*Γράφει ο Αναστάσιος Μαντζώρος MSc, PhD φυσικοθεραπευτής, καθηγητής Φυσικής Αγωγής
Η άσκηση μπορεί να θεωρηθεί ως μία από τις πολυάριθμες συμπληρωματικές και εναλλακτικές θεραπείες που χρησιμοποιούνται για τη διαχείριση των συναισθηματικών συμπτωμάτων, δηλαδή του άγχους, της ανησυχίας κλπ. Πολλές μελέτες υποστηρίζουν τη χρήση αυτών των εναλλακτικών θεραπειών για τη μείωση των υποκλινικών συναισθηματικών συμπτωμάτων. Οι κλινικές διαταραχές παρουσιάζουν ετερογενή αίτια, τα οποία είναι αναμφίβολα λιγότερο ετερογενή από τις αιτίες αυτών των υποκλινικών συμπτωμάτων, και ως εκ τούτου δεν είναι σαφές αν η πλειοψηφία των μελετών αναφέρεται σε γενίκευση των κλινικών συμπτωμάτων. Κατά τη διάρκεια της διαγνωστικής διαδικασίας ενός τυπικού ασθενή, οι πληροφορίες που παρέχονται από τις ψυχομετρικές δοκιμασίες συνήθως συγκρίνονται με πληροφορίες από άλλες πηγές για την ενημέρωση και την αξιολόγηση του ασθενούς.
Ο όρος «άσκηση» μπορεί σε γενικές γραμμές να καταστεί εύκολα κατανοητός και περιλαμβάνει δραστηριότητες όπως το περπάτημα, το τρέξιμο, τη γιόγκα, το τάι τσι και ασκήσεις διατάσεων. Οποιαδήποτε από αυτές τις δραστηριότητες αλλά και πολλές άλλες θα μπορούσαν δυνητικά να προσφέρουν μία στοχαστική λειτουργία για το άτομο. Θα πρέπει να τονιστεί η λειτουργία της άσκησης επειδή δίνει έμφαση στην πρόκληση εντοπισμού συγκεκριμένων μηχανισμών που βοηθούν στην επίτευξη θεραπευτικών αποτελεσμάτων. Η κατανόηση των αντικαταθλιπτικών ή αγχολυτικών μηχανισμών της άσκησης θα μπορούσε να εξηγήσει τη μεταβλητότητα των ευρημάτων. Θα μπορούσε επίσης να συντελέσει στην ανάπτυξη μίας βάσης για ειδική θεραπευτική άσκηση σε περιπτώσεις κατάθλιψης και διαταραχών άγχους.
Η άσκηση επίσης μπορεί να χρησιμεύσει ως μέσο χαλάρωσης. Οι ασκήσεις χαλάρωσης είναι ένα βασικό συστατικό στις γνωστικές συμπεριφορικές θεραπείες καθώς η άσκηση δεν εξυπηρετεί μόνο τη μείωση της φυσιολογικής διέγερσης, αλλά βοηθά στη γνωστική επικέντρωση σε ότι αφορά την αναπνοή, το σώμα, ή τη συγκέντρωση. Η άσκηση μπορεί επίσης να αποσπάσει την προσοχή από αρνητικές σκέψεις ή από σκέψεις που μπορεί να προκαλέσουν άγχος. Η χρήση της απόσπασης της προσοχής είναι ένα σημαντικό στοιχείο της γνωστικής συμπεριφορικής θεραπείας αλλά και άλλων μεθόδων ψυχοθεραπείας. Κατά την άποψη αυτή, η άσκηση μπορεί να ανταγωνιστεί τις αρνητικές σκέψεις, όπως η απόγνωση, η ενοχή και οι ανησυχίες που συνδέονται με την κατάθλιψη και το άγχος μειώνοντας την επιρροή τους. Ταυτόχρονα μπορεί να προκαλέσει θετικά συναισθήματα ολοκλήρωσης και συμπεριφορική ενεργοποίηση. Επιπρόσθετα, η άσκηση μπορεί να βελτιώσει τα αισθήματα άγχους και κατάθλιψης μέσω της θετικής ενίσχυσης της ψυχολογίας. Αν ο ασθενής χάνει βάρος ή αισθάνεται καλύτερα, ενισχύεται θετικά μέσω αυτών των αποτελεσμάτων, ενδεχομένως μέσω της ενδυνάμωσης της αυτοεκτίμησης και της γενικότερης προοπτικής.
