαν κι αρχικές σχέσεις μεταξύ Βρετανών και Γερμανών στρατιωτών, οι οποίοι συνήθιζαν να ανταλλάσσουν προϊόντα κατά τους πρώτους μήνες του πολέμου. Καθοριστικό ρόλο, επίσης, έπαιξε κι η χαλαρότητα στο Δυτικό μέτωπο κατά τον Δεκέμβριο του 1914, καθώς οι στρατιώτες αναπαύονταν μετά από τις πολύνεκρες μάχες του Μάρνη και της Υπρ που μόλις είχαν ολοκληρωθεί, οι οποίες είχαν αποδείξει σε όλους τους νεαρούς στρατιώτες ότι ο πόλεμος δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση, ούτε μία ευκαιρία για να ξεφύγουν από την μίζερη καθημερινότητά τους, όπως αρχικά πίστευαν.
Στην εκεχειρία των Χριστουγέννων του 1914 θεωρείται ότι πήραν μέρος (με τον έναν ή τον άλλον τρόπο) περισσότεροι από 100.000 στρατιώτες κατά μήκος ολόκληρου του Δυτικού Μετώπου, ενώ υπήρξαν αναφορές για παρόμοιες επί μέρους εκεχειρίες τόσο στο Βαλκανικό Μέτωπο όσο και στο Ανατολικό.
Παρόμοιες απόπειρες εκεχειρίας που επιχειρήθηκαν το επόμενο έτος στέφθηκαν από αποτυχία (με λίγες μόνο μονάδες να καταφέρνουν να την επιτύχουν), καθώς οι εντολές της ιεραρχίας των Επιτελείων των τριών δυνάμεων είχαν καταστήσει σαφές ότι δεν θα επέτρεπαν ανάλογες «ντροπιαστικές» συμφωνίες.
Το 1916, τα θύματα από όλες τις πλευρές ήταν πλέον τόσα πολλά, οξύνοντας την έχθρα μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, γεγονός που δεν επέτρεψε στην ανθρωπότητα να ξαναγίνει μάρτυρας ενός φαινομένου ανάλογης έκτασης.
Οι εκατόμβες νεκρών στις μάχες του Βερντέν και του Σομ αλλά κι η χρήση δηλητηριωδών αερίων εμφάνισαν τους αντίπαλους στρατιώτες ως υπανθρώπους, με αποτέλεσμα να μην επιχειρηθεί ξανά κάποια αντίστοιχη πρωτοβουλία, παρά μόνο σποραδικά και σε καμία περίπτωση σε τέτοιο εύρος, όσο τα Χριστούγεννα του 1914.
Η αρχή της εκεχειρίας
Σύμφωνα με τις αναφορές των στρατιωτών που έζησαν τα γεγονότα αλλά κι ιστορικών κι από τις τρεις αντιμαχόμενες πλευρές, η εκεχειρία αρχικά είχε ως στόχο την ολιγόωρη ανάπαυση των στρατευμάτων που βασανίζονταν στα χαρακώματα επί εβδομάδες.
Ήδη από τις αρχές Νοεμβρίου του 1914 τμήματα των βρετανικών δυνάμεων που στάθμευαν στην πρώτη γραμμή του μετώπου ανέπτυξαν τις πρώτες εμβρυακές σχέσεις με Γερμανούς στρατιώτες από τα απέναντι χαρακώματα, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις υπήρξαν συναντήσεις μεταξύ αντίπαλων στρατιωτών σε ουδέτερο έδαφος.
Αρχικά οι αφορμές για την κατάπαυση του πυρός περιορίζονταν στην συλλογή των νεκρών και των τραυματιών και στο μάζεμα τροφής από την γύρω περιοχή χωρίς οι άντρες να γίνονται στόχοι αντίπαλων σκοπευτών, ενώ στη συνέχεια ξεκίνησαν κι οι επισκέψεις στρατιωτών στις αντίπαλες μονάδες για «ψυχαγωγικούς λόγους».
Ο μετέπειτα στρατάρχης και πρωθυπουργός της Γαλλίας Σαρλ Ντε Γκωλ, ο οποίος τότε είχε τον βαθμό του λοχαγού στο 7ο Σύνταγμα Πεζικού στην περιοχή του Βερντέν, διατύπωσε σε επιστολή του προς τους ανωτέρους του την δυσφορία του για την απροθυμία των Γάλλων στρατιωτών να επιτίθενται στους Γερμανούς, ενώ συμπλήρωσε πως «αρκετοί πιστεύουν ότι πρέπει να τους αφήσουμε στην ησυχία τους».
