Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, διευθυντής του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς»
Ακούγοντας τη συζήτηση προ ημερήσιας διάταξης και τις συνεχείς δηλώσεις κυβερνητικών και αντιπολιτευόμενων για τις υποκλοπές όπως και την ομιλία του κ. Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, αισθάνθηκα ότι έχουμε ξεπεράσει μια διαχωριστική γραμμή. Ο πρωθυπουργός παρουσιάζει τον εαυτό του ως «κυβερνήτη». Αλλά τίνος πολιτεύματος; Σίγουρα όχι της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Το 1976, ο Συντηρητικός Lord Hailsham, υπουργός Δικαιοσύνης αργότερα της Θάτσερ, χρησιμοποίησε τον όρο «εκλεγμένη δικτατορία» (elective dictatorship) για να περιγράψει τη σχέση της κυβέρνησης με το Κοινοβούλιο. O Hailsham αποκάλυψε κάτι που οι πολιτικοί ήξεραν αλλά οι δημοσιογράφοι και οι συνταγματολόγοι απέκρυπταν. Μια κυβέρνηση με άνετη πλειοψηφία μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Παρά την κοινότοπη και βαρετή φιλολογία περί «διάκρισης των εξουσιών» και «κράτους δικαίου», οι μόνοι περιορισμοί στον απόλυτο έλεγχο της κυβέρνησης επί του Κοινοβουλίου είναι πολιτικοί και ηθικοί. Βρίσκονται στη συνείδηση των κυβερνητικών βουλευτών, στους ελέγχους και τις ισορροπίες (checks and balances) που υπάρχουν, αν υπάρχουν, στη σύνθεση, τη δομή και την πρακτική της Βουλής και στις περιοδικές εκλογές και τον φόβο ήττας της κυβέρνησης. Παρακολουθώντας τη συζήτηση για τις υποκλοπές, ο όρος «εκλεγμένη δικτατορία» μου ήρθε στο μυαλό.
Θα εξετάσουμε λοιπόν τη διάκριση των εξουσιών και στα επόμενα την πολιτική ευθύνη των υπουργών και το κράτος δικαίου. Θα στηριχτούμε στον τρόπο λειτουργίας τους στην πολιτική πραγματικότητα όπως φάνηκε στο σκάνδαλο των υποκλοπών και στη δική μου κοινοβουλευτική εμπειρία.
Σύμφωνα με τη θεωρία της διάκρισης των εξουσιών, η Βουλή αποτελείται από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους του λαού και αποτελεί την κεντρική υλική και συμβολική έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Αποτελεί το νομοθετικό όργανο και ελέγχει την κυβέρνηση και τους υπουργούς μέσω διαφόρων διαδικασιών: των ερωτήσεων, των συζητήσεων, των διαρκών επιτροπών, των εξεταστικών επιτροπών και της γενικότερης κοινοβουλευτικής παρακολούθησης και ελέγχου του κυβερνητικού έργου.
Διάκριση εξουσιών;
Τι γίνεται όμως στην πραγματικότητα; Το δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας ανήκει και το νομοθετικό έργο του Κοινοβουλίου αποφασίζεται από την κυβέρνηση. Κατανοητό στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Αυτό που είναι περίεργο είναι ότι όλα τα νομοσχέδια περνούν πάντα χωρίς ή με ελάχιστες τροπολογίες λόγω της επιβολής της κομματικής πειθαρχίας και του φόβου των κυβερνητικών βουλευτών μήπως αποκλειστούν από τα ψηφοδέλτια.
Ούτε μία διάταξη νομοσχεδίου που φτάνει στη Βουλή και έχει την υποστήριξη της κυβέρνησης δεν έχει απορριφθεί από το σώμα. Αυτό ισχύει στη σημερινή Βουλή αλλά και στην προηγούμενη με την ισχνότερη δυνατή πλειοψηφία του ενός που περιείχε βουλευτές από δύο αντίθετα ιδεολογικά στρατόπεδα. Η κυβέρνηση δεν έχασε καμία ψηφοφορία για το σύνολο ή κάποιο άρθρο νομοσχεδίου μέχρι την αποχώρηση των ΑΝ.ΕΛΛ. και τη δημιουργία εναλλακτικής πλειοψηφίας του ενός που πάλι δεν ηττήθηκε ποτέ.
