Σε τροχιά αυτοδυναμίας, την οποία μπορεί να κατακτήσει με μια μικρή βελτίωση των επιδόσεών της στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση που θα γίνει με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, εξακολουθεί να κινείται η κυβερνητική παράταξη, καθώς, σε πείσμα της μεγάλης πίεσης την οποία αισθάνεται η ελληνική κοινωνία από την ακρίβεια, η πλειονότητα των πολιτών συνεχίζει να εναποθέτει τις ελπίδες της για αντιμετώπιση των προβλημάτων στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.
Τρία χρόνια μετά την κυβερνητική αλλαγή της 7ης Ιουλίου του 2019, από τα ευρήματα έρευνας που διενήργησε η εταιρεία Marc για λογαριασμό του «ΘΕΜΑτος» προκύπτει ότι ο κ. Μητσοτάκης διατηρεί σταθερά το υψηλό προβάδισμά του σε δημοτικότητα έναντι όλων των υπόλοιπων πολιτικών αρχηγών (με 46,7%), ενώ υπερέχει συντριπτικά του προκατόχου του στην πρωθυπουργία Αλέξη Τσίπρα στην πεποίθηση των πολιτών για το ποιος μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της χώρας σε περιόδους κρίσεων με ποσοστό 51,9% έναντι 29,1%.
Ο πρωθυπουργός φαίνεται να διατηρεί αλώβητο το πολιτικό κεφάλαιο που τον έφερε στην εξουσία, καθώς επικρατεί σε όλες τις ηλιακές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων των νεότερων γενιών, για τις οποίες δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικό το κυβερνητικό κόμμα. Διατηρεί ταυτόχρονα άνετη πρωτοκαθεδρία στον κομβικό χώρο των ψηφοφόρων που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρώοι και αποτελούν το κρίσιμο μέγεθος εκείνων που αναδεικνύουν τον νικητή των εκλογών.
Περισσότεροι από έξι στους δέκα (61,3%) κεντρώους πολίτες πιστεύουν στην ικανότητα του κ. Μητσοτάκη να αντιμετωπίσει τα προβλήματα έναντι μόλις του 21,4% των ψηφοφόρων με τον ίδιο πολιτικό προσανατολισμό που επενδύουν στην ικανότητα του Αλέξη Τσίπρα. Το πλέον εντυπωσιακό, ωστόσο, είναι ίσως η υψηλή αποδοχή που έχει ο νυν πρωθυπουργός μεταξύ των παλαιών ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝ.ΑΛ., που κατά 72,3% τον προτιμούν από τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος προτιμάται μόλις από το 8,4% των «πράσινων» ψηφοφόρων.
Βλέπουν κάλπες το 2023 και θέλουν κυβέρνηση Ν.Δ.
Αλλά και στη νέα δεξαμενή των πολιτών που τείνουν ευήκοον ους προς τη Χαριλάου Τρικούπη, δηλαδή μεταξύ αυτών που δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν στις επόμενες εκλογές ΠΑΣΟΚ, διαπιστώνεται υψηλή προτίμηση υπέρ του νυν πρωθυπουργού με 68,3% έναντι 15,9% του Αλέξη Τσίπρα. Ο κ. Μητσοτάκης υπερέχει επίσης σε όσους ψηφίζουν μικρότερα κόμματα (με 36,4% έναντι 25,6%), καθώς και στους αναποφάσιστους (με 45,8% έναντι 12,3%), ευρήματα που μαρτυρούν ότι είναι δύσκολη η ανατροπή των συσχετισμών που έχουν διαμορφωθεί και τον διατηρούν στην κορυφή των προτιμήσεων.
Ακρως ενδεικτικό, εξάλλου, της επιρροής που φαίνεται να έχει στην κοινή γνώμη ο πρωθυπουργός αποτελεί το γεγονός ότι οι πολίτες ενστερνίστηκαν την απόφασή του να μη γίνουν πρόωρες εκλογές το φθινόπωρο και η κυβέρνηση να εξαντλήσει τη θητεία της προκηρύσσοντας εκλογές την επόμενη άνοιξη. Το 57,7% των ερωτηθέντων κρίνει σωστή την απόφαση του κ. Μητσοτάκη έναντι του 36,7% που τη χαρακτηρίζει λανθασμένη.
Η πλειονότητα των πολιτών επίσης φαίνεται ότι πείστηκε για τις προθέσεις του πρωθυπουργού να εξαντλήσει την τετραετία, καθώς το 58,5% προβλέπει ότι οι κάλπες θα στηθούν την επόμενη άνοιξη έναντι του 36,8% που τις βλέπει να γίνονται το προσεχές φθινόπωρο. Η οπτική των πολιτών άλλαξε μετά τις διαβεβαιώσεις του πρωθυπουργού, καθώς πριν από αυτές, σε αντίστοιχη έρευνα της Marc που έγινε στις 28 Ιουνίου, τα ποσοστά ήταν εντελώς αντίθετα: το 67,3% προεξοφλούσε κάλπες το φθινόπωρο και μόλις το 26,2% προέβλεπε ότι η κυβέρνηση θα πάει μέχρι το τέλος της θητείας της.
Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν προκαλεί έκπληξη η προτίμηση που φαίνεται να έχουν οι πολίτες στην παραμονή της σημερινής κυβέρνησης στην εξουσία και μετά τις επόμενες εκλογές. Το 31% των ερωτηθέντων απάντησε ότι θέλει να προκύψει από τις κάλπες αυτοδύναμη κυβέρνηση της Ν.Δ., ενώ το 19,4% κυβέρνηση συνεργασίας με βασικό κορμό τη Ν.Δ. Τα αντίστοιχα ποσοστά για την αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ είναι στο 13,4% και για κυβερνητική συνεργασία υπό τη νυν αξιωματική αντιπολίτευση στο 20,7%.
Η θετική προαίρεση για κυβερνητική συνεργασία με τη Ν.Δ. που φαίνεται να έχουν οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ είναι το εύρημα που κάνει ακόμη πιο αδιαμφισβήτητη την κυριαρχία της κυβερνητικής παράταξης. Ειδικότερα, περισσότεροι από ένας στους δύο πολίτες που θα ψηφίσουν το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη (52,9%) θέλουν κυβέρνηση συνεργασίας της Ν.Δ. έναντι μόλις του 17,5% εξ αυτών που προτιμά συνεργατικό σχήμα υπό τον ΣΥΡΙΖΑ.
Πέφτει άλλη μία μονάδα το ΠΑΣΟΚ
Σε αδρές γραμμές, πάντως, το εκλογικό σκηνικό δείχνει να παραμένει παγιωμένο, αφού οι μεταβολές που καταγράφονται στην πρόθεση ψήφου των πολιτών είναι απολύτως οριακές και δεν ανατρέπουν τους συσχετισμούς που είναι διαμορφωμένοι εδώ και καιρό στη σειρά κατάταξης των κομμάτων τόσο σε ό,τι αφορά τη διεκδίκηση της κορυφής όσο και στα χαμηλότερα επίπεδα.
Εξαίρεση αποτελεί ίσως η πτώση κατά μία επιπλέον μονάδα που παρουσιάζει η δύναμη του ΠΑΣΟΚ, το οποίο μετρήθηκε στο 11,8% από 12,8% που είχε βρεθεί το ποσοστό του στην αμέσως προηγούμενη έρευνα της Marc στις 28 Ιουνίου. Από τον περασμένο Δεκέμβριο, πάντως, οπότε η εκλογή του κ. Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία της Χαριλάου Τρικούπη είχε βρει θετική απήχηση στην κοινή γνώμη και το ΠΑΣΟΚ έχει βρεθεί στο 15,2%, οι απώλειες που καταγράφει φτάνουν στις 3,4 εκατοστιαίες μονάδες.
Η νέα υποχώρηση του κόμματος Ανδρουλάκη ενδεχομένως να ευνόησε τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος παρουσιάζει άνοδο της τάξης του 0,5% (από 22,5% στο 23%) και σε συνδυασμό με την ελαφρά υποχώρηση της Ν.Δ. (από 32,5% σε 32,2%) οδηγεί το «γαλάζιο» προβάδισμα στις 9,2 μονάδες από 10 που ήταν στο τέλος του προηγούμενου μήνα. Με συσπείρωση της τάξης του 70,8%, το κυβερνών κόμμα ευνοείται τόσο από τη χαμηλότερη συσπείρωση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που είναι στο 62,7%, όσο και από το «δούναι και λαβείν» μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων. Η Ν.Δ. προσελκύει το 8,2% όσων ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ και ο δεύτερος το 4,4% όσων στις προηγούμενες εκλογές είχαν προτιμήσει το κόμμα που έκοψε πρώτο το νήμα.
Οι συσχετισμοί των εδρών και η παράσταση νίκης
Στα όρια του ανεπαίσθητου είναι οι μεταβολές στις επιδόσεις των άλλων μικρότερων κομμάτων, ενώ αυξημένο εμφανίζεται το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι δεν έχουν αποφασίσει τι θα ψηφίσουν: από 8,4% φτάνουν στο 9,7%, που με την αναγωγή επί των εγκύρων γίνεται 10%. Με βάση αυτά τα δεδομένα και υπό την αίρεση ότι το ΜέΡΑ25 του Γιάνη Βαρουφάκη θα βρεθεί πάνω από το κατώφλι του 3% που επιτρέπει την εκλογή βουλευτών, η επόμενη Βουλή θα είναι πιθανότατα εξακομματική, με την παρουσία στα έδρανά της των ίδιων σχηματισμών, αλλά με διαφοροποιημένο αριθμό βουλευτών αφού θα ισχύουν διαφορετικά εκλογικά συστήματα.
