Σε «αχαρτογράφητα ύδατα» με κυρίαρχο στοιχείο τα περιορισμένα αποθέματα και τις … «αλμυρές» τιμές μοιάζει να μπαίνει η αγορά του ελαιόλαδου.
Τα δύο τελευταία χρόνια, καταγράφεται «ράλι» τιμών, με την Eurostatτον Ιανουάριο να καταγράφει άνοδο 50% στην ΕΕ και 67% στην Ελλάδα σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2023.
Η «κούρσα» των τιμών τροφοδοτεί έναν «φαύλο κύκλο», καθώς όπως λένε παραγωγοί, η κατακόρυφη αύξηση του κόστους στο «ράφι» περιόρισε σχεδόν στο… μισό την παγκόσμια κατανάλωση ελαιόλαδου, σε μια περίοδο «προβληματικής» παραγωγής.
Γράφει ο Βαγγέλης Δουράκης
Δεν είναι τυχαίο όπως επισημαίνουν ότι παρατηρείται μια στροφή των καταναλωτών σε φθηνότερα βρώσιμα έλαια ή σε μείωση της κατανάλωσης ελαιόλαδου. Για τη νέα ελαιοκομική περίοδο, οι παραγωγοί δείχνουν επιφυλακτικοί, καθώς από την μια η ανθοφορία δείχνει να είναι σε καλά επίπεδα, από την άλλη όμως ο χειμώνας είχε πολύ λίγες βροχοπτώσεις, ενώ το κλάδεμα δεν ολοκληρώθηκε σε αρκετά αγροτεμάχια, λόγω έλλειψης εργατών και έτσι τα δένδρα είναι πολύ «φορτωμένα».
Η προοπτική της τιμής στο ελαιόλαδο
Παράλληλα, η υγρασία στο έδαφος έχει μειωθεί σημαντικά, την ώρα που το καλοκαίρι αναμένεται μακρύ και καυτό και το ζήτημα που προκύπτει είναι αν τα ελαιόδενδρα θα αντέξουν τη θερινή περίοδο.
Έτσι, αυτή την στιγμή κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά πώς θα κινηθεί η παραγωγή, οι τιμές παραγωγού και κατ’ επέκταση οι τιμές στο ράφι.
Σήμερα πάντως η τιμή παραγωγού για παράδειγμα στον Νομό Λακωνίας σημειώνει άνοδο, Από τα 7,9 ευρώ το κιλό που ήταν το τελευταίο δεκαήμερο του Απριλίου, πριν από λίγες ημέρες ποσότητα 100 τόνων πουλήθηκε σε Ιταλούς προς 8,2 ευρώ το κιλό.
Οι σημερινές τιμές, που καταγράφουν χαμηλή μονοψήφια άνοδο σε σχέση με τα επίπεδα τιμών του Απριλίου, απέχουν πάντως από τα υψηλά των 9,45 ευρώ το κιλό που είχαν φθάσει τον Ιανουάριο.
Αυτή την στιγμή, σύμφωνα με γνώστες της αγοράς, αυτή χαρακτηρίζεται από μια «βουτιά» στην παγκόσμια κατανάλωση ελαιόλαδου κατά 40-50%, εξαιτίας ακριβώς της κατακόρυφης αύξησης της τιμής στο ράφι, με την παραγωγή να περιορίζεται ταυτόχρονα σε ποσοστά άνω του 28% και τους Ισπανούς παραγωγούς να σπεύδουν να «διώξουν» μέσα στον Μάρτιο παραγωγή, θεωρώντας ότι η επόμενη ελαιοκομική χρονιά θα είναι καλή και οι τιμές χαμηλές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα αποθέματα να έχουν συρρικνωθεί σημαντικά, σύμφωνα πάντα με τους ίδιους παράγοντες της αγοράς.
Όπως επισημαίνουν μάλιστα, σε ένα ακραίο σενάριο με υψηλές θερμοκρασίες, παρατεταμένη ανομβρία και πρώτες βροχές τον Σεπτέμβριο, κάποιες περιοχές ενδέχεται να μη συγκομίσουν καθόλου, χωρίς έτσι να αποκλείεται νέα αύξηση των τιμών.
Τι διαπιστώνουν ερευνητικές εταιρείες
«Προβληματικά» αποθέματα και κίνδυνο πλήρους αποσταθεροποίησης εντοπίζει και η ερευνητική εταιρεία Mintel.
Όπως σχολίασαν ορισμένοι παράγοντες της αγοράς στη Mintel, η αγορά του ελαιόλαδου είναι στα όριά της.
Οι μεν πωλητές εναποθέτουν τις ελπίδες τους σε βελτιωμένη παραγωγή τους επόμενους μήνες, σε συνδυασμό με μειωμένα αποθέματα, για την ενίσχυση των τιμών, ενώ οι αγοραστές αναμένουν σταθερότητα ή ακόμη και μείωση των τιμών.
Οι προκλήσεις αυτές, σύμφωνα με τη Mintel, περιπλέκονται με τη μείωση των αποθεμάτων, με ορισμένους παράγοντες της αγοράς να έχουν πουλήσει πάνω από το 70% της παραγωγής τους, αυξάνοντας τον κίνδυνο έντονων διακυμάνσεων στις τιμές.
Στην Ελλάδα η κατανάλωση τυποποιημένου ελαιόλαδου που πωλείται μέσω των σούπερ μάρκετ -σ.σ. το μεγαλύτερο ποσοστό της κατανάλωσης γίνεται χύμα και σε τενεκέ- υποχώρησε 20%.
Όμως το μεγάλο ζητούμενο είναι τι θα γίνει από εδώ και στο εξής πρωτίστως σε επίπεδο παραγωγής και δη στην Ελλάδα, όπου για ορισμένες περιοχές το ελαιόλαδο είναι μονοκαλλιέργεια.