Κατά πλειοψηφία, μόνο από τη ΝΔ, ψηφίσθηκε επί της αρχής και το σύνολο το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών «Σύστημα στοχοθεσίας, αξιολόγησης και ανταμοιβής για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης και άλλες διατάξεις για το ανθρώπινο δυναμικό του δημοσίου τομέα» στην Ολομέλεια.
Σήμερα, είπε ο υπουργός, έχουμε ένα σύστημα που διαμορφώθηκε από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και σύμφωνα με τα στοιχεία του 2020 δεν παράγει κανένα χρηστικό αποτέλεσμα αφού το 97,61% των υπαλλήλων κρίνεται από άριστο ως επαρκές! Απέρριψε την κριτική ότι την αξιολόγηση θα την κάνουν στελέχη που δεν έχουν κριθεί από το ΑΣΕΠ, αντιτείνοντας ότι και σήμερα αυτοί που αξιολογούν με το υφιστάμενο σύστημα είναι οι ίδιοι ακριβώς άνθρωποι. Στο επιχείρημα ότι οι δομές είναι υποστελεχωμένες ή υποχρηματοδοτούμενες, ο υπουργός παρατήρησε πως αυτά τα προβλήματα στον δημόσιο τομέα υπήρχαν και πριν τρία χρόνια, αλλά αξιολογήσεις γινόντουσαν. Υποψιάζομαι, είπε ο κ. Βορίδης, πως «η αριστερή αντιπολίτευση στην πραγματικότητα δεν επιθυμεί να υπάρχει πραγματική αξιολόγηση».
Εμείς, εξήγησε ο υπουργός , με το νομοσχέδιο αυτό μετακινούμε το βάρος της αξιολόγησης από τη βαθμολογία στην αξιολόγηση των δεξιοτήτων. Ο βασικός στόχος, δεν είναι η τιμωρία αλλά να αναδείξουμε τα περιθώρια βελτιώσεως. Δημιουργείται στην εργασιακή κοινότητα μια διαλεκτική. Για πρώτη φορά το σύστημα στοχοθεσίας συνδέεται με τα σχέδια δράσης των υπουργείων και δημιουργείται μία ανατροφοδοτική διαδικασία ανά οργανική μονάδα με στόχο αυτή να είναι συναινετική. Για το πριμ απόδοσης, ο υπουργός ανέφερε πως αποτελεί πολιτική στρατηγική της κυβέρνησης η ανατροπή του κλίματος εξισωτισμού που έχει επιβληθεί στη δημόσια διοίκηση όλα αυτά τα χρόνια.
Οι θέσεις των κομμάτων
Διαφορετικές προσεγγίσεις είχαν οι τοποθετήσεις των εισηγητών και ειδικών αγορητών των κομμάτων στο σχέδιο νόμο του υπουργείου Εσωτερικών για την αξιολόγηση στο Δημόσιο.
Ο εισηγητής της ΝΔ, Παναγής Καππάτος, υποστήριξε το σχέδιο νόμου, τονίζοντας πως φέρνει μια μεγάλη μεταρρύθμιση συνολικά στην δημόσια διοίκηση, σημειώνοντας πως καμία στοχοθεσία, καμία αξιολόγηση, κανένα κίνητρο δεν μπορούν να εκπληρώσουν τον σκοπό τους αν δεν συνοδεύονται από την υιοθέτηση μιας στρατηγικής για τη διαχείριση της αλλαγής. «Η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της διοίκησης περνά μέσα από την εφαρμογή των ρυθμίσεων που ψηφίζουμε σήμερα, φέρουν τα επιτελικά στελέχη και τη διοίκηση του δημοσίου ιεραρχικά ενώπιον της διαχείρισης μιας σημαντικής αλλαγής στη μέχρι σήμερα οργανωτική κουλτούρα» σημείωσε ο κ. Καππάτος και ανέφερε πως οι λειτουργοί της δημόσιας διοίκησης είναι έτοιμοι και σύμφωνοι για μια τέτοια αλλαγή όπως και η κοινωνία. «Η κυβέρνηση έχει την πολιτική δύναμη να ακούει τη φωνή της κοινωνίας, τις προκλήσεις της διοίκησης και τις ανάγκες των υπαλλήλων κάθε βαθμίδας».