Παράλληλα ο στρατηγός Ντουρβάλ, διοικητής της 10ης γαλλικής στρατιάς στην περιοχή του Μάρνη διατύπωσε τα παράπονά του προς την ιεραρχία, καθώς «τα στρατεύματά του άρχισαν να αναπτύσσουν φιλικές σχέσεις με τις αντίπαλες γερμανικές μονάδες».
Η παραμονή των Χριστουγέννων
Στις 24 Δεκεμβρίου 1914 πολλές βρετανικές και γερμανικές μονάδες, στην πλειονότητά τους στην περιοχή της Υπρ κοντά στα σύνορα με το Βέλγιο, είχαν εντολές να παραμείνουν σε αμυντικές θέσεις, λόγω διαφόρων ζητημάτων που αφορούσαν στην καθυστέρηση της έλευσης ενισχύσεων και μονάδων που θα τους αντικαθιστούσαν στην πρώτη γραμμή.
Η αρχή της εκεχειρίας οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην «ατυχή» έμπνευση της γερμανικής διοίκησης να αποστείλει εκατοντάδες χιλιάδες μικρά χριστουγεννιάτικα δέντρα στους άντρες του Δυτικού Μετώπου, με σκοπό να αισθανθούν λίγο πιο οικεία, μετά την πολύμηνη παραμονή τους στα χαρακώματα.
Έτσι, χιλιάδες στολισμένα χριστουγεννιάτικα δέντρα έκαναν την εμφάνισή τους στην γερμανική πλευρά των χαρακωμάτων, με τους Βρετανούς στην αντίπερα όχθη να αδυνατούν να πιστέψουν στα μάτια τους.
Η έκπληξη των Βρετανών, όμως, έδωσε την θέση της στον ενθουσιασμό, όταν άρχισαν να ακούν χριστουγεννιάτικα τραγούδια από τις θέσεις των Γερμανών.
Άγγλοι και Σκοτσέζοι απάντησαν αμέσως στην δική τους γλώσσα κι η εκεχειρία που θα άφηνε εποχή είχε μόλις ξεκινήσει. Τις επόμενες ώρες τα τραγούδια αντικαταστάθηκαν από ευχές και καλέσματα για κατάπαυση του πυρός, ενώ λίγη ώρα αργότερα έλαβε χώρα κι η πρώτη συνάντηση στην νεκρή ζώνη.
Η συνέχεια είναι χιλιοειπωμένη κι αποτελεί ίσως μία από τις ενδοξότερες αντιπολεμικές ιστορίες όλων των εποχών.
Αρχικά κατά δεκάδες κι εν συνεχεία κατά χιλιάδες, άντρες των εμπόλεμων στρατών έβγαιναν άοπλοι από τα χαρακώματά τους για να συναντήσουν τους μέχρι πρότινος θανάσιμους εχθρούς τους.
Δώρα, τρόφιμα, τσιγάρα, αλκοόλ αλλά κι αυτοσχέδια φυλαχτά άλλαζαν χέρια με καταιγιστικούς ρυθμούς, ενώ άλλοι αντάλλασσαν μέχρι και στρατιωτικό εξοπλισμό με τους συναδέλφους τους.
Το πυροβολικό εκατέρωθεν σίγησε ως δια μαγείας, καθώς οι άντρες των τμημάτων που δεν βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή, μάθαιναν μέσω του τηλέγραφου τα νέα από το «μέτωπο».
Στο ίδιο χρονικό διάστημα έλαβαν χώρα κι αποστολές τραυματιοφορέων και στρατιωτικών ιατρών με σκοπό την συγκέντρωση την περίθαλψη όσων τραυματιών βρίσκονταν στη νεκρή ζώνη από τις μάχες των προηγούμενων ημερών, ενώ συνεχίστηκε και το μακάβριο έργο της συλλογής των νεκρών κι από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές.
