«Ο μεγαλύτερος φόβος ενός παιδιού στο Διαδίκτυο είναι η αποκάλυψη προσωπικών δεδομένων του».
Αυτό είναι ένα από τα ευρήματα της αποκαλυπτικής εθνικής έρευνας για τις διαδικτυακές συνήθειες σε δείγμα 5.000 μαθητών ηλικίας 12-18 ετών που διεξήγαγε το Ελληνικό Κέντρο Ασφαλούς Διαδικτύου του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Ερευνας με την έγκριση του υπουργείου Παιδείας.
Σύμφωνα με την έρευνα, ένα στα τέσσερα παιδιά έχει λάβει προσωπικές φωτογραφίες άλλων και έχει δεχτεί διαδικτυακή παρενόχληση, ενώ ένα στα δύο συνομιλεί με αγνώστους και κάνει φίλους μέσω Διαδικτύου.
Την ίδια στιγμή, 6% των παιδιών που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν ότι έχουν πέσει θύματα διαδικτυακού εκφοβισμού (cyber bullying), με τα κορίτσια – θύματα να είναι συντριπτικά περισσότερα από τα αγόρια (64% έναντι 36%).
Ο Γιώργος Κορμάς, ιατρός και επικεφαλής της Γραμμής Βοήθειας του Ελληνικού Κέντρου Ασφαλούς Διαδικτύου, αποκαλύπτει στα «ΝΕΑ» πως «53% των παιδιών δήλωσαν ότι αδιαφορούν για τη διαδικτυακή τους φήμη. Αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά αυτά δεν τα ενδιαφέρει αν κυκλοφορούν διαδικτυακά οι φωτογραφίες τους, είτε deepfake είτε κανονικές, αν τους μιλούν άσχημα ή αν τα παρενοχλούν», εξηγώντας πως όταν τα παιδιά εξοικειώνονται με την παρενόχληση είναι δύσκολο να την καταγγείλουν.
Σημειώνει, επίσης, πως αρκετά παιδιά που νιώθουν απειλή ταυτόχρονα αισθάνονται ότι δεν πρόκειται να αποδοθεί δικαιοσύνη, γεγονός που λειτουργεί ανασταλτικά στο να προχωρήσουν σε καταγγελία.
Ο ίδιος προτρέπει γονείς και παιδιά να καλέσουν στη Γραμμή Βοήθειας Ασφαλούς Διαδικτύου (210-6007.686) ή να καταγγείλουν το παράνομο και το επιβλαβές περιεχόμενο στο safeline.gr, τονίζοντας πως αυτό που προέχει είναι «η συναισθηματική διασφάλιση του παιδιού, ώστε να μπορέσει να διαχειριστεί αποτελεσματικά αυτό που του συμβαίνει».
Κρίσιμης σημασίας είναι ταυτόχρονα η ενεργοποίηση και ευαισθητοποίηση του σχολικού περιβάλλοντος και η άμεση ανταπόκρισή του όταν κάτι τέτοιο συμβεί.
Πάνω από όλα, «οι γονείς θα πρέπει να έχουν ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας, προκειμένου να μπορούν εκείνα χωρίς φόβο και ενοχές να καταγγέλλουν το όποιο γεγονός».
Μπορούν να αντιδράσουν
Τα νεαρά κορίτσια και οι γυναίκες που ανακαλύπτουν ότι στο Διαδίκτυο διαρρέει εν αγνοία και παρά τη θέλησή τους – είτε πραγματικό είτε κατασκευασμένο – άσεμνο περιεχόμενο στο οποίο πρωταγωνιστούν νιώθουν αδύναμες και απροστάτευτες.
Ομως, στην πραγματικότητα, δεν είναι.
Η Ερικα Καζάνη, δικηγόρος και μέλος της νομικής ομάδας του Κέντρου «Διοτίμα», της γυναικείας μη κερδοσκοπικής οργάνωσης, εξειδικευμένης σε ζητήματα φύλου και ισότητας, μιλώντας για την έμφυλη βία που συντελείται μέσω εικόνας και με τη χρήση ψηφιακών μέσων (image-based sexual abuse), σημειώνει πως «το ελληνικό ποινικό σύστημα, σε συμμόρφωση με ενωσιακές οδηγίες και αφουγκραζόμενο τις κοινωνικές και τεχνολογικές ανάγκες, έχει εντάξει στο εθνικό ποινικό πλαίσιο τη συμπερίληψη τέτοιων αδικημάτων», προστατεύοντας «τόσο τη γενετήσια ελευθερία όσο και την ανηλικότητα του θύματος».
Ωστόσο, υπογραμμίζει πως υπάρχουν ακόμη βήματα που πρέπει να γίνουν, ώστε το ελληνικό σύστημα δικαίου να συμβαδίζει απόλυτα με όσα συμβαίνουν εντός της εγχώριας διαδικτυακής σφαίρας, με έμφαση στην άμεση και αποτελεσματική προστασία των θυμάτων.
Σύμφωνα με τη νομικό, «στο αδίκημα της εκδικητικής πορνογραφίας, το οπτικοακουστικό υλικό που κοινολογείται σε κοινή θέα και χωρίς δικαίωμα μπορεί να είναι πραγματική, αλλοιωμένη ή σχεδιασμένη εικόνα. Σε αυτήν την περίπτωση η βάση του αδικήματος έχει πλημμεληματική μορφή και τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή.
Προβλέπεται, όμως, και διακεκριμένη περίπτωση κακουργηματικής μορφής εάν η ανάρτηση του άσεμνου υλικού στο Διαδίκτυο αφορά αόριστο αριθμό αποδεκτών ή/και γίνεται από ενήλικο δράστη και αφορά ανήλικο θύμα».
Εν τω μεταξύ, ακόμη και η απειλή τέλεσης του αδικήματος τιμωρείται αυτοτελώς ως πλημμέλημα.
Εάν ο δράστης είναι ανήλικος, εφαρμόζονται ειδικότερες διατάξεις και δεν προβλέπεται η επιβολή προσωρινής κράτησης, εκτός αν συρρέουν και άλλες συγκεκριμένες περιστάσεις.
Σε κάθε περίπτωση, όπως υπογραμμίζει η Ερικα Καζάνη, η διαδικτυακή σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί ακόμη μία «κανονικοποιημένη» μορφή έμφυλης βίας, την οποία τα θύματα διστάζουν να καταγγείλουν.
Παρ’ όλα αυτά, η δικηγόρος του Κέντρου «Διοτίμα» εμφανίζεται αισιόδοξη, αφού οι γυναίκες που ζήτησαν και έλαβαν δωρεάν νομική υποστήριξη εν τέλει δικαιώθηκαν.
«Συναντήσαμε αρκετές περιπτώσεις όπου υπήρχε η απειλή τέλεσης του αδικήματος και μάλιστα πετύχαμε και την καταδίκη των δραστών», περιγράφει, ενώ, αναφερόμενη στα μέσα από τα οποία οι δράστες διακινούν το άσεμνο οπτικοακουστικό υλικό, εξηγεί:
«Η εφαρμογή που χρησιμοποιήθηκε περισσότερο για την τέλεση είτε της απειλής, είτε της γνωστοποίησης ότι αναρτήθηκε άσεμνο υλικό, είτε της ίδιας της σεξουαλικής παρενόχλησης ήταν το Viber. Επίσης, η εκδικητική πορνογραφία στις περιπτώσεις που εμείς χειριστήκαμε τελέστηκε μέσω της εφαρμογής Telegram».