Η παραίτηση του Τζάστιν Τριντό από την πρωθυπουργία και την ηγεσία του κυβερνώντος Φιλελεύθερου Κόμματος σηματοδοτεί το τέλος μιας ολόκληρης περιόδου για τον Καναδά. Ο Τριντό κατέχει τον πρωθυπουργικό θώκο από το 2015. Δεν είναι συχνό φαινόμενο ένας πολιτικός να ηγείται μιας χώρας του G7 για μια δεκαετία. Πόσο μάλλον που ο Τριντό για ένα διάστημα υπήρξε σούπερ σταρ της παγκόσμιας πολιτικής.
Αλλάζουν οι κυβερνήσεις
Η πτώση όμως του Τριντό έχει διεθνή πολιτική σημασία όχι μόνο λόγω του βάρους του Καναδά στην παγκόσμια οικονομία. Εντάσσεται σε ένα κύμα αλλαγών στις κυβερνήσεις των ισχυρών κρατών της Δύσης. Ασφαλώς, η τομή έγινε στις ΗΠΑ όπου η δεύτερη εκλογή Τραμ συγκροτεί ένα νέο παγκόσμιο παράδειγμα στη γεωπολιτική, την πολιτική επικοινωνία και την ιδεολογία. Μεγάλη σημασία όμψς έχουν και άλλες κυβερνητικές αλλαγές όπως η εκλογή του Κιρ Στάρμερ στη Μεγάλη Βρετανία τον περασμένο Ιούλιο, μετά από 14 χρόνια κυριαρχίας των Συντηρητικών.
Στη Γαλλία ο Μακρόν ηττήθηκε πανηγυρικά τόσο στις ευρωεκλογές όσο και στις βουλευτικές εκλογές. Παραμένει στη θέση του λόγω του προεδρικού χαρακτήρα του γαλλικού συντάγματος. Στη Γερμανία όλες οι δημοσκοπήσεις για τις βουλευτικές εκλογές της 23ης Φλεβάρη δείχνουν ότι οι σοσιαλδημοκράτες του καγκελαρίου Σολτς όχι μόνο θα χάσουν, αλλά κατά πάσα πιθανότητα θα βρεθούν στην τρίτη θέση, πίσω από το ακροδεξιό και ρατσιστικό AfD το οποίο προωθεί με κάθε δυνατό τρόπο ο Έλον Μασκ.
Τα κοινά στοιχεία
Ακόμα και στον διεθνοποιημένο κόσμο μας η πολιτική σκηνή κάθε χώρας έχει θεμελιώδεις ιδιαιτερότητες. Πόσο μάλλον που από τις χώρες στις οποίες αναφερόμαστε άλλες ανήκουν στην Αμερική και άλλες στην Ευρώπη, ενώ από τις ευρωπαϊκές χώρες η Μεγάλη Βρετανία δεν ανήκει πλέον στην ΕΕ και τα πολιτικά πράγματά της σκιάζονται ακόμα από το Brexit.
Ωστόσο, ένα κύμα πολιτικών αλλαγών που συμβαίνει σε τόσο σύντομο χρόνο, δεν μπορεί παρά να εγείρει ερωτήματα σχετικά με τους κοινούς παράγοντες που θα μπορούσαν να το εξηγήσουν.
Το στάσιμο βιοτικό επίπεδο
Ξεκινώντας από τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων, πρέπει να εστιάσουμε στην αγοραστική δύναμη και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Ακόμα και στις πιο ισχυρές δυτικές χώρες το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων παραμένει στάσιμο ή πέφτει, παρόλο που η οικονομία μεγεθύνεται. Παράλληλα, η ακρίβεια ροκανίζει την αγοραστική δύναμη των λαϊκών στρωμάτων . Το αποτέλεσμα είναι η γενίκευση της δυσαρέσκειας, η φθορά των κυβερνήσεων και η ενίσχυση κομμάτων που εμφανίζονται ως δήθεν «αντισυστημικά»
Τον περασμένο Νοέμβριο στο σχόλιό του για την εκλογική νίκη Τραμπ ο πολιτικός αναλυτής της aboutpeople Πέτρος Ιωαννίδης είχε επισημάνει ότι «το 2020 ένας στους πέντε Αμερικανούς ένιωθε ότι η οικονομική του κατάσταση ήταν χειρότερη από ό,τι 4 χρόνια πριν. Το 2024 το ίδιο απάντησε σχεδόν το 50%». Στα κράτη μέλη της ΕΕ το τελευταίο ευροβαρόμετρο έδειξε ότι η αύξηση του κόστους ζωής αποτέλεσε το βασικό κριτήριο της ψήφου των πολιτών στις ευρωεκλογές.
Πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη το σχόλιο του Γεράσιμου Μοσχονά αναφορικά με την άρση των διακρίσεων μεταξύ των κυβερνητικών συντηρητικών και προοδευτικών κομμάτων σε ό,τι αφορά τις ανισότητες. Ο Μοσχονάς επισημαίνει ότι το συμπέρασμα της σημαντικής μελέτης των Vincenzo Emanuele και Federico Trastulli για τις ανισότητες στην Ευρώπη από το 1871 έως το 2020 είναι ότι από τη δεκαετία του ’80 και μετά, δεν μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ των αριστερών και δεξιών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων σε ό,τι αφορά τη μείωση των ανισοτήτων.
Από τη μια πλευρά, η όξυνση των ανισοτήτων και από την άλλη, η αδυναμία των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων να τις αντιμετωπίσουν, παρέχει ένα ιστορικό επεξηγηματικό πλαίσιο τόσο για τη διόγκωση της κοινωνικής δυσαρέσκειας όσο και για τη διοχέτευσή της στις δυνάμεις της αντιπολιτικής και της Ακροδεξιάς.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία
Ένας δεύτερος κοινός παράγοντας είναι η πτώση ή η μεγάλη φθορά των δυτικών ηγετών που έχουν ταυτιστεί με τη σκληρή γραμμή απέναντι στον Πούτιν. Η πρώτη φάση της ρωσικής εισβολής αποτέλεσε μια μεγάλη ήττα για τον Πούτιν αφού ο Ζελένεσκι άντεξε και δεν συνθηκολόγησε ενώ οι ρωσικές δυνάμεις υπέστησαν βαριές απώλειες. Δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι αποτυχία του Πούτιν οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αποτελεσματική δράση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.
Όμως η δεύτερη φάση του ουκρανικού πολέμου διέψευσε πανηγυρικά την εκτίμηση των Δυτικών ότι μια παρατεταμένη στρατιωτική σύγκρουση θα οδηγούσε στην κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας. Η ρωσική οικονομία άντεξε, ενισχύοντας την πολεμική βιομηχανία της και διοχετεύοντας τους υδρογονάνθρακες της στις χώρες των BRICS οι οποίες τα τελευταία χρόνια γίνονται όλο και πιο πολύ μια οικονομική κοινότητα. Εννοείται ότι η Ρωσία δεν θα άντεχε χωρίς τη στήριξη της Κίνας.
Την ίδια ώρα, οι δυτικές κοινωνίες πλήρωναν μεγαλύτερο ενεργειακό κόστος λόγω του πολέμου. Όχι μόνο δεν ήρθε η νίκη που είχαν υποσχεθεί οι δυτικοί ηγέτες, αλλά η καθημερινότητα έγινε πιο δύσκολη για τους πολίτες.
Ο Τραμπ έχει διακηρυγμένο στόχο να σταματήσει τον πόλεμο στην Ουκρανία, υποχρεώνοντας το Κίεβο σε εδαφικές παραχωρήσεις στη Ρωσία. Σε αυτό το πλαίσιο, προωθεί μέσω του Μασκ τους κάθε λογής Ευρωπαίους ακροδεξιούς που είτε είναι φιλικοί με τον Πούτιν (όπως το γερμανικό AfD) είτε είναι ευνοϊκοί με τη διπλωματική διευθέτηση του πολέμου.
Με δυο λόγια, ο ουκρανικός πόλεμος «ρούφηξε» τις ηγεσίες που πόνταραν σε αυτόν.
Ένα νέο παράδειγμα πολιτικής
Ένας τρίτος παράγοντας στην οποία θα μπορούσαμε να αναφερθούμε, είναι το νέο παράδειγμα πολιτικής που εμπεδώνεται με τη δεύτερη εκλογή του Τραμπ και την αγορά του Χ από τον Μασκ. Δισεκατομμυριούχοι καπιταλιστές εμφανίζονται ως οι αντισυστημικοί «φίλοι του φτωχού λαού». Ο κώδικας της τοξική «πτέρυγας» των social media αποικίζει όχι μόνο τον πολιτικό λόγο αλλά την ίδια της διεθνή διπλωματία, στο όνομα της δήθεν αδιαμεσολάβητης σχέσης του ηγέτη με το λαό. Οι δημοκρατικές αρχές γελοιοποιούνται και δεν κρατιούνται ούτε τα προσχήματα σε ό,τι αφορά την τήρηση της διεθνούς νομιμότητας. Όπως επισημαίνει σε άρθρο του στο Dnews ο σύμβουλος επικοινωνίας και στρατηγικής Ηλίας Τσουσάκης, όλα περιστρέφονται γύρω από την προσωπική εικόνα ενός αυταρχικού ηγέτη «που θα σώσει το λαό».
Αυτό το νέο παράδειγμα πολιτικής γεννιέται μέσα από τη βαθιά κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, από τη γενικευμένη αίσθηση των πολιτών ότι τα κόμματα δεν υπηρετούν το γενικό καλό και τα ΜΜΕ δεν λένε την αλήθεια. Ωστόσο, το παγκόσμιο κύμα της τραμπικής πολιτικής δεν βελτιώνει τη δημοκρατία. Την υπονομεύει.