O Βρετανός ταξίαρχος Γουόλτερ Κόνκριβ, τότε διοικητής της 18ης Μεραρχίας Πεζικού, έγραψε στα απομνημονεύματά του για την ημέρα εκείνη: «Οι άντρες μου άρχισαν ένας ένας να σηκώνουν τα κεφάλια τους από τα χαρακώματα και να διασχίζουν την νεκρή ζώνη. Αξιωματικοί κι οπλίτες αντάλλασσαν χειραψίες, φιλοφρονήσεις και τσιγάρα. Ένας από τους καλύτερους Γερμανούς σκοπευτές κάπνισε πούρο με έναν από τους διοικητές μου, σαν να γνωρίζονταν χρόνια».
Ο Κόνκριβ παρόλο που απέφυγε να βρεθεί στο σημείο λόγω του φόβου του ότι θα γινόταν στόχος των Γερμανών, ωστόσο δεν φάνηκε ιδιαίτερα αυστηρός με τους άντρες του και τους συνέστησε να είναι απλώς προσεκτικοί.
Ένας ακόμα μάρτυρας της εκεχειρίας και της συνάντησης στη νεκρή ζώνη ήταν ο οπλίτης Χένρι Γουίλιαμσον, ο οποίος σε γράμμα προς την μητέρα του, αφού της παρέθεσε εν ολίγοις την καθημερινότητά του στο μέτωπο, στη συνέχεια έκανε αναφορά στον καπνό που του είχε χαρίσει ένας Γερμανός στρατιώτης λίγες ημέρες πριν.
Η εκεχειρία συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής των Χριστουγέννων αλλά κι ανήμερα της μεγαλύτερης γιορτής του χρόνου, παρόλο που σε μερικά σημεία του μετώπου σημειώθηκαν αψιμαχίες με εκατέρωθεν απώλειες.
Ο λοχαγός Σερ Έντουαρντ Χαλς θυμόταν για χρόνια, έναν νεαρό Γερμανό δεκανέα, ο οποίος πριν τον πόλεμο κατοικούσε στο Σάφολκ της Μεγάλης Βρετανίας κι είχε αφήσει πίσω γυναίκα, παιδιά και μία μικρή μοτοσυκλέτα των 3,5 ίππων, ενώ ενθυμούμενος την ημέρα εκείνη ανέφερε χαρακτηριστικά: «Κάποια στιγμή βρισκόμασταν όλοι μαζί, Άγγλοι, Σκοτσέζοι, Ιρλανδοί, Πρώσσοι και Βαυαροί να τραγουδάμε. Ακόμα και τώρα, μου φαίνεται απίστευτο».
Αντίστοιχες ήταν κι οι αντιδράσεις από την πλευρά των Γερμανών οπλιτών κι αξιωματικών, με αρκετούς να καταφέρνουν να ξεπεράσουν το ανάχωμα της λογοκρισίας και σε επιστολές τους να «διαδώσουν» το γεγονός. Οι μαρτυρίες τους, όμως, δεν κατάφεραν να περάσουν στην αιωνιότητα καθώς η λογοκρισία κι οι απειλές των ανωτέρων τους δεν άφησαν τις ιστορίες τους να περάσουν στην αιωνιότητα.
Σποραδικές μόνο αναφορές σε «περίεργα» γεγονότα από την ημέρα εκείνη κατάφεραν να διασωθούν.
Μία εξ αυτών ανήκει στον υπολοχαγό Γιοχάνες Νίμαν ο οποίος κι ανέφερε στους συγγενείς του «(ο ανώτερος) μού άρπαξε από τα χέρια τα κυάλια. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Οι στρατιώτες μας είχαν βγει έξω από τα χαρακώματα κι αντάλλασσαν τσιγάρα, ποτά και σοκολάτες με τον εχθρό».
Μεταξύ όσων έζησαν στο «πετσί» τους την εκεχειρία του 1914 ήταν κι ο νεαρός τότε δεκανέας Αδόλφος Χίτλερ, ο οποίος μόνο με καλό μάτι δεν είδε την πρόσκαιρη συμφιλίωση των δύο αντιπάλων.