Από τον υπολογισμό που έκανε ειδικός εκλογικός αναλυτής για λογαριασμό του «ΘΕΜΑτος», κατανέμοντας αναλογικά τους αναποφάσιστους, προκύπτει ότι μετά τις πρώτες κάλπες που θα γίνουν με την απλή αναλογική που ψήφισε η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, η πιθανή κοινοβουλευτική σύνθεση είναι η εξής: Ν.Δ. 120 έδρες, ΣΥΡΙΖΑ 86, ΠΑΣΟΚ 44, ΚΚΕ 21, Ελληνική Λύση 18 και ΜέΡΑ25 11. Ο υπολογισμός αυτός δείχνει ότι είναι σχεδόν αδύνατος σχηματισμός κυβέρνησης χωρίς τη Ν.Δ., αφού το άθροισμα των βουλευτών ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ και ΜέΡΑ25 φτάνει μόνο μέχρι τους 141.
Με τα ίδια ακριβώς ποσοστά, πάντως, το τοπίο αλλάζει σημαντικά αν γίνει προβολή των αποτελεσμάτων με βάση το εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής που ψήφισε η σημερινή κυβέρνηση και θα ισχύσει από τις μεθεπόμενες εκλογές. Η Ν.Δ. θα εκλέξει 147 βουλευτές, ο ΣΥΡΙΖΑ 73, το ΠΑΣΟΚ 38, το ΚΚΕ 18, η Ελληνική Λύση 15 και το ΜέΡΑ25 θα διαθέτει 9 έδρες. Με άλλα λόγια, αν δεν υπάρξει συμμαχική κυβέρνηση από την πρώτη εκλογική αναμέτρηση, η Ν.Δ. θα χρειάζεται να αυξήσει κατά περίπου μία ή δύο μονάδες τη δύναμή της για να μπορέσει να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση μετά τη δεύτερη αναμέτρηση, όπως είναι ο στόχος που έχει θέσει ο κ. Μητσοτάκης.
Οι πολίτες, πάντως, φαίνεται ότι προεξοφλούν τον νικητή των εκλογών με τα 2/3 να βλέπουν πρώτη τη Ν.Δ. και μόνο δύο στους δέκα -ποσοστό που είναι μικρότερο από εκείνο των ψηφοφόρων του- να βλέπουν επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ειδικότερα, στη λεγόμενη «παράσταση νίκης», το 35,7% των ερωτηθέντων προβλέπει ότι η Ν.Δ. θα έχει προβάδισμα, αλλά αυτό θα είναι μικρότερο από 6 μονάδες, ενώ το 31,2% πιστεύει ότι θα είναι μεγαλύτερο. Στον αντίποδα, σε μικρή διαφορά υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ ποντάρει το 14,8% και σε μεγάλη το 7,1%.
Μειώνεται η ανησυχίαγια τον πόλεμο στην Ουκρανία
Εντονη ανησυχία για τις ανατιμήσεις αγαθών και εν γένει την ακρίβεια που επικρατεί τους τελευταίους μήνες στην αγορά εξαιτίας των ισχυρών πληθωριστικών πιέσεων αισθάνονται οι πολίτες, με βάση τις απαντήσεις που έδωσαν στην έρευνα της Marc.
Στο ερώτημα τι τους ανησυχεί περισσότερο, τρεις στους τέσσερις υπέδειξαν ως βασικότερη πηγή της ανησυχίας τους την ακρίβεια και τις ανατιμήσεις. Συγκριτικά, μάλιστα, με τον περασμένο Μάιο, οπότε είχε καταγραφεί και πάλι η διάθεση της κοινής γνώμης, οι ανησυχούντες από την ακρίβεια αυξήθηκαν ελαφρώς και από το 73,8% που ήταν τότε βρέθηκαν τώρα στο 75,9%.
Αυξητικά κινείται και το επίπεδο ανησυχίας για τα εθνικά θέματα και την κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, καθώς από 15,3%, που ήταν το ποσοστό όσων εξέφραζαν ανησυχία πριν από δύο μήνες, έπειτα από όσα μεσολάβησαν το τελευταίο διάστημα με τις απειλές Ερντογάν καταμετράται πλέον στο 29%.
Στον αντίποδα, υποχωρεί αισθητά η ανησυχία για τις εξελίξεις στον πόλεμο στην Ουκρανία και από 48% εκείνοι που τις υποδεικνύουν ως πηγή ανησυχίας περιορίζονται πλέον στο 23,9%. Κατά τα λοιπά, η πανδημία του κορωνοϊού ανησυχεί το 20% των συμμετεχόντων στην έρευνα (από 16,2%), η εγκληματικότητα το 15,2% (από 13,9%), οι πιθανές φυσικές καταστροφές το 9% (από 3,6%) και το Μεταναστευτικό το 5,1% (από 6,1%).