Οι διαρκείς και οι εξεταστικές επιτροπές της Βουλής έχουν κυβερνητική πλειοψηφία και αμιγές κυβερνητικό προεδρείο. Μπορεί να συγκεντρώνουν χρήσιμα στοιχεία για το αντικείμενό τους αλλά τα συμπεράσματα του πορίσματος είναι γνωστά από την αρχή και η αντιπολίτευση αναγκάζεται να γράψει το δικό της αντι-πόρισμα. Αντί να ελέγχουν την κυβέρνηση, οι επιτροπές αποτελούν εργαλεία δικαιολόγησης του έργου της και αυτοθαυμασμού. Τα απαράδεκτα φαινόμενα στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας και στην εξεταστική για τις υποκλοπές δεν είναι καινούργια. Αποτελούν τη συνηθισμένη πρακτική όλων των ελεγκτικών μηχανισμών της «εκλεγμένης δικτατορίας». Την εικόνα συμπληρώνει ο πρόεδρος της Βουλής που λειτουργεί ως υπάλληλος του πρωθυπουργού παρά ως εγγυητής της ακεραιότητας του σώματος. Προτάσεις που έγιναν στην προηγούμενη Βουλή για την ενδυνάμωση της ελεγκτικής λειτουργίας δεν ευδοκίμησαν.
Παλιότερα που τα κόμματα δεν ήταν τόσο συμπαγή και αποτελούσαν «πλατιές εκκλησίες» ιδεολογικά, οι αυθαιρεσίες της κυβέρνησης ελέγχονταν σε κάποιο βαθμό στο Κοινοβούλιο είτε από την αντιπολίτευση είτε από τους δικούς της βουλευτές. Τώρα η κυβέρνηση ελέγχει τη Βουλή και όχι η Βουλή την κυβέρνηση. Μέχρι πρόσφατα επίσης, είχαμε κάποια ανταλλαγή επιχειρημάτων στο Κοινοβούλιο. Τώρα οι συζητήσεις αποτελούν παράλληλους μονολόγους. Μόνο οι ηγέτες, οι υπουργοί και, εν μέρει, οι εισηγητές των νομοσχεδίων μπορούν να τροποποιήσουν το αρχικό νομοσχέδιο. Μόνο υπάκουοι βουλευτές διορίζονται στις επιτροπές ή εισηγούνται νομοσχέδια. Η απαιτούμενη πειθαρχία είναι απόλυτη. Ο διευθυντής των κοινοβουλευτικών ομάδων στη Βρετανία ονομάζεται «κομματικό μαστίγιο» (party whip).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός σχετικά ανεξάρτητου βουλευτή παλιάς κοπής που χρησιμοποιεί τις γνώσεις και την παρρησία έξω από την αυστηρή κομματική πειθαρχία και τα non paper αποτελεί ο Κώστας Τζαβάρας της Νέας Δημοκρατίας. Ενας εξαιρετικός ρήτορας που με την κοινοβουλευτική εμπειρία, τη βαθιά γνώση της πολιτικής φιλοσοφίας και το δημοκρατικό ήθος του δείχνει στους συναδέλφους του πώς θα έπρεπε να ήταν η κοινοβουλευτική διαδικασία. Αλλά αυτά δεν τα ανέχεται η «εκλεγμένη δικτατορία». Εγινε ο Κώστας, όπως και άλλοι, παράδειγμα της κομματικής δυσανεξίας στους ανεξάρτητους και μορφωμένους βουλευτές με άποψη. Ετσι γεμίζει η Βουλή με ανθρώπους που δεν έχουν γνώση, άποψη ή ενδιαφέρον εκτός της προσωπικής τους προβολής.
