• Πριν κάποιο καιρό, βαδίζοντας λίγο γρήγορα, έστριψα απότομα στη γωνία του δρόμου. Αισθάνθηκα ότι κάτι ακούμπησα και γύρισα να ζητήσω συγνώμη. Πριν προλάβω να πω οτιδήποτε, ακούω μια φωνή “στραβός είσαι ρε γέρο?”. Τη φράση την είχε εκστομίσει ένα παιδάκι το πολύ Α’ Γυμνασίου. Αποφάσισα να μην πω κάτι ..
• Λίγα μέτρα από το γραφείο μου, συνεργείο του δήμου κατασκευάζοντας στο πεζοδρόμιο ράμπα για ΑΜΕΑ, έβγαλε την απαγορευτική πινακίδα στροφής δεξιά. Το ίδιο απόγευμα, αυτοκίνητο με Αθηναϊκούς αριθμούς κυκλοφορίας ετοιμάζεται να στρίψει (απούσης της πινακίδας) προς τα εκεί που απαγορευόταν. Αποφασίζω να πω του ανθρώπου ότι δεν μπορεί γιατί είναι μονόδρομος και έρχονται με ταχύτητα αντιθέτως κινούμενα αυτοκίνητα. Ανοίγει το τζάμι, σκέφτομαι να με ευχαριστήσει ο άνθρωπος. Τραβάει χειρόφρενο, κατεβαίνει ένας δίμετρος μπρατσάς και μου λέει “κι εσένα ποιος σε ρώτησε ρε μο@νόπανο”. Ζήτησα δυο φορές συγνώμη κι αποχώρησα ..
Καθημερινά, στα τοπικά και όχι μόνο ΜΜΕ γινόμαστε κοινωνοί παρόμοιων θλιβερών περιστατικών, ενίοτε με πιο σκληρά αποτελέσματα. Παρακολουθώντας όμως την καθημερινότητα, αυτά τα περιστατικά φαντάζουν σαν φυσική κατάληξη μιας πορείας, μονόδρομος. Η παραβατικότητα, αυτή που αποκαλούμε “χαμηλή”, αλλά ανοίγει δρόμους για την “ένδικη παραβατικότητα” είναι διάχυτη και γύρω μας.
* Οχήματα σταθμευμένα οπουδήποτε, πεζόδρομοι που έχουν μετατραπεί σε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας, οδηγοί μηχανών που στο 80% αγνοούν την ύπαρξη κράνους, οδηγοί οχημάτων που προσομοιώνουν με πίστα τη δημοτική οδοποιία, μηχανές χωρίς εξατμίσεις που σε μεταφέρουν στο Κανάβεραλ, οχήματα που έχουν μετατραπεί σε κλαμπ και τρίζουν τα τζάμια από τα ηχοσυστήματα. Περισσότερο όμως και πιο εγκληματικό, η αγνόηση του κόκκινου των σηματοδοτών. Καθίστε λίγο σε μια περιφερειακή διασταύρωση και αριθμήστε πόσοι γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τις ενδείξεις των φανοστατών. Ακόμη και οι δήμοι πια αδιαφορούν για τη συντήρησή τους.
Η παραβατικότητα σαν επίδειξη μεγαλείου της “ελληνικής μαγκιάς” δεν εξαντλείται βεβαίως μόνο στον οδικό πολιτισμό.
* Η προτεραιότητα σε μια Υπηρεσία ή Τράπεζα, ο σεβασμός των θέσεων ΑΜΕΑ, τα σκουπίδια από το παράθυρο του αυτοκινήτου, το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους, η τήρηση των ωρών κοινής ησυχίας και η ηχορύπανση και πάνω από όλα, η πιο ύπουλη, τις περισσότερες φορές αθέατη πίσω από τοίχους, λεκτική βία και εκφοβιστική συμπεριφορά.
Είναι αυτά χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας ή ενός κάποιου κλάδου; Προφανώς και όχι. Μειοψηφικές είναι αυτές οι συμπεριφορές, ικανές όμως να χρωματίζουν ευρύτερες κοινωνικές ομάδες. Οι γενικεύσεις άλλωστε οδηγούν σε μηδενιστικές απόψεις και τελικά την αποφυγή αντιμετώπισης αυτών των συμπεριφορών.
Είναι ευθύνη όμως όλων μας, γιατί έχουμε εντάξει και αποδεχτεί στην καθημερινότητά μας παρόμοιες συμπεριφορές, έχουν σταματήσει να μας ενοχλούν. Το “έλα μωρέ τι έγινε” είναι η έκφραση που συνηθίζεις το τέρας και ανοίγει τους δρόμους για δικαστικές διαμάχες, νοσοκομεία, καταστροφές – απώλειες ζωών, γενικά σε αυτό που αποκαλούμε υψηλή, βίαιη παραβατικότητα.
Είναι θέμα πολιτισμού και της ζωής όλων μας, είναι πρωταρχικά θέμα της Πολιτείας που οφείλει να δώσει τον βηματισμό. Τόσο για την όσο το δυνατόν εξάλειψη του φαινομένου, όσο και για να αισθάνονται οι πολίτες ασφαλείς. Το κέλυφος μέσα στο οποίο μια κοινωνία μπορεί να ευημερήσει, δεν μπορεί να μην έχει βασικό του συστατικό στοιχείο, την ασφάλεια.
Ένα πρώτο βήμα θα μπορούσε να γίνει με την εκπαίδευση, το σχολειό. Τις περισσότερες φορές τα επίπεδα βίας που εκδηλώνονται στα σχολεία, αντανακλούν αυτά που υπάρχουν στην οικογένεια, την κοινωνία, το νομικό πλαίσιο και την εφαρμογή του. Μέσα δε από το ρόλο του θύτη, θύματος ή του μάρτυρα στη βία, τα παιδιά μαθαίνουν ότι η βία είναι ένας αποδεκτός τρόπος για τον ισχυρό και επιθετικό για να παίρνει αυτό που θέλει από τον συγκριτικά αδύναμο, παθητικό ή ειρηνικό.
Αξίζει να ρίξουμε μια ματιά, μήπως και αντιστρέψουμε λίγο το κλίμα. Δεν μας αξίζει σαν κοινωνία, να μας ζωγραφίζουν πράξεις μειοψηφιών.