Από την πλευρά του ο Ζεν Μοριγιόν, Γάλλος στρατιώτης που πολεμούσε στον τομέα Comines αναφέρθηκε στην εκεχειρία, σε γράμμα του προς την μητέρα του, στην οποία επισήμανε να μην πει λέξη σε κανέναν για όσα της έγραφε λόγω άνωθεν διαταγών. «Ήρθαν άοπλοι προς το μέρος μας, φωνάζοντας στα γαλλικά “Αδέρφια, αδέρφια, συνάντηση”». Όταν κατάλαβαν ότι δεν αντιδρούσαμε , ήρθαν προς εμάς με επικεφαλής έναν αξιωματικό».
Ο Γκουστάβ Μπερνιέρ, που υπηρετούσε στις Αρδένες έγραψε στην κοπέλα του: «Ανήμερα των Χριστουγέννων οι Γερμανοί έκαναν σινιάλα για να μας μιλήσουν. Είπαν ότι δεν θα ρίξουν κι ότι κουράστηκαν από τον πόλεμο. Δεν έχουν διαφορές μαζί μας. Με τους Γάλλους τα έχουν».
Και ξαφνικά…το ποδόσφαιρο
Ένα από τα βασικότερα συστατικά της χριστουγεννιάτικης ανακωχή ήταν φυσικά και το ποδόσφαιρο.
Πέρα από τις κατά τόπους ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις μεταξύ στρατιωτών αλλά και μικτούς αγώνες στην νεκρή ζώνη, το ποδόσφαιρο στάθηκε ως ο συνεκτικός κρίκος μεταξύ των νεαρών αντρών, που βρίσκονταν σε απελπιστική κατάσταση από την πολύμηνη παρουσία τους στα χαρακώματα.
Σύμφωνα με μαρτυρίες Βρετανών στρατιωτών που διασώθηκαν στο πέρασμα των χρόνων υπάρχουν πολλές ξεχωριστές αναφορές στην εγγύτητα που κατάφερε να προσδώσει το ποδόσφαιρο μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών.
Όπως αναφέρεται σε μεταγενέστερα κείμενα, πολλοί Γερμανοί στρατιώτες που είχαν ζήσει στο Λονδίνο κι ήξεραν αγγλικά, ρωτούσαν τους Άγγλους συναδέλφους τους για τα νέα από το αγγλικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, ενώ δεν έλειπαν κι προσκλήσεις για ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις στο μέτωπο, οι οποίες κι ευοδώθηκαν λίγες ημέρες αργότερα.
Μετά από τις ποδοσφαιρικές συζητήσεις ήρθαν κι οι αγώνες, με αυτοσχέδιες μπάλες να κάνουν την εμφάνισή τους, ενώ σε πολλές περιπτώσεις το ρόλο της στρογγυλής θεάς έπαιξαν κονσερβοκούτια και δοχεία νερού.
Μάλιστα, σύμφωνα με Βρετανούς αξιωματικούς που βρέθηκαν μπροστά σε έναν τέτοιο ποδοσφαιρικό αγώνα, οι ομάδες δεν χωρίζονταν μόνο σύμφωνα με την εθνικότητα, αλλά σε πολλές περιπτώσεις οι ομάδες ήταν μικτές, συναποτελούμενες από Γερμανούς, Βρετανούς και σε λίγες περιπτώσεις και Γάλλους στρατιώτες.
Η πρώτη καταγεγραμμένη αναφορά για τη διεξαγωγή ποδοσφαιρικών αγώνων ανήκει σε γιατρό της Βρετανικής Ταξιαρχίας Τυφεκιοφόρων και δημοσιεύθηκε στους Times την 1η Ιανουαρίου 1915. Ο Ρόμπερτ Γκράιβς, ο οποίος αρκετές δεκαετίες μετά εξέδωσε μυθιστόρημα με αναφορά στα γεγονότα, υποστήριξε πως ο αγώνας έληξε με τελικό νικητή τους Άγγλους στρατιώτες με σκορ 3-2 έναντι των Γερμανών.
Από την πλευρά του, ο Κρις Μπέκερ πρόεδρος συνδέσμου βετεράνων του Δυτικού Μετώπου και συγγραφέας του βιβλίου «Η μέρα που σταμάτησε ο πόλεμος», αναφέρει ότι λόγω του εδάφους η διεξαγωγή αγώνων στάθηκε σχεδόν αδύνατη στις περισσότερες περιπτώσεις, με τους στρατιώτες να περιορίζονται στην ανταλλαγή πασών μεταξύ τους. Βέβαια, ο ίδιος παραδέχεται στη συνέχεια ότι στον τομέα Mesines διεξήχθησαν αναμετρήσεις μεταξύ των στρατιωτών, αναφέροντας ενδεικτικά βρετανικές μονάδες για τις οποίες υπήρχαν μαρτυρίες ότι συμμετείχαν στα γεγονότα.
