Η πολιτική των υψηλών επιτοκίων, ως ανάχωμα στον πληθωρισμό, θα συνεχιστεί από την ΕΚΤ και την επόμενη εβδομάδα θα πρέπει να θεωρείται ως δεδομένη μία ακόμη αύξηση 25 μονάδων βάσης, ανεβάζοντας το επιτόκιο παρέμβασης στο 4%.
Αναλυτές αλλά και παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι εάν δεν αλλάξει κάτι δραστικά ως δεδομένη θα πρέπει να θεωρείται μία ακόμη ανάλογη αύξηση επιτοκίων τον Σεπτέμβριο που θα επηρεάσει τον πληθωρισμό, χωρίς παράλληλα να υπάρξει δέσμευση ότι θα είναι η τελευταία.
Την ίδια στιγμή όμως η εν λόγω πολιτική στρέφεται ενάντια στην πραγματική οικονομία, αφού αφενός λειτουργεί ανασταλτικά απέναντι στην ανάπτυξη και από την άλλη τροφοδοτεί εν μέρει τον πληθωρισμό, αφού κρατά το χρηματοδοτικό κόστος.
Όπως ήταν φυσικό η εν λόγω κατάσταση απασχόλησε την χθεσινή συνάντηση που είχαν ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης και ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας. Αφού έγινε διεξοδική συζήτηση για την κατάσταση στην ελληνική, αλλά και διεθνή οικονομία, συζητήθηκαν και τα εξής:
- Επιτόκια: Κοινή πεποίθηση ήταν ότι η αύξηση των επιτοκίων προκαλεί επιβάρυνση των νοικοκυριών και τονίστηκε ότι το υπουργείο Οικονομικών θα συνεχίσει να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες προς τις τράπεζες για προστασία και στήριξη των δανειοληπτών που πιέζονται.
- Πληθωρισμός: Παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα ο πληθωρισμός είναι από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη, όχι μόνον ως γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή, αλλά ακόμα και στον κλάδο των τροφίμων, εντούτοις η αντιμετώπισή του έχει υψηλή προτεραιότητα και παράλληλα θα πρέπει βρεθεί «φάρμακο» για τις αυξημένες τιμές που έχουν οι επιχειρήσεις. Απαιτούνται μεταρρυθμίσεις που θα αυξήσουν την παραγωγικότητα, την προσφορά και τον ανταγωνισμό, που θα ανακόψουν τις μεταρρυθμίσεις.
- Μισθοί: Να τηρηθεί η ισορροπία έτσι ώστε να μην βρεθεί η χώρα σε ένα αυξητικό «σπιράλ» τιμών και μισθών.
Ένα άλλο θέμα με τα υψηλά επιτόκια είναι ότι υπάρχει των επενδυτικών σχεδίων για πολλές επιχειρήσεις. Η κατάσταση ανησυχεί έντονα το νέο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης που βλέπει ότι λόγω των υψηλών επιτοκίων ναρκοθετείται ο στόχος για υψηλή ανάπτυξη το 2023, αλλά και το 2024.
Το κλειδί στην όλη υπόθεση είναι να κλείσει ο κύκλος του ακριβού κόστους χρήματος, που πλήττει διπλά την οικονομία. Από την μία συντηρεί μία κατάσταση ακρίβειας στην αγορά και από την άλλη φρενάρει ή στην καλύτερη περίπτωση αλλάζει επί τα χείρω τους σχεδιασμούς που έχουν κάνει οι επιχειρήσεις.
Εκτός από αυτό λειτουργούν και ως τροχοπέδη στην αλλαγή τάσης για τις τράπεζες, οι οποίες αφού πέρασαν μία μακρά περίοδο, όπου πιέστηκαν σε όλα τα επίπεδα, εκτιμούσαν ότι θα βγουν στον… αφρό, αλλά κάτι τέτοιο δείχνει να καθυστερεί.
Όπως προκύπτει από στοιχεία που υπάρχουν στο τραπεζικό σύστημα, το πρώτο 5μηνο του έτους, παρουσιάζονται μεγάλες αποπληρωμές επιχειρηματικών δανείων, κάτι που περιορίζει σημαντικά την πιστωτική επέκταση.
Ένας λόγος – και ο βασικότερος ίσως – είναι ότι εκτός από τα υψηλά επιτόκια, επιπρόσθετα αρνητικά λειτούργησαν και οι διπλές εκλογές, που παραδοσιακά φρενάρουν μέρος της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Όπως αναφέρουν επιχειρηματικοί και τραπεζικοί κύκλοι τον Ιούνιο δείχνει να υπάρχει μικρή βελτίωση.
Ωστόσο, υπάρχουν και κάποιες μικρές χαραμάδες ελπίδας, ότι η εικόνα μπορεί να βελτιωθεί το επόμενο χρονικό διάστημα, κάτι στο οποίο συνηγορεί και η καλυτέρευση της εικόνας τον Ιούνιο. Όπως σημειώνουν, υπάρχουν πολλά ώριμα επενδυτικά σχέδια τα οποία θα τεθούν σε τροχιά υλοποίησης τους επόμενους μήνες επιδρώντας θετικά στην πιστωτική επέκταση. Παράλληλα, δεν αναμένονται νέες μεγάλες αποπληρωμές δανείων.
Θετικά θα επηρεάσει η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, που αναμένεται σχετικά σύντομα, αλλά και η επιτάχυνση που αναμένεται στις εκταμιεύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης. Από την άλλη πλευρά, ανησυχία προκαλεί η προοπτική περαιτέρω αύξησης των επιτοκίων, σε Ευρώπη και ΗΠΑ, κάτι που θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρές επιπτώσεις στις οικονομίες διεθνώς.
newsit.gr