Τα Χριστούγεννα είναι μια περίοδος συνυφασμένη με την αγάπη κι ένας πολύ γνώριμος τρόπος έκφρασης της αγάπης μέσα στην οικογένεια είναι η προσφορά των δώρων. Ωστόσο, αρκετές φορές ένα δώρο μπορεί και να γεννήσει ένταση μεταξύ γονιών και παιδιών. Ακολουθεί ένα παράδειγμα όπου το δώρο δημιουργεί μια πρόκληση:
Παιδί: «Τι είναι αυτό;», «Δεν είναι αυτό που ζήτησα!», «Είχα ζητήσει και κάτι ακόμα».
Γονέας: «Δεν πρέπει να είμαστε αχάριστοι», «Εγώ στην ηλικία σου δεν είχα τέτοια», «Δεν εκτιμάς αυτά που έχουμε», «Νομίζεις μας περισσεύουν τα λεφτά;».
Τα παιδικά και εφηβικά «θέλω» μπορούν να είναι ανεξάντλητα και να προκαλέσουν στους γονείς εκνευρισμό, κούραση ή ακόμα κι ενοχές. Συνήθως, αυτό που εκφράζουν τα παιδιά είναι η ανάγκη να εξερευνήσουν τα όρια του περιβάλλοντος ή και μια αδυναμία να κατανοήσουν αντικειμενικούς περιορισμούς (πχ. οικονομική δυνατότητα).
Σε κάποιες περιπτώσεις, πίσω από αυτές τις αντιδράσεις μπορεί να κρύβονται και συναισθηματικές προκλήσεις στη σχέση με τους γονείς (πχ. «Αξίζω ή δεν αξίζω για αυτούς;», «Θεωρούν ότι τα έχω πάει αρκετά καλά;», «Μήπως προτιμούν το αδελφάκι μου και γι’ αυτό του πήραν περισσότερα;»).
Ο τρόπος με τον οποίο οι γονείς θα ανταποκριθούν στα παραπάνω συνδέεται άμεσα με το πώς οι ίδιοι αντιλαμβάνονται και ερμηνεύουν τις δηλώσεις του παιδιού. Αν για παράδειγμα ένας γονέας αισθάνεται ανασφάλεια για την οικονομική κατάσταση της οικογένειας, είναι πιθανό να σκεφτεί ότι δεν προσφέρει αρκετά στο παιδί ή ότι μπορεί το παιδί να νιώθει στέρηση. Κάποιος άλλος γονέας μπορεί να περιμένει πως το παιδί θα καταλάβει με πόσο κόπο και προσπάθεια κατάφερε να του πάρει το όποιο δώρο. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, ίσως το θεωρήσει αχάριστο και θυμώσει μαζί του.
Είναι φυσικό ένας γονιός να αναστατώνεται από τέτοιες δηλώσεις. Έχει σημασία να σκεφτεί ότι αυτό που ο ίδιος/ η ίδια φαντάζεται διαφέρει από αυτό που συμβαίνει στο μυαλό του παιδιού. Αξίζει να σημειωθεί πως εκείνη την στιγμή, το παιδί ή ο έφηβος εκφράζει ένα έντονο συναίσθημα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν εκτιμά αυτά που ήδη έχει. Τα παιδιά, από την προσχολική μέχρι και την εφηβική ηλικία, διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους με την βοήθεια των γονιών.
Αυτό που συνήθως είναι πιο βοηθητικό για την επικοινωνία και τη συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού είναι ο γονέας να μην απαντήσει, αλλά να κάνει ερωτήσεις (πχ. «Πώς αισθάνεσαι για αυτό;», «Γιατί φαντάζεσαι ότι δεν μπόρεσες να πάρεις αυτό που ζήτησες;»). Επίσης, μπορεί ο γονέας να αναγνωρίσει ότι το παιδί είναι στενοχωρημένο ή απογοητευμένο ή θυμωμένο και να του επιτρέψει να εκφραστεί χωρίς σχόλια ή κριτική. Από αυτή τη βάση είναι ευκαιρία να ξεκινήσει μια συζήτηση – ακόμα και με όλα τα μέλη της οικογένειας – σχετικά με την αξία των υλικών αγαθών έναντι άλλων και τη σημασία της προσφοράς.
Τέλος, εάν είναι εφικτό, μπορεί να διαμορφωθεί ένας νέος τρόπος για το πότε ή πώς θα μπορούσε να ικανοποιηθεί η επιθυμία του παιδιού στο μέλλον.
Παιδί: «Τι είναι αυτό;», «Δεν είναι αυτό που ζήτησα!», «Είχα ζητήσει και κάτι ακόμα»
Γονέας: «Τι ιδιαίτερο είχε αυτό που ήθελες;», «Τι δεν είναι τόσο καλό σε αυτό που πήρες;», «Πρέπει να είσαι πολύ απογοητευμένος που δεν πήγε όπως το περίμενες», «Κι εγώ έχω αισθανθεί έτσι», «Όταν ηρεμήσεις είμαι εδώ να το συζητήσουμε», «Δυστυχώς, αυτό θα πάρει πολύ καιρό για να καταφέρουμε να το αγοράσουμε», «Τι θα έλεγες αν φύλαγες κάθε βδομάδα στον κουμπαρά σου Χ ποσό μέχρι να μπορέσεις να το αγοράσεις;».