Ο δικηγορικός κλάδος μάλιστα σήμερα πραγματοποιεί καθολική αποχή, από κάθε δικαστική και εξώδικη ενέργεια, σε μία συμβολική κίνηση διαμαρτυρίας για το φορολογικό νομοσχέδιο. Οι ομαδικές αιτήσεις ακύρωσης κατατέθηκαν από τους 63 Δικηγορικούς Σύλλογοι της Ελλάδος και 15 σωματεία, ενώσεις, κ.λπ. ελευθέρων επαγγελματιών, κ.λπ. με τον κ. Βερβεσό να ζητά από την πρόεδρο του ΣτΕ Ευαγγελία Νίκα, να εισαχθούν προς συζήτηση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου και σε σύντομο χρόνο.
Μετά την κατάθεση των αιτήσεων ακυρώσεως ο κ. Βερβεσός επεσήμανε πως : «ο νόμος πρέπει να αποσυρθεί και να ξεκινήσει διάλογος, εξ αρχής, με τους φορείς των ελευθέρων επαγγελματιών και επιστημόνων», σημειώνοντας πως για τους δικηγόρους «είναι αγώνας αξιοπρέπειας και επιβίωσης».
Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν μεταξύ άλλων ότι:
1. Η αντίθεση του τεκμηρίου, που θεσπίζουν οι διατάξεις των άρθρων 15 επ. του Ν. 5073/2023, στις συνταγματικές αρχές της ισότητας των πολιτών ενώπιον των δημόσιων βαρών, της αναλογικότητας και της παροχής πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, καθότι αντιμετωπίζει τους ελεύθερους επαγγελματίες ως μισθωτούς, ενώ πρόκειται περί διαφορετικών κατηγοριών φορολογουμένων, όπως, άλλωστε, και το ίδιο το ΣτΕ έχει κρίνει. Ταυτόχρονα, η αμφισβήτηση του τεκμηρίου, μέσω της προβλεπόμενης διαδικασίας υποβολής σε φορολογικό έλεγχο, καθιστά το τεκμήριο επί της ουσίας αμάχητο και αλλοιώνεται η έννοια, η λογική και η φύση του φορολογικού ελέγχου.
2. Η υπέρβαση των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 28Α παρ. 5 του Ν. 4172/2013 από την υπ’ αριθ. A.1055/2024 απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ, η οποία ουσιαστικά επεκτείνει τον έλεγχο και σε προηγούμενα φορολογικά έτη και σε άλλα φορολογικά αντικείμενα, πέραν της φορολογίας εισοδήματος.
3. Το τεκμήριο του ελάχιστου ετήσιου εισοδήματος, κατ’ άρθρο 28Α του Ν. 4172/2013, δεν είναι συνταγματικά ανεκτό, καθόσον δεν αφορά εξωτερικές ενδείξεις ή στοιχεία άμεσα συναρτώμενα με το τεκμαιρόμενο συμπέρασμα, όπως απαιτεί η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά βασίζεται στη σύγκριση με τον κατώτατο μισθό των απασχολουμένων με σχέση εξαρτημένης εργασίας, οι οποίοι τελούν υπό διαφορετικές επαγγελματικές και εισοδηματικές συνθήκες σε σχέση με τους ασκούντες ατομική επιχείρηση.