ΑΝΑΚΑΛΥΦΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 8 ΜΑΐΟΥ(26 Απριλίου με Ιουλιανό) ΤΟΥ 1877 ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑ.
Χρονολογείται γύρω στο 340 π.Χ., στην μετάβαση από την ύστερη κλασική στην πρώιμη ελληνιστική γλυπτική. Το άγαλμα λόγω του κάλλους του αποτελεί την ιδανική εικόνα της κλασικής ομορφιάς και γλυπτικής και γι΄ αυτό μέσα σε λίγα χρόνια από την ανεύρεσή του έγινε περίφημο σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ο Ερμής της Ολυμπίας εμφανίζει τα κύρια χαρακτηριστικά της πραξιτέλειας τεχνοτροπίας. Αναλυτικότερα, εικονίζει τον Θεό Ερμή ως έναν νεαρό, όρθιο, γυμνό άνδρα χωρίς γένια, ο οποίος στηρίζεται στο δεξί πόδι και λυγίζει προς τα πίσω το αριστερό, ακουμπώντας στο έδαφος μόνο τα ακροδάχτυλα. Στο αριστερό χέρι ο Θεός κρατά τον Διόνυσο σε βρεφική ηλικία, ενώ στο δεξί, το οποίο δεν σώζεται ολόκληρο, υποτίθεται ότι κρατούσε σταφύλι, το οποίο προέτεινε με παιγνιώδη διάθεση προς το βρέφος. Η στάση του Ερμή καθιστά απαραίτητη την προσθήκη στηρίγματος, το οποίο έχει την μορφή κορμού και καλύπτεται σε μεγάλο βαθμό από ιμάτιο.
Ανακαλύφθηκε στις 8 Μαΐου του 1877 στον σηκό του ναού της Ήρας στην Ολυμπία από Γερμανούς αρχαιολόγους και εκτίθεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας. Η ανασκαφή ξεκίνησε το 1875 μετά από σύμβαση ανάμεσα στο ελληνικό και γερμανικό Κράτος η οποία έγινε ένα χρόνο νωρίτερα. Για πρώτη φορά στην αρχαιολογία δεν επιτράπηκε η παραχώρηση των ευρημάτων αλλά αντιθέτως, αυτά θα αποτελούσαν ιδιοκτησία του ελληνικού κράτους. Έτσι σκοπός της ανασκαφής αποτέλεσε η επιστημονική γνώση και όχι η απόκτηση μουσειακών ευρημάτων.
Ο Ερμής του Πραξιτέλους αν και θεωρείται σήμερα αυθεντικό έργο του Αθηναίου γλύπτη, στο παρελθόν αμφισβητήθηκε έντονα. Οι αμφιβολίες των ειδικών εστιάζονται σε ορισμένες τεχνικές ατέλειες του έργου αλλά και σε ίχνη εργαλείων που ενδεχομένως φανερώνουν μεταγενέστερη μεταποίηση. Το 1927 ο Γερμανός Αρχαιολόγος Karl Blüme ο οποίος διατυπώνει απορίες και αμφιβολίες για την αυθεντικότητα του συμπλέγματος, θεωρεί ότι είναι αντίγραφο των ρωμαϊκών χρόνων και τους ισχυρισμούς του φροντίζει να τους γνωστοποιήσει δημοσιεύοντας, μάλιστα, μελέτη σχετική με την τεχνική της αρχαίας γλυπτικής, όπου παραθέτει τις παρατηρήσεις του, όλες σχετικές με την κατασκευή του αγάλματος.
Δημιουργείται σχετικός σάλος, ωστόσο, στις απορίες που διατυπώνει τότε ο Γερμανός Αρχαιολόγος δεν δίνεται καμία απάντηση και η περιπέτεια του Ερμή, αναφορικά με την πρωτοτυπία του, παραμένει σε εκκρεμότητα για αρκετά χρόνια, μέχρι να επιχειρήσει να δώσει απαντήσεις o Oscar Antonsson, το 1937. Ο Antonsson συμπεραίνει ότι το άγαλμα, ναι μεν είναι πρωτότυπο, ναι μεν δημιουργήθηκε από τον Πραξιτέλη, ωστόσο δεν αναπαριστά τον Θεό Ερμή, αλλά τον Πάνα που μεταφέρει τον μικρό Διόνυσο. Η θεωρία αυτή προκαλεί νέο κύκλο αντιδράσεων του αρχαιολόγου που άνοιξε αυτή την συζήτηση, αναζητώντας απαντήσεις, ο οποίος επανέρχεται 11 ολόκληρα χρόνια μετά με μία ολοκαίνουρια αυτή τη φορά προσέγγιση: ότι πρόκειται περί πρωτότυπου αγάλματος, αλλά δεν πρέπει να αποδίδεται στον Πραξιτέλη, μα σε κάποιον συνονόματο του γλύπτη των ελληνιστικών χρόνων.
Τελικά αν και υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για μεταγενέστερη χρονολόγηση, μετά από πολλά αρχαιολογικά συμπόσια και βαθύτερη μελέτη φαίνεται ότι το εξαίσιο άγαλμα ανήκει στην πραξιτέλεια παράδοση και τον 4ο αι. π.Χ. Πηγή Wikipedia