Όπως είπε ο εισηγητής της πλειοψηφίας και σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, σήμερα έχουμε μια «προσχηματική» αξιολόγηση στο δημόσιο όπου το 90% σχεδόν των αξιολογούμενων να λαμβάνει πολύ υψηλή βαθμολογία και είναι ηλίου φαεινότερο ότι κάτι πάει λάθος και από την οποία δεν βγήκε κερδισμένος κανείς. «Εμείς υιοθετούμε ένα πλαίσιο δεξιοτήτων για το σύνολο του ανθρώπινου δυναμικού της δημόσιας διοίκησης με μια διπλή διάσταση: τον προσδιορισμό αφενός του επιπέδου δεξιοτήτων του υπαλλήλου συνδυαστικά με τις αρμοδιότητες της μονάδας του, την κατάρτιση και αφετέρου ενός πλάνου πρωτοβουλιών απαραίτητων για τη συνεχή ανάπτυξη και ενδυνάμωση του ανθρώπινου δυναμικού», σημείωσε.
Επί του θέματος πρόσθεσε: «Εισάγουμε τον θεσμό του συμβούλου ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού στη δημόσια διοίκηση, ένα εργαλείο οριζόντιου χαρακτήρα που τίθεται στη διάθεση των δημόσιων υπηρεσιών και των προϊσταμένων, ώστε να αποτελέσει σημείο επαφής για θέματα ανθρώπινου δυναμικού, σε κάθε υπουργείο και σε ανεξάρτητες αρχές. Παράλληλα προχωράμε και σε μια ακόμη καινοτομία με την καθιέρωση συστήματος κινήτρων και ανταμοιβής για τους υπαλλήλους που επιτυγχάνουν τους προσυμφωνημένους στόχους. Σε ό,τι αφορά τους συνεργάτες των ιδιαίτερων γραφείων υιοθετούνται με διατάξεις όλες οι συστάσεις της GRECO ενισχύοντας τη διαφάνεια, την ακεραιότητα και την λογοδοσία».
Ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξανδρος Μεϊκόπουλος, αμφισβήτησε πως η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης απαντά με θετικό και πειστικό τρόπο στα θεμελιώδη ερωτήματα από τα οποία κρίνεται αν ένα σύστημα αξιολόγησης είναι αξιόπιστο και αποτελεσματικό. Με το νέο σύστημα, ανέφερε ο βουλευτής, αξιολογείται η ατομική επίδοση και απόδοση των υπαλλήλων και των προϊσταμένων και όχι η απόδοση της οργανικής μονάδας μέσα στην οποία εργάζονται, χωρίς να εξετάζεται αν οι μονάδες αυτές έχουν διασφαλίσει τις αναγκαίες οργανωτικές προϋποθέσεις για να φτάσουν οι εργαζόμενοι στην επίτευξη του στόχου τους, αν διαθέτουν τους απαραίτητους πόρους και την υλικοτεχνική υποδομή, αν είναι κατάλληλα στελεχωμένες και οργανωμένες.
«Απουσιάζει, οποιαδήποτε πρόβλεψη για ένα πλαίσιο υποστήριξης των μονάδων με πόρους και τρόπους βελτίωσης του εργασιακού περιβάλλοντος. Οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι προϊστάμενοι αξιολογούνται βάσει ενός πλαισίου δεξιοτήτων, πολλές από τις οποίες ορίζονται ασαφώς και αόριστα, αφήνοντας τραγικά περιθώρια για υποκειμενισμό και φαινόμενα διαφάνειας» προσέθεσε ο εισηγητής της μειοψηφίας. Επισήμανε πως στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν είναι αντίθετοι στο να γίνεται αξιολόγηση βάσει δεξιοτήτων, «άλλωστε και ο νν. 4369/2016 της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ θέσπισε συγκεκριμένα κριτήρια αξιολόγησης των υπαλλήλων, με τη διαφορά όμως ότι με τη μέθοδο που ακολουθήσαμε σκιαγραφούνταν πλήρως το διοικητικό και προσωπικό προφίλ του κάθε υπαλλήλου σε σχέση με τη φύση των εκτελούμενων από αυτόν καθηκόντων».