Η σωματική δραστηριότητα και η άσκηση εξετάζονται στο πλαίσιο της πρόληψης και της θεραπείας ψυχικών διαταραχών κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Επιδημιολογικές και πληθυσμιακές μελέτες καταδεικνύουν σημαντική αρνητική σχέση μεταξύ των επιπέδων σωματικής δραστηριότητας και έναρξης συμπτωμάτων ψυχικών διαταραχών. Επιπλέον μία συγχρονική μελέτη επιβεβαίωσε ότι οι ψυχιατρικοί ασθενείς που ασκούνται τακτικά απολαμβάνουν μια υψηλότερη ποιότητα ζωής. Σε ασθενείς που πάσχουν από ψυχικές διαταραχές, η σωματική δραστηριότητα και η άσκηση προτείνονται ως αποτελεσματικές για διάφορους λόγους.
Αρχικά, ένα ευρύ φάσμα βιοχημικών και φυσιολογικών αλλαγών και προσαρμογών σχετίζονται με οξείς περιόδους άσκησης και τακτικής άσκησης. Μερικοί από αυτούς τους μηχανισμούς επηρεάζουν τη διάθεση μέσω της σεροτονίνης και των ενδορφίνων και άλλοι μηχανισμοί παρουσιάζουν νευροπροστατευτικές λειτουργίες, δρουν ως αγχολυτικοί ή μεταβάλλουν την αντιδραστικότητα του στρες μέσω του άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων. Σε ότι αφορά το ψυχολογικό επίπεδο, διάφοροι μηχανισμοί έχουν προταθεί, όπως οι αλλαγές στη μορφολογία του σώματος και συμπεριφορές της υγείας, τη μάθηση, την κοινωνική ενίσχυση και τη βελτίωση δεξιοτήτων.
Υπάρχουν επιδημιολογικά στοιχεία ότι η ψυχική υγεία είναι καλύτερη μεταξύ εκείνων που σε τακτική βάση επιδίδονται σε σωματική δραστηριότητα ή άσκηση. Μελέτη 56.000 ατόμων στη Βόρεια Αμερική έδειξε ότι εκείνοι που ασκούνταν είχαν σημαντικά λιγότερα συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης. Επίσης σε αντίστοιχη μελέτη στις ΗΠΑ αποκαλύφθηκαν χαμηλότερα ποσοστά μείζονος κατάθλιψης και αγχώδους διαταραχής μεταξύ των ατόμων με υψηλή κανονικότητα φυσικής δραστηριότητας (Goodwin RD, 2003).
Μία πρόσφατη μελέτη παρατήρησης (Smith και συν) έδειξε συσχέτιση της κατάθλιψης και των χαμηλών επιπέδων σωματικής δραστηριότητας. Καθώς η ψυχική δυσφορία χαρακτηρίζεται από τάσεις απόσυρσης και αποφυγής, οι συνέπειες της διαταραχής αυτής μπορεί να έχουν αντίκτυπο και στις κοινωνικές δραστηριότητες του ατόμου. Μελέτες έχουν δείξει ότι η άσκηση μπορεί τόσο να προλάβει αλλά και να θεραπεύσει συναισθηματικές διαταραχές. Ορισμένες μελέτες δείχνουν ότι ειδικότερα για τα καταθλιπτικά συμπτώματα η άσκηση μπορεί να συναγωνιστεί τα αποτελέσματα της ψυχοθεραπείας και της αντικαταθλιπτικής φαρμακευτικής αγωγής.
