Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, που όπως τονίζει ο πρωθυπουργός θα στηρίζεται σε «σταθερές αυξήσεις στο διαθέσιμο εισόδημα και ελέγχους στην αγορά», στρέφει και το βλέμμα στις Βρυξέλλες για μία ευρωπαϊκή παρέμβαση σε πρακτικές των πολυεθνικών, αποφεύγει όμως ταυτόχρονα να δει το παράδειγμα άλλων ευρωπαϊκών χωρών που έχουν ακολουθήσει με επιτυχία τον δρόμο της μείωσης ΦΠΑ σε βασικά καταναλωτικά αγαθά.
Η κατηγορηματική απόρριψη της σχετικής πρότασης από τον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν εξέπληξε φυσικά κανέναν, καθώς είναι σταθερή η θέση του, την οποία τήρησε και προ των εθνικών εκλογών.
Είναι όμως απόλυτα ξεκάθαρο πλέον πως και το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου αναγνωρίζει ότι αυτό οφείλεται κυρίως στην απώλεια εσόδων που θα προκαλούσε. Το οικονομικό success story που επικαλείται η κυβέρνηση δεν έχει, προφανώς, τις αναγκαίες δημοσιονομικές αντοχές για να ληφθεί και στην Ελλάδα ένα δραστικό μέτρο αντιμετώπισης της ακρίβειας που συνέβαλε ώστε άλλες χώρες να βρίσκονται σήμερα χαμηλότερα σε πληθωρισμό τροφίμων σε σχέση με την Ελλάδα που ήταν στο 5,4% τον Μάρτιο, με ευρωπαϊκό μέσο όρο 1,2%.
Από την πλευρά της η κυβέρνηση επιμένει βέβαια ότι το μέτρο δεν λειτούργησε σε άλλες χώρες, με τον κ. Μητσοτάκη να δηλώνει και χθες ότι “έχουμε βάσιμες υποψίες ότι η μείωση του ΦΠΑ δεν θα περάσει τελικά στον τελικό καταναλωτή γιατί έχουμε εμπειρίες και από άλλες ευρωπαϊκές χώρες που το δοκίμασαν».
Τι λένε όμως οι εμπειρίες άλλων χωρών;
Σύμφωνα με στοιχεία που επικαλέστηκε πρόσφατα η αξιωματική αντιπολίτευση, ο πληθωρισμός τροφίμων ήταν τον Μάρτιο μικρότερος από τον αντίστοιχο στην Ελλάδα (4,4% στην Ισπανία, στην Κύπρο 1,7% και στην Πορτογαλία -0,1%).
Η άποψη ότι η μείωση ΦΠΑ θα απορροφηθεί μέχρι να φθάσει στον καταναλωτή, είναι εκ των βασικών κυβερνητικών επιχειρημάτων, παρά την εύλογη κριτική ότι συνιστά επί της ουσίας και παραδοχή αδυναμίας των ελεγκτικών μηχανισμών.
Ισχυρό πλήγμα σε αυτή την επιχειρηματολογία συνιστά όμως και η θέση που εξέφρασε προ ημερών, παρουσία και του υπουργού Εθνικής Οικονομίας, Κ. Χατζηδάκη, ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Τροφίμων, Ιω. Γιώτης περί μείωσης ΦΠΑ, το όφελος της οποίας θα περάσει στον καταναλωτή.
Το ζήτημα αυτό αναμένεται να είναι στην πρώτη γραμμή της πολιτικής αντιπαράθεσης στην αυριανή προ ημερήσιας διάταξης συζήτηση στην Βουλή, λόγω και της πρότασης νόμου που έχει καταθέσει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Σύμφωνα με το Μέγαρο Μαξίμου η κοστολόγηση της πρότασης αυτής, που σύμφωνα με την κυβέρνηση φθάνει τα 2,5 δις κάθε έτος, θα δείξει ποιοι είναι δημοσιονομικά υπεύθυνοι.
Μακροπρόθεσμος, λόγω και των ρυθμών λήψης αποφάσεων της ΕΕ, είναι και ο ορίζοντας της πρωτοβουλίας για έναρξη συζήτησης μετά τις ευρωεκλογές σχετικά με πρακτικές τιμολόγησης πολυεθνικών με στόχο να υπάρξει μια ευρωπαϊκή απάντηση και να λειτουργεί στην πράξη η ενιαία αγορά.
Ο πρωθυπουργός εμφανίζεται ως πρωταγωνιστής αυτής της συζήτησης, που ο ίδιος τόνισε ότι γίνεται σε επίπεδο υπουργών, για πρώτη φορά αναβαθμίζεται όμως σε επίπεδο πρωθυπουργού.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον επίμονης ακρίβειας, ο κ. Μητσοτάκης εκτίμησε για άλλη μια φορά χθες ότι «τα χειρότερα θα τα αφήσουμε πίσω μας πια».
Η αλήθεια είναι ότι εδώ και ενάμιση χρόνο τουλάχιστον ο πρωθυπουργός εκτιμά δημοσίως ότι τα χειρότερα τα αφήνουμε πίσω, χωρίς στην πράξη να επιβεβαιώνεται.
Ήδη από τα τέλη Ιανουαρίου 2023, σε συνέντευξη τύπου για την οικονομία, την ανάπτυξη και την αγορά, τόνιζε τότε ότι «αν έπρεπε να κάνω μια εκτίμηση, ότι τα χειρότερα ως προς τις τιμές στο ράφι, ως προς την αύξηση των τιμών, πιστεύω ότι τα έχουμε δει».
Έξι μήνες αργότερα, μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 30ης Ιουνίου 2023 δήλωνε ότι «είχα προβλέψει πριν από κάποιους μήνες ότι είχαμε δει τα χειρότερα ως προς τον πληθωρισμό. Πιστεύω ότι αυτή η πρόβλεψή μου επιβεβαιώνεται».
Ένα χρόνο μετά η ακρίβεια στα τρόφιμα είναι εδώ, η χώρα μας βρίσκεται στην δεύτερη θέση και οι πολίτες την ιεραρχούν στην πρώτη θέση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία, προσπαθώντας να την αντιμετωπίσει με την χώρα μας να βρίσκεται, όσον αφορά στην αγοραστική δύναμη, στην προτελευταία θέση, μπροστά μόνο από την Βουλγαρία.
dikaiologitika.gr