Λέτε, είπε, πως η επιδίωξή σας είναι η αξιολόγηση να αποτελεί μια βελτιωτική διαδικασία για τον υπάλληλο αλλά δεν γίνεται η παραμικρή αναφορά για επιμόρφωση και εκπαίδευση των υπαλλήλων πάνω στις συγκεκριμένες δεξιότητες. Το νέο σύστημα στοχοθεσίας, παρατήρησε, χαρακτηρίζεται από μια συγκεντρωτική αντίληψη που εξαντλείται μόνο στα ανώτερα ιεραρχικά κλιμάκια. «Πώς θα επιτευχθούν συγκεκριμένοι στόχοι, όταν αυτοί δεν αποτελούν προϊόν συμφωνίας, αλλά επιβολής; Στους αξιολογητές υπάρχει επίσης ένα κορυφαίο ζήτημα ηθικής τάξης καθώς στις περισσότερες δημόσιες υπηρεσίες οι υπηρετούντες προϊστάμενοι έχουν κατά κύριο λόγο αναλάβει τα καθήκοντά τους με απλή ανάθεση, χωρίς να έχουν περάσει τη διαδικασία της τακτικής κρίσης από τα υπηρεσιακά συμβούλια. Το ποιος, δε, λαμβάνει το μπόνους αποδοτικότητας θα το επιλέγουν οι προϊστάμενοι οι οποίοι ουδέποτε αξιολογήθηκαν για να λάβουν τη θέση που κατέχουν».
Επισήμανε πως το σύνολο της αντιπολίτευσης στο Κοινοβούλιο αλλά και η πλειοψηφία των φορέων ανέφερε πως το σύστημα κινήτρων και ανταμοιβής που εισάγεται δημιουργεί πολλές και διαφορετικές κατηγορίες υπαλλήλων, καθώς θα αμείβονται ανάλογα με στόχους που θα είναι μόνο ποσοτικοί και αποκλείονται έτσι οι υπάλληλοι των οποίων η εργασία μπορεί να αξιολογηθεί μόνο βάσει ποιοτικών στόχων και δεικτών. Έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την τοπική αυτοδιοίκηση, το μπόνους να πριμοδοτήσει ένα κύμα αιτημάτων κινητικότητας προς υπηρεσίες των οποίων οι υπάλληλοι είναι επιλέξιμοι για την πρόσθετη ανταμοιβή, με αποτέλεσμα να αποδυναμωθούν οι υπόλοιποι φορείς και υπηρεσίες. Εν κατακλείδι, ο εισηγητής του ΣΥΡΖΑ-ΠΣ είπε πως «λυπάμαι, γιατί μια σύνθετη υπόθεση, όπως είναι η διαδικασία της αξιολόγησης με πολλαπλούς σκοπούς, την κάνετε να μοιάζει μέσα από το νομοθέτημά σας ως ένα άθροισμα υπεραπλουστεύσεων».
Ο ειδικός αγορητής του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Χάρης Καστανίδης, επισήμανε πως το ελληνικό διοικητικό σύστημα ίσως είναι το μόνο από τα διοικητικά συστήματα των προηγμένων χωρών που δεν αξιολογείται. «Δεν υπάρχει ένα αποτελεσματικό συνεκτικό σύστημα αξιολόγησης που να βοηθά και τον δημόσιο υπάλληλο να γίνει καλύτερος και τη δημόσια διοίκηση να εργάζεται υπέρ του δημοσίου συμφέροντος και για το καλό των πολιτών. Το νομοσχέδιο, όμως, αυτό που εισηγείται η κυβέρνηση είναι απολύτως δαιδαλώδες, γραφειοκρατικό και δεν θα οδηγήσει απολύτως πουθενά. Κινείται από πάνω προς τα κάτω, ο ιεραρχικώς προϊστάμενος κρίνει τον υφιστάμενο. Το πλαίσιο των δεξιοτήτων που περιγράφεται και η στοχοθεσία οδηγεί σε μια βαθμολόγηση με βάση μια πενταβάθμια κλίμακα. Ο αξιολογητής δεν έχει τη διοικητική και ηθική νομιμοποίηση, αλλά ούτε διασφαλίζεται πως η αξιολόγηση δεν θα έχει στοιχεία είτε κομματικού οφέλους είτε τη γνωστή λογική της συναδελφικής αλληλεγγύης» ανέφερε μεταξύ άλλων ο κ. Καστανίδης.