Ο ιστορικός Μάικ Ντας το 2011 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι περισσότερες αναμετρήσεις αφορούσαν αγώνες μεταξύ αντρών της ίδιας παράταξης, ωστόσο υπήρχαν 3-4 περιπτώσεις όπου συμμετείχαν και στρατιώτες αντίπαλων μονάδων.
Ο Γερμανός υπολοχαγός είναι ο μοναδικός Γερμανός αξιωματικός, του οποίου η μαρτυρία διασώθηκε στο πέρασμα των χρόνων. «Οι Άγγλοι ήρθαν με μία πέτσινη μπάλα στα χέρια και το παιχνίδι γρήγορα ξεκίνησε. Πόσο ωραίο θέαμα ήταν και πόσο παράξενο».
Παρόλο που πολλοί κατά καιρούς προσπάθησαν να ρίξουν περισσότερο φως στα γεγονότα αυτά, εν τούτοις αυτό στάθηκε ιδιαίτερα δύσκολο, λόγω της παρέλευσης πολλών ετών. Οι πιο αξιόπιστες αναφορές ανήκουν στον Μάικ Ντας, ο οποίος κι ανέφερε στο βιβλίο του: «Το 133ο Σύνταγμα Σαξόνων έπαιξε εναντίον των Σκοτσέζων, ενώ η μονάδα των Argyll Highlanders αναμετρήθηκε με τους Γερμανούς, επικρατώντας με σκορ 4-1».
Μέχρι σήμερα υπάρχουν 29 ξεχωριστές αναφορές για διεξαγωγή ποδοσφαιρικών αγώνων στη νεκρή ζώνη, με αποτέλεσμα οι ιστορικοί να θεωρούν βέβαιη την ύπαρξη έστω και μερικών από αυτούς ώστε να επιβεβαιωθεί ο «μύθος» της ανακωχής των Χριστουγέννων κι ο ρόλος του ποδοσφαίρου σε αυτή.
Για αυτόν τον λόγο μάλιστα, το 2008, στην πόλη Φρίλινγκεν της Γαλλίας, άντρες του 371ου γερμανικού Τάγματος έπαιξαν σε φιλική αναμέτρηση εναντίον μονάδας του αγγλικού στρατού σε ανάμνηση της ανακωχής του 1914, με τους Γερμανούς να επικρατούν με σκορ 2-1.
Επιπλέον, σε ανάμνηση εκείνης της ημέρας, δημιουργήθηκε στην Αγγλία το μνημείο «Το ποδόσφαιρο θυμάται», το οποίο εγκαινιάστηκε το 2014 (στην επέτειο της συμπλήρωσης ενός αιώνα από την ανακωχή) από τον διάδοχο του θρόνου πρίγκιπα Ουίλιαμ και τον τότε προπονητή της Εθνικής Ροι Χόγκσον. Τέλος, η UEFA τίμησε με την σειρά της εκείνη την ημέρα, δημοσιεύοντας ένα επετειακό αφιέρωμα την ημέρα της συμπλήρωσης εκατό χρόνων από την ανακωχή των Χριστουγέννων.
Η εκεχειρία στο Ανατολικό Μέτωπο και στα Βαλκάνια
Σποραδικές εκεχειρίες έχουν αναφερθεί κατά την ίδια χρονική περίοδο και στο Ανατολικό Μέτωπο, τμήματα της Αυστροουγγαρίας, της Βουλγαρίας και της Ρωσίας αποφάσισαν να σταματήσουν για ένα διάστημα τις συγκρούσεις, προκαλώντας την οργή του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ του Α’.
Η μεγαλύτερη σε διάρκεια εκεχειρία σε αυτό το τμήμα του μετώπου αναφέρθηκε επίσης τα Χριστούγεννα του 1914, μετά από πρόταση των Αυστριακών προς τους Ρώσους, με τους τελευταίους να την αποδέχονται.