Το άγχος μπορεί να οριστεί ως το στρες, η κακή αντιμετώπιση ή ακόμη και η νεύρωση και μπορεί να υπολογιστεί με λεκτική έκθεση, φυσιολογική απόκριση, ψυχομετρικά τεστ και κλινική συνέντευξη. Η πλειοψηφία των μελετών που εξετάζουν τη συσχέτιση μεταξύ της άσκησης και του άγχους στην πραγματικότητα εξετάζουν την απόκριση του στρες σε μη κλινικούς πληθυσμούς. Δείχνουν γενικά ότι η άσκηση μπορεί να μειώσει το στρες ή τις βαθμολογίες στις κλίμακες άγχους. Ένα άλλο μεθοδολογικό πρόβλημα είναι ότι συχνά οι μελέτες για το άγχος παρουσιάζουν υψηλή συννοσηρότητα με την κατάθλιψη. Σε αυτή την περίπτωση, τα θετικά αποτελέσματα της άσκησης μπορεί να συγχέονται με τα αποτελέσματα της για την κατάθλιψη.
Τα αποτελέσματα από κλινικές μελέτες που έχουν εξετάσει την επίδραση της άσκησης στην ψυχική υγεία γενικά παρουσιάζουν δυσκολίες ερμηνείας λόγω της έλλειψης της καλής ποιότητας μελετών με επαρκή παρακολούθηση, αν και οι πιο πρόσφατες μελέτες αντιμετωπίζουν αυτούς τους περιορισμούς με τη χρήση αξιόπιστων ομάδων ελέγχου και με επαρκή έλεγχο των αποτελεσμάτων της ψυχοθεραπείας. Σε μελέτη των Dunn και συν. ανατέθηκε σε ενήλικες μία υψηλότερη δαπάνη ενέργειας μέσω της άσκησης (17,5 kcal / kg / εβδομάδα) και τα αποτελέσματα έδειξαν μεγαλύτερες μειώσεις σε ότι αφορά τα ποσοστά κατάθλιψης σε σχέση με άσκηση χαμηλότερης δαπάνης ενέργειας (7,0 kcal / kg / εβδομάδα), αν και δεν αναφέρθηκαν επιδράσεις στη συχνότητα της άσκησης στις 12 εβδομάδες.
Συγκεκριμένα σε ότι αφορά τις αγχώδεις διαταραχές, μία πρόσφατη μετα-ανάλυση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τόσο η αερόβια όσο και η αναερόβια άσκηση είναι εξίσου αποτελεσματικές όσο η γνωσιακή/συμπεριφορική θεραπεία σχετικά με την οξεία και χρόνια μείωση του άγχους και επίσης περισσότερο αποτελεσματικές σε σύγκριση με άλλες δραστηριότητες που μειώνουν το άγχος.
Σε μία μελέτη των George E και συν χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο Kessler για τη συσχέτιση της φυσικής δραστηριότητας και της ψυχικής δυσφορίας σε ηλικιωμένους. Οι συμμετέχοντες, 17.689 άντρες ηλικίας >65 ετών, ανέφεραν μείωση της ψυχικής δυσφορίας και αισθημάτων άγχους με την αύξηση της σωματικής δραστηριότητας. Σε σύγκριση με τους συμμετέχοντες που δεν ανέφεραν κάποια σωματική δραστηριότητα, οι συμμετέχοντες που σε εβδομαδιαία βάση ανέπτυσσαν σωματική δραστηριότητα είναι λιγότερο πιθανό να αναφέρουν ψυχική δυσφορία. Αποδείχθηκε επίσης σημαντική συσχέτιση μεταξύ του επιπέδου φυσικής δραστηριότητας και ψυχικής δυσφορίας, ακόμη και μετά την προσαρμογή ορισμένων δυνητικά συγχυτικών μεταβλητών όπως ο λειτουργικός περιορισμός και ο ΔΜΣ.