Σήμερα, είπε ο βουλευτής, σύμφωνα με τον Ν. 4622, ο έκαστος γραμματέας, γενικός ή ειδικός, υπογράφει συμβόλαιο απόδοσης με τον υπουργό που τον προτείνει και με βάση το συμβόλαιο απόδοσης, κρίνεται κατ’ έτος, αλλά κανείς δεν ξέρει πόσα από αυτά τα συμβόλαια έχουν υπογραφεί και ποια ήταν η απόδοσή τους. Ο ειδικός αγορητής του ΠΑΣΟΚ- ΚΙΝΑΛ διαφώνησεο υφιστάμενος να καλείται επωνύμως να αξιολογήσει στα έντυπα σφυγμού ομάδας τον προϊστάμενο, λέγοντας πως αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει. Υποστήριξε πως οποιοδήποτε σύστημα αξιολόγησης για να πετύχει πρέπει να είναι εξωτερικό προς τις ιεραρχικές σχέσεις. Δηλαδή, ο αξιολογητής να μην προέρχεται από τη δημόσια διοίκηση, αλλά μπορεί να ανήκει σε ένα εθνικά διαμορφωμένο μητρώο αξιολογητών. Ο κ. Καστανίδης ανέφερε πως το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ είναι συνολικά απορριπτικοί για το νομοσχέδιο, πλην ελαχίστων διατάξεων.
Ο ειδικός αγορητής του ΚΚΕ, Γιώργος Λαμπρούλης, χαρακτήρισε το νομοσχέδιο ως μια συνέχεια σε όλες τις αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις για την προσαρμογή της Δημόσιας Διοίκησης και του Κράτους στις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου και της καπιταλιστικής οικονομίας. Εξέφρασε την πλήρη αντίθεση του καθώς -όπως είπε- αυτές ενισχύουν την ταξικότητα του αστικού κράτους εναντίον των εργαζομένων και του λαού, εξυπηρετώντας μόνο τις επιδιώξεις που αφορούν τον περιορισμό των κρατικών υπηρεσιών, την ενίσχυση της εμπορευματοποιημένης λειτουργίας τους και την παράδοση υπηρεσιών σε ιδιώτες. Ο τρόπος της νέας αξιολόγησης που εισάγεται, είπε ο βουλευτής, δεν έχει καμία σχέση με την επιστημονική εξέλιξη και βελτίωση των δημοσίων υπαλλήλων και των υπηρεσιών για την κάλυψη των διευρυμένων κοινωνικών αναγκών.
«Τα προβλήματα, χρησιμοποιούνται προσχηματικά και συνδέονται με στόχο νέων περικοπών σε μισθούς και απολύσεις. Εντείνεται η επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων και η εντατικοποίηση της εργασίας». Για την εισαγωγή του πλαισίου δεξιοτήτων, υποστήριξε πως αυτό δεν έχει σχέση με τις ολόπλευρες γνώσεις και την επιστημονική ειδίκευση των υπαλλήλων, αλλά στοχεύουν στο διασφαλιστεί μια τυφλή υπακοή των εργαζομένων. Ο σύμβουλος Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού, ανέφερε, αποδεικνύει ότι η αξιολόγηση αποτελεί έναν πολιτικό στρατηγικό στόχο.
Για την αναστολή της μείωσης της προσωπικής διαφοράς για τους δημοσίους υπαλλήλους, ο κ. Λαμπρούλης σημείωσε πως πρόκειται για μια απαράδεκτη διάταξη που είχε φέρει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και τώρα η σημερινή κυβέρνηση όχι μόνο δεν την καταργεί, αλλά παρουσιάζει την αναστολή της ως παροχή και αύξηση των αποδοχών. Για δε τα μπόνους επιβράβευσης, ο βουλευτής υποστήριξε πως θα αφορούν συγκεκριμένες κατηγορίες υπαλλήλων και το χαρακτήρισε ως έναν χυδαίο μηχανισμό πειθάρχησης και εξαγοράς των δημοσίων υπαλλήλων. Για τη μονάδα εσωτερικού ελέγχου που θα μπορεί να εκχωρηθεί σε ιδιώτες σημείωσε πως είναι απαράδεκτη και αντιδραστική διάταξη.
