Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Οι επιδόσεις των Ελλήνων 15χρονων μαθητών στα μαθηματικά, την κατανόηση κειμένου και τις φυσικές επιστήμες μειώθηκαν την τελευταία δεκαετία κατά περισσότερες από 20 μονάδες – και για τον ΟΟΣΑ οι 20 μονάδες αντιστοιχούν σε ένα έτος φοίτησης.
Στα μαθηματικά, τη δεξιότητα στην οποία εστίασε ο διαγωνισμός του 2020, η μέση επίδοση ήταν 430 μονάδες, έναντι ενός μέσου όρου 472 μονάδων στις χώρες του ΟΟΣΑ. Στην κατανόηση κειμένου, δεξιότητα στην οποία είχε εστιάσει ο διαγωνισμός του 2018, η μέση επίδοση ήταν 438 μονάδες, έναντι ενός μέσου όρου 476 μονάδων στον ΟΟΣΑ. Στις φυσικές επιστήμες, τέλος, η μέση επίδοση ήταν 441 μονάδες, έναντι ενός μέσου όρου 485 μονάδων στις χώρες του ΟΟΣΑ. Μεταξύ των 81 χωρών/οικονομιών που συμμετείχαν στον διαγωνισμό, η χώρα μας κατετάγη στην 44η, την 41η και την 44η θέση αντίστοιχα.
Ενα από τα ελάχιστα θετικά που προκύπτουν από την έρευνα στην Ελλάδα είναι πως οι σχολικές ανισότητες είναι μικρότερες σε σύγκριση με άλλες χώρες.
Οι μαθητές που θεωρούνται κοινωνικοοικονομικά προνομιούχοι (το κορυφαίο 25% όσον αφορά την κοινωνικοοικονομική κατάσταση) ξεπέρασαν στα μαθηματικά τους μη προνομιούχους μαθητές (το χαμηλότερο 25%) κατά 76 μονάδες, ενώ η μέση διαφορά στις χώρες του ΟΟΣΑ ήταν 93 μονάδες. Και οι επιδόσεις μεταξύ αγοριών και κοριτσιών στα μαθηματικά ήταν παρόμοιες, ενώ σε άλλες 40 χώρες και οικονομίες τα αγόρια ξεπέρασαν τα κορίτσια. Σε ό,τι αφορά όμως την κατανόηση κειμένου, τα κορίτσια ξεπέρασαν στην Ελλάδα τα αγόρια κατά 25 μονάδες – μία τάση που παρατηρήθηκε στις 79 από τις 81 χώρες/οικονομίες που συμμετείχαν στον τελευταίο διαγωνισμό PISA.
Η πανδημία
Εστιάζοντας στις επιπτώσεις της πανδημίας, ένα 69% των ελλήνων μαθητών ανέφερε πως το σχολείο τους έκλεισε λόγω της Covid-19 για περισσότερους από τρεις μήνες, έναντι ενός αντίστοιχου μέσου όρου 51% στις χώρες του ΟΟΣΑ. Τα συνολικά αποτελέσματα του PISA, βέβαια, δεν δείχνουν ξεκάθαρη διαφορά στις επιδόσεις ανάμεσα στα εκπαιδευτικά συστήματα που βίωσαν περιορισμένης διάρκειας κλείσιμο των σχολείων και εκείνα που βίωσαν κλείσιμο μεγαλύτερης διάρκειας.
Στην Ελλάδα, ωστόσο, τα σχολεία ήταν πριν από την πανδημία χειρότερα προετοιμασμένα για τηλεκπαίδευση σε σύγκριση με πολλές άλλες χώρες (72η θέση μεταξύ 77 χωρών και οικονομιών) και παρέμειναν χειρότερα προετοιμασμένα για ψηφιακή μάθηση και μετά την πανδημία (69η θέση μεταξύ 70 χωρών και οικονομιών).
Δομικοί παράγοντες
Καταλήγουμε λοιπόν στους «υποκείμενους δομικούς παράγοντες» που επιφέρουν σταθερή μείωση των σχολικών επιδόσεων στη χώρα μας. Ενα 54% των 15χρονων μαθητών στην Ελλάδα φοιτούσε το 2022 σε σχολείο ο διευθυντής του οποίου ανέφερε πως η ικανότητά του να παρέχει διδασκαλία παρεμποδιζόταν από την έλλειψη διδασκαλικού προσωπικού – το αντίστοιχο ποσοστό το 2018 ήταν 26%.
Επίσης, μόνο ένα 46% των μαθητών ανέφερε πως δείχνει ο καθηγητής ενδιαφέρον για τη μάθηση κάθε μαθητή στα περισσότερα μαθήματα μαθηματικών (μέσος όρος ΟΟΣΑ: 63%), ενώ μόνο το 57% ανέφερε πως ο καθηγητής προσφέρει επιπλέον βοήθεια στους μαθητές που τη χρειάζονται (μέσος όρος ΟΟΣΑ: 70%). Και πολλοί μαθητές μελετούν τα μαθηματικά σε ένα κλίμα πειθαρχίας (ή έλλειψής της…) που δεν ευνοεί τη μάθηση: ένα 35% των μαθητών ανέφερε πως δεν μπορεί να εργαστεί σωστά στα περισσότερα ή και όλα τα μαθήματα (μέσος όρος ΟΟΣΑ: 23%), ένα 43% δεν ακούει αυτά που λέει ο καθηγητής (μέσος όρος ΟΟΣΑ: 30%), ένα 38% αφήνει να αποσπάται η προσοχή του από τη χρήση ψηφιακών συσκευών (μέσος όρος ΟΟΣΑ: 30%) και ένα 33% βλέπει την προσοχή του να αποσπάται εξαιτίας της χρήσης ψηφιακών συσκευών από άλλους μαθητές (μέσος όρος ΟΟΣΑ: 25%).
Κατά μέσο όρο, μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, οι μαθητές τείνουν λιγότερο να αναφέρουν ότι αποσπάται η προσοχή τους από τη χρήση ψηφιακών συσκευών όταν απαγορεύεται η χρήση κινητών τηλεφώνων εντός του σχολείου.
Και μερικές ακόμη πληροφορίες: η Ελλάδα κατετάγη 10η μεταξύ 69 χωρών και οικονομιών αναφορικά με τους κινδύνους για την ασφάλεια στο σχολείο. Και 6η μεταξύ 80 χωρών και οικονομιών αναφορικά με τον χρόνο που απαιτείται για διάβασμα στο σπίτι – περίπου δύο ώρες ημερησίως. Μόνο ένα 37,9% των μαθητών, άλλωστε, φοιτά σε σχολεία με διαθέσιμη αίθουσα (ή αίθουσες) όπου μπορεί να κάνει τις εργασίες που έχει αναλάβει για το σπίτι.