Στρατιώτες και των δύο πλευρών συναντήθηκαν στην νεκρή ζώνη, ανταλλάσσοντας δώρα, τρόφιμα κι ευχές, χωρίς ωστόσο οι συναντήσεις αυτές να έχουν καταγραφεί από τον φωτογραφικό φακό.
Όπως αναφέρει ο Αυστριακός μουσικός Φριτς Κράισλερ, ο οποίος βρέθηκε στο μέτωπο το φθινόπωρο του 1914, πολλές ρωσικές κι αυστριακές μονάδες είχαν συνάψει ολιγοήμερες εκεχειρίες, οι οποίες όμως δεν επαναλήφθηκαν έκτοτε.
Επιπλέον, πολλά παραδείγματα εκεχειριών έχουν αναφερθεί και λόγω των καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν στα μέτωπα των συγκρούσεων. Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως στις βροχερές ημέρες που τα χαρακώματα πλημμύριζαν και μετατρέπονταν σε βάλτους λάσπης, οι συγκρούσεις σταματούσαν μέχρι τον καθαρισμό των θέσεων και ξεκινούσαν ξανά μόλις οι καιρικές συνθήκες βελτιώνονταν. Στο Βαλκανικό μέτωπο υπάρχει μόνο μία καταγεγραμμένη αναφορά για την σύναψη εκεχειρίας μεταξύ Βούλγαρων κι Άγγλων αποικιακών τμημάτων κι αυτή αρκετούς μήνες μετά την εκεχειρία των Χριστουγέννων του 1914.
Σύμφωνα με τον Βούλγαρο συγγραφέα Γιορντάν Γιοβκόφ κατά τη διάρκεια του Πάσχα του 1915, τα αντιμαχόμενα τμήματα σύναψαν εκεχειρία στο ποταμό Μέστα, κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, γεγονός που τον ενέπνευσε για την συγγραφή του διηγήματος «Άγια Νύχτα», στο οποίο κι εξιστορεί τα προσωπικά του βιώματα από την εκεχειρία.Ομάδας της Αγγλίας, Ρόι Χόντσον. Τέλος, ακόμη μία εκεχειρία συνήφθη μεταξύ Βέλγων και Γερμανών στρατιωτών που βρίσκονταν αντιμέτωποι στα χαρακώματα σε περιοχές του Βελγίου. Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, η εκεχειρία δεν αφορούσε άμεσα την γιορτή των Χριστουγέννων αν και χρονικά συνέπεσε με τις εκεχειρίες στα υπόλοιπα σημεία του μετώπου.
Σαν αφορμή στάθηκε η επιθυμία των Βέλγων στρατιωτών να επικοινωνήσουν δια αλληλογραφίας με τις οικογένειές τους που ζούσαν στα κατεχόμενα από τους Γερμανούς εδάφη του Βελγίου, αίτημα το οποίο έγινε αποδεκτό από την γερμανική πλευρά, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν αναφορές για άλλες δραστηριότητες μεταξύ των στρατιωτών.
Ο αντίκτυπος στα μετόπισθεν κι η κάλυψη των Μέσων Ενημέρωσης
Αξιοσημείωτος είναι κι τρόπος με τον οποίο κάλυψαν τα γεγονότα της εκεχειρίας τα μέσα ενημέρωσης της εποχής αλλά κι ο αντίκτυπος της εκεχειρίας στον άμαχο πληθυσμό των μετόπισθεν.
Για να γίνουν, ωστόσο, αντιληπτές οι επικρατούσες συνθήκες όσων παρέμεναν εκτός των πολεμικών μετώπων αξίζει να αναφερθούμε σε μία πρωτοβουλία Βρετανίδων φεμινιστριών, οι οποίες επέλεξαν να επικοινωνήσουν με αντίστοιχους συλλόγους Γερμανίδων και γυναικών από την Αυστρία με σκοπό την ενδυνάμωση του αντιπολεμικού κινήματος και των φωνών για τον τερματισμό της ένοπλης σύρραξης.
Σε αντίστοιχο πνεύμα ήταν κι η τοποθέτηση του προκαθήμενου της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, Πάπα Βενέδικτου του 15ου, ο οποίος απευθυνόμενος προς όλες τις εμπόλεμες χώρες έκανε έκκληση ώστε «να σιγήσουν τα όπλα και να ακουστούν οι φωνές των αγγέλων».
