«Βραχνά» τόσο για τα φυσικά πρόσωπα όσο και για τις επιχειρήσεις αποτελούν τα αυξημένα επιτόκια, με τις ελληνικές τράπεζες να έχουν εκμεταλλευτεί το γεγονός προς παραγωγή κερδών. Είναι δε ενδεικτικό το γεγονός ότι συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία τα επιτόκια των νέων δανείων, όπως κατέδειξαν τα στοιχεία Μαρτίου για τη χώρα μας, παρά την αναμενόμενη μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ πιθανότατα τον Ιούνιο. Υπενθυμίζεται ότι τη διετία 2022-2023 τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν καταγράψει αθροιστικά κέρδη 7,546 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ τα καθαρά έσοδα των συστημικών τραπεζών από τόκους ανέρχονται σε 13,5 δισ. ευρώ.
Γεωπολιτικό ρίσκο και επιτόκια
Όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η εικόνα χειροτέρεψε κατά τον μάρτιο. Με το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο των νέων καταθέσεων αμετάβλητο στο 0,53%, το αντίστοιχο επιτόκιο των νέων δανείων αυξήθηκε στο 6,24%, διευρύνοντας το περιθώριο κέρδους των τραπεζών στις 5,71 εκατοστιαίες μονάδες, έναντι 5,24 ποσοστιαίων μονάδων τον Φεβρουάριο.
Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν επίσης ότι σε ό,τι αφορά τις υφιστάμενες καταθέσεις, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο βρίσκεται στο 0,54%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο των δανείων παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 6,32%. Σε αυτή την κατηγορία το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των υφιστάμενων καταθέσεων και δανείων παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στις 5,78 εκατοστιαίες μονάδες.
Υπενθυμίζεται ότι τα επιτοκιακά περιθώρια τον Ιούλιο του 2022, οπότε ξεκίνησε η αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ, ήταν μόλις στο 3,69% για τα νέα δάνεια και καταθέσεις και στο 3,56% για τα υφιστάμενα.
Το «βάρος» στις επιχειρήσεις
Το «βάρος» που έχουν κληθεί να σηκώσουν τόσο τα φυσικά πρόσωπα όσο και οι επιχειρήσεις είναι σημαντικό, όπως και το πλήγμα στην πραγματική οικονομία, το οποίο συνεχίζεται. Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, για το 2023, το μεσοσταθμικό επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο σε 5,8%, έναντι μέσης τιμής 3,5% το 2022. Αναλυτικότερα, στα δάνεια με καθορισμένη διάρκεια (τακτή λήξη) το μεσοσταθμικό επιτόκιο αυξήθηκε από 1,5 έως 2,5 ποσοστιαίες μονάδες σε όλες σχεδόν τις επιμέρους κατηγορίες και διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο σε 5,8%, έναντι μέσης τιμής 3,4% το 2022.
Στο ίδιο επίπεδο (5,8%) αυξήθηκε και το μεσοσταθμικό επιτόκιο στα δάνεια προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (που αντιπροσώπευαν το 28% της ακαθάριστης ροής επιχειρηματικών δανείων με τακτή λήξη το 2023), κατά 2,1 ποσοστιαία μονάδα υψηλότερα της μέσης τιμής του 2022. Όσο για τα δάνεια μη καθορισμένης διάρκειας, το μεσοσταθμικό επιτόκιο αυξήθηκε κατά 2,3 ποσ. μον. σε 6,5% (αλληλόχρεοι λογαριασμοί: 6,4%, υπεραναλήψεις από λογαριασμούς όψεως: 7,1%).
Τι συμβαίνει στα νοικοκυριά
Οι αυξήσεις των επιτοκίων στα δάνεια προς νοικοκυριά ήταν χαμηλότερες. Το μεσοσταθμικό επιτόκιο των στεγαστικών δανείων διαμορφώθηκε το 2023 σε 4,1%, κατά 96 μονάδες βάσης υψηλότερο έναντι της μέσης τιμής του 2022 (η οποία ήταν κατά 132 μ.β. υψηλότερη από τη μέση τιμή του 2021). Το επιτόκιο καταναλωτικών δανείων καθορισμένης διάρκειας αυξήθηκε σε 11,3%, επίπεδο (+78 μ.β. από τη μέση τιμή 2022), ενώ το μεσοσταθμικό επιτόκιο στα δάνεια μη καθορισμένης διάρκειας (πιστωτικές κάρτες, ανοικτά δάνεια, υπεραναλήψεις από λογαριασμούς όψεως) αυξήθηκε κατά 47 μ.β. σε 14,9%.