Το αντίστροφο ισχύει για την κάθε αντιπολίτευση. Εχει μηδενική δυνατότητα να κερδίσει κάποια ψηφοφορία ή να επηρεάσει ουσιαστικά το κοινοβουλευτικό έργο. Η αδυναμία την οδηγεί σε φραστικές υπερβολές και τεχνάσματα που γίνονται με την ελπίδα ότι θα αναπαραχθούν από τα ΜΜΕ. Οι πετυχημένοι πολιτικοί είχαν βέβαια πάντα υποκριτική ικανότητα. Η Βουλή αποτελεί θεατρική σκηνή όπου τα επιχειρήματα αποκτούν την εικονική και συμβολική τους αναπαράσταση.
Χωρίς το σκηνικό και τη σκηνοθεσία, η Βουλή γίνεται αίθουσα βαρετών και επαναλαμβανόμενων ψευτοδιαλέξεων. Σήμερα οι περισσότεροι βουλευτές παίρνουν τον λόγο για να τους δείξει η τηλεόραση και μετά να αναπαραγάγουν την εικόνα στο facebook, το twitter ή το instagram. Εκτός από τις πραγματικά θεατρικές πράξεις, συνήθως στις συζητήσεις των αρχηγών η «παράσταση» των βουλευτών παίζεται σε άδεια έδρανα. Η λαϊκή κυριαρχία, που υποτίθεται ότι ασκείται στη Βουλή, έχει γίνει κυριαρχία της κυβέρνησης και του κομματικού μηχανισμού, και αυτές κυριαρχία του ηγέτη και της ομάδας του.
Μύθος και πραγματικότητα
Η διάκριση των εξουσιών λοιπόν αποτελεί σήμερα έναν μύθο. Ο μύθος δεν είναι ούτε ψέμα ούτε απάτη, αλλά ένα νομιμοποιητικό αφήγημα. Οι μύθοι αποτελούν τις ιερές ιστορίες του παρόντος: αποκαλύπτουν αυτονόητες αλήθειες στους πιστούς τους, που τους επιτρέπουν να βλέπουν τον κόσμο συνεκτικά από τη σκοπιά των συμφερόντων τους, και προφανείς παρανοήσεις στους αντιπάλους. Οι πιστοί έχουν επενδύσει πολλά στον μύθο τους και αδυνατούν να τον αναγνωρίσουν ως τέτοιο, βάζοντας κάτω από το χαλί ό,τι τον υποσκάπτει.
Δεν είναι λοιπόν ο μύθος ψεύτικη κατανόηση του κόσμου, αλλά η περιγραφή του από μία μόνο προοπτική που εμφανίζεται ως καθολική. Το εξήγησε με τον καλύτερο και πιο αφοπλιστικό τρόπο ο κ. Μητσοτάκης στην ομιλία του στη Βουλή για τις υποκλοπές. Απάντησε στην πρόσκληση του Αλέξη Τσίπρα προς τους κυβερνητικούς βουλευτές να απαιτήσουν τη διαλεύκανση των παρακολουθήσεων με την επική ατάκα: «Εχω 157 βουλευτές και είναι μπετόν αρμέ». Η αρχή των «157 μπετόν αρμέ» αποτελεί το θεμέλιο της εξουσίας. Αυτές οι τρεις λέξεις ανέτρεψαν τόμους συνταγματικής θεωρίας και περισπούδαστες αναλύσεις έγκριτων συνταγματολόγων. Αλλά ο μύθος δεν σταματάει εδώ.
Η εκλεγμένη δικτατορία έχει σήμερα εξελιχθεί σε έναν «απολυταρχικό καπιταλισμό». Θα τον αναλύσουμε στα επόμενα ακολουθώντας το παράδειγμα του Κώστα Τζαβάρα και θα προσπαθήσουμε να σκεφτούμε πώς μπορεί να βελτιωθεί η κατάσταση.
efsyn.gr