Όσον αφορά στην κάλυψη των γεγονότων της εκεχειρίας από τα μέσα ενημέρωσης της εποχής, το γεγονός που προκαλεί το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι η μεγάλη αναντιστοιχία μεταξύ Βρετανών από την μία και Γάλλων και Γερμανών από την άλλη.
Στην Μεγάλη Βρετανία, οι εφημερίδες αφιέρωσαν εκτενή ρεπορτάζ στην χριστουγεννιάτικη εκεχειρία, φιλοξενώντας διηγήσεις στρατιωτών που έζησαν τις μοναδικές αυτές στιγμές.
Τις πρώτες ημέρες μετά την εκεχειρία, όλα τα βρετανικά μέσα τηρούσαν σιγήν ιχθύος για τα γεγονότα, όταν όμως η εφημερίδα των ΗΠΑ New York Times έσπασαν το ιδιότυπο εμπάργκο, τότε όλες οι βρετανικές εφημερίδες καταπιάστηκαν με το θέμα σε αντίθεση με τους συναδέλφους τους σε Γερμανία και Γαλλία, που κατέβαλαν τεράστιες προσπάθειες για να αποκρύψουν το περιστατικό, προφανώς κάτω από τις άνωθεν πιέσεις της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας.
Οι βρετανικές εφημερίδες Mirror και Sketch φιλοξένησαν φωτογραφικά αφιερώματα από την συνάντηση των στρατιωτών στην νεκρή ζώνη του μετώπου, συνοδεύοντας το οπτικό υλικό με τίτλους όπως «μία από τις πιο απρόσμενες εκπλήξεις σε έναν απρόσμενο πόλεμο».
Μάλιστα, οι Times του Λονδίνου, που την εποχή εκείνη ήταν η μεγαλύτερη σε κυκλοφορία εφημερίδα του Ηνωμένου Βασιλείου εξέφρασε την δυσαρέσκιά της για την λήξη της εκεχειρίας και την επανέναρξη της αιματοχυσίας, ενώ στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και τα υπόλοιπα βρετανικά tabloid.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της εφημερίδας Daily Mail, η οποία και δημοσίευσε αυτούσια την επιστολή ενός στρατιώτη, ο οποίος ανέφερε για την ημέρα εκείνη: «Γιορτάζουμε τα πιο εξωπραγματικά Χριστούγεννα που μπορείτε να φανταστείτε. Μία εκεχειρία που δεν είχε συμφωνηθεί και δεν είχε την έγκριση κανενός εξελίσσεται μεταξύ ημών και των “φίλων μας” στην πρώτη γραμμή. Όλα ξεκίνησαν την Παραμονή, όταν οι Γερμανό μάς φώναξαν “Καλά Χριστούγεννα, Άγγλοι” κι εμείς τους απαντήσαμε. Συναντηθήκαμε στην νεκρή ζώνη και συμφωνήσαμε να μην πέσει ούτε ένας πυροβολισμός μέχρι τα μεσάνυχτα. Πράγματι, δεν έπεσε οΟ συγγραφέας της επιστολής, λοχαγός Ρόμπερτ Μιλς σκοτώθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1914 πριν η εφημερίδα δημοσιεύσει την επιστολή του τον Γενάρη του ίδιου χρόνου.
Στον αντίποδα βρέθηκαν τα γαλλικά και γερμανικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία έκαναν αγώνα δρόμου για να αποκρύψουν το γεγονός της εκεχειρίας, φοβούμενοι ότι η τυχόν διάδοση της είδησης μπορεί να προκαλούσε αρνητικό αντίκτυπο στο αξιόμαχο του στρατού και στην ψυχολογία όσων βρίσκονταν στα μετόπισθεν.
Σύμφωνα, με όσα έγιναν γνωστά πολλά χρόνια αργότερα από ανθρώπους που έζησαν από πρώτο χέρι τα γεγονότα, η στρατιωτική ηγεσία είχε δώσει ρητές διαταγές σε διοικητές κι αξιωματικούς ώστε να εμποδίσουν κάθε επαφή των στρατιωτών που συμμετείχαν στην εκεχειρία με δημοσιογράφους, ενώ κάθε γράμμα των στρατιωτών προς τα μετόπισθεν λογοκρινόταν αυστηρά σε κάθε αναφορά στην εκεχειρία.
