Δύο από τα βασικά προβλήματα -ίσως τα πλέον σημαντικά- που αντιμετωπίζει η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα είναι η έλλειψη ρευστότητας και οι οφειλές, κυρίως προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία και τις τράπεζες.
Εάν, δε, συνυπολογιστεί το περιβάλλον γενικευμένης ακρίβειας που οδηγεί στην αύξηση του λειτουργικού κόστους και της τιμής των εμπορευμάτων, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ο κλάδος οδηγείται σε ασφυξία. Πλέον, πολλές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν τεράστιο κίνδυνο
βιωσιμότητας, γεγονός που θα επιφέρει, εκτός όλων των άλλων, νέες απώλειες θέσεων εργασίας και αύξηση των ποσοστών ανεργίας.
Η λήψη γενναίων και ουσιαστικών μέτρων που θα αντιμετωπίζουν τον πυρήνα των προβλημάτων της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, αποτελεί μονόδρομο ώστε να μπορέσει να αναγεννηθεί και να οδηγηθεί σε ανάπτυξη.
Η ρύθμιση χρεών με διαγραφή μέρους της βασικής οφειλής και η θέσπιση 120 δόσεων για την αποπληρωμή του υπολοίπου, αποτελεί αναγκαία συνθήκη για να ανασάνει ο επιχειρηματικός κόσμος, σε συνδυασμό με την προστασία της επαγγελματικής στέγης. Προϋπόθεση για αυτό είναι η κατάργηση του πτωχευτικού κώδικα της κυβέρνησης Μητσοτάκη που αποτελεί θηλιά στο λαιμό και η ψήφιση ενός νέου, που θα την εγγυάται.
Παράλληλα, πρέπει να αρθεί ο αποκλεισμός από τα χρηματοδοτικά εργαλεία και τον τραπεζικό δανεισμό και να υπάρξουν άμεσες παρεμβάσεις τόνωσης και ενίσχυσης της ρευστότητας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με ανακατεύθυνση μέρους των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης προς την Αναπτυξιακή Τράπεζα και δυνατότητα πρόσβασης για νέες και παλιές επιχειρήσεις σε δάνεια με δίκαιους όρους.
Βεβαίως, υπάρχουν και άλλα που χρειάζονται και μπορούν να γίνουν, όπως, μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα στον κατώτερο συντελεστή της Ε.Ε., αύξηση αφορολογήτου στις 10.000 ευρώ, θέσπιση ακατάσχετου επαγγελματικού λογαριασμού και δημιουργία ειδικών προγραμμάτων στήριξης του ενεργειακού κόστους.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η βιωσιμότητα και η ανάπτυξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας είναι βασικές προτεραιότητες, που δεν αφορούν μόνο τον κόσμο της αγοράς, αλλά, επηρεάζουν θετικά την απασχόληση, με τη διατήρηση των θέσεων εργασίας και τη δημιουργία νέων. Παράλληλα, βοηθούν στα δημόσια έσοδα, δίχως να χρειάζεται η οικονομική αφαίμαξη με τη διατήρηση των υψηλών έμμεσων φόρων (ΦΠΑ και ΕΦΚ), που γονατίζουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις και αποτελούν πολιτική επιλογή της κυβέρνησης. Λύσεις υπάρχουν και μπορούν να απαντήσουν στις σύγχρονες προκλήσεις και τα μεγάλα προβλήματα της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Χρειάζεται, όμως, η αναγκαία πολιτική βούληση.