Ο ειδικός αγορητής της Ελληνικής Λύσης, Κωνσταντίνος Χήτας, ανέφερε πως η Κυβέρνηση προσπαθεί με επικοινωνιακές τακτικές, με πολιτικές με βαρύγδουπους τίτλους και χαρακτηρισμούς να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα για αυτό και δεν θα έχει και πάλι αποτέλεσμα. «Λέτε ότι φέρνετε στο δημόσιο νέες μεθόδους, σύγχρονα εργαλεία, πετυχημένα μοντέλα από το εξωτερικό. Πράγματι, η δημόσια διοίκηση πρέπει να αναβαθμιστεί. Αυτό όμως δεν σημαίνει όπως μπορεί να επιτευχθεί εισάγοντας αθρόα ξενόφερτα συστήματα που δεν μπορούν να εφαρμοστούν στο ελληνικό δημόσιο. Ούτε σημαίνει αθρόα ψηφιοποίηση, χωρίς να υπάρχουν κατάλληλες δικλείδες ασφαλείας» είπε ο βουλευτής της Ελληνικής Λύσης. Το μείζον θέμα της δημόσιας διοίκησης, ανέφερε, είναι η υποστελέχωσή της και «εάν θέλατε να το λύσετε δεν θα μπλοκάρατε την κινητικότητα, για παράδειγμα».
Εκτίμησε πως εσωτερική αξιολόγηση δεν μπορεί να επιτευχθεί. Το νέο σύστημα αξιολόγησης κοστίζει, είπε, σε πολλές ανθρωποώρες για να εφαρμοστεί όπως και η στοχοθεσία. Δεν μπορεί, είπε επίσης, να δίνονται πριμ παραγωγικότητας για να κάνουν οι δημόσιοι υπάλληλοι τη δουλειά τους. Αυτό που χρειάζεται, ανέφερε ο βουλευτής, είναι ένας ψηφιακός χάρτης του Δημοσίου. «Πρέπει να κάνουμε τον χάρτη του Δημοσίου, να δούμε τι έχουμε στα χέρια μας, ποιο είναι επιτέλους αυτό το ρημάδι το Δημόσιο, πόσους υπαλλήλους έχουμε, πού βρίσκονται αυτοί, πού πονάμε, για να το καταγράψουμε. Ο ψηφιακός χάρτης θα αποτυπώνει ανάγλυφα πόσες δημόσιες υπηρεσίες υπάρχουν, ποιος είναι ο ακριβής αριθμός υπαλλήλων. Με αυτό τον τρόπο θα φαίνονται ταυτόχρονα και οι κενές θέσεις, τα προβλήματα λειτουργίας όπου υπάρχουν».
Η ειδική αγορήτρια του ΜέΡΑ25, Φωτεινή Μπακαδήμα, αντιτάχθηκε με το νομοσχέδιο, σημειώνοντας πως δημιουργούνται ανισότητες. «Μετατρέπει το Δημόσιο σε ένα υβριδικό δημιούργημα, να λειτουργεί με όρους ιδιωτικού τομέα και πολυεθνικής. Ο προϊστάμενος θα είναι ο CEO. Αυτό δεν είναι εξυγίανση του Δημοσίου, δεν είναι αξιοποίηση των στελεχών, δεν είναι βελτίωση του τρόπου λειτουργίας των υπηρεσιών. Είναι μια ξεκάθαρη αλλαγή όχι προς το καλύτερο, αλλά είναι μια αλλαγή που σίγουρα εντάσσεται πλήρως και ακουμπάει πλήρως στη δική σας ιδεολογία περί του Δημοσίου και του τρόπου λειτουργίας του. Αντιγράφετε με τον χειρότερο τρόπο ένα κακέκτυπο ιδιωτικής εταιρείας, πολυεθνικής, στο Δημόσιο. Θέλετε να πείσετε τους πολίτες πως πραγματικά αν οι υπάλληλοι στο Δημόσιο τρέχουν για να πετύχουν τους στόχους που θα θέσει ένας μάνατζερ, αύριο το πρωί δεν θα υπάρχει κανένα πρόβλημα, όλα τα προβλήματα, όλες οι παθογένειες, όλα τα ζητήματα θα έχουν λυθεί στο Δημόσιο» ανέφερε μεταξύ άλλων.