Στην Γαλλία, τα γεγονότα πήραν μεγάλη έκταση από διηγήσεις τραυματιών του μετώπου που νοσηλεύονταν στα μετόπισθεν, με τις γαλλικές αρχές να εκδίδουν επείγουσα διαταγή, η οποία ανέφερε ότι όποιος συνάπτει ανακωχή με τον εχθρό, θα θεωρείται προδότης εν καιρώ πολέμου.
Βέβαια, όταν το θέμα πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις και πλέον δεν μπορούσε να μείνει κρυφό, οι γαλλικές αρχές εξέδωσαν ανακοίνωση στην οποία ανέφεραν ότι η εκεχειρία έλαβε χώρα χωρίς την συμμετοχή γαλλικών τμημάτων και περιορίστηκε στην ανταλλαγή δώρων και στην απαγγελία τραγουδιών μεταξύ Βρετανών και Γερμανών.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν κι οι γερμανικές στρατιωτικές αρχές, οι οποίες και διεμήνυσαν προς κάθε κατεύθυνση ότι καμία επιμέρους εκεχειρία με τον εχθρό δεν θα γινόταν ανεκτή.
Τέλος, στην ουδέτερη μέχρι τότε Ιταλία τα μέσα ενημέρωσης αναπαρήγαγαν τα ρεπορτάζ του διεθνούς τύπου για την εκεχειρία, με τις εφημερίδες La Nazione και Corriere della Sera να κάνουν αναφορά και στην διεξαγωγή ποδοσφαιρικής αναμέτρησης στην νεκρή ζώνη του μετώπου.
Το τραγούδι της εκεχειρίας
Ένα σκοτσέζικο παραδοσιακό τραγούδι, το οποίο έχει τις ρίζες του στην τοπική παράδοση κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα, θεωρείται ως ο «ύμνος» της εκεχειρίας των Χριστουγέννων του 1914.
Το Auld Lang Syne, οι στίχοι του οποίου γράφτηκαν από τον ποιητή Ρόμπερτ Μπερνς το 1788, θεωρείται ως η καλλιτεχνική επιτομή της εκεχειρίας, ωστόσο δεν υπάρχει κάποια βάσιμη πηγή που να επιβεβαιώνει τον παραπάνω ισχυρισμό.
To Auld Lang Syne αποτελούσε την εποχή εκείνη ένα από τα πιο ευρέως διαδεδομένα τραγούδια στην Αγγλία και σε όλες τις κτήσεις της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, ενώ διάφορες παραλλαγές του ήταν πολύ διαδεδομένες σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο.ύτε ένας».
Αν και το μήνυμά του δεν μπορεί να ταυτιστεί ευθέως με τις μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, ωστόσο η χρήση του ειδικά εκείνες τις ημέρες, το είχε ταυτίσει στις συνειδήσεις των περισσοτέρων με τις ημέρες των γιορτών.
Η πρωτοβουλία να τραγουδηθεί στην πρώτη γραμμή του μετώπου, συνοδευόμενο από τους ήχους της γκάιντας των Σκοτσέζων φαίνεται να ανήκει στον Έντουαρντ Χαλς, διοικητή της Σκοτσέζικης Φρουράς, ο οποίος έψαχνε μανιωδώς έναν τρόπο να απαντήσει στο γερμανικό τραγούδι Deutschland Uber Alles, η απαγγελία του οποίου αποτελούσε και την αγαπημένη συνήθεια των Γερμανών οπλιτών στην πρώτη γραμμή του μετώπου.
Πάντως, αξίζει να σημειωθεί πως τα τραγούδια από τους στρατιώτες στα χαρακώματα -ειδικότερα τις απογευματινές και βραδινές ώρες όταν κι οι συγκρούσεις περιορίζονταν- είχαν κάνει την εμφάνισή τους από τις πρώτες ήδη μέρες του πολέμου.
Ιδιαίτερη μνεία στο συγκεκριμένο τραγούδι έγινε στην ταινία Joyeux Noel (Καλά Χριστούγεννα), η οποία αποτελεί και το πιο πρόσφατο παράδειγμα αποτύπωσης της ιστορικής μνήμης για το ανεπανάληπτο αυτό γεγονός.
ΠΗΓΗ: gazzeta.gr