Γράφει ο Νίκος Τζιανίδης Συντάκτης-Αρθρογράφος
Πολιτικός η Εύα Καϊλή, πολιτικός ο Πλαστήρας, πολιτικός ο Καποδίστριας. Τι τους συνδέει; Ο Παράδεισος κι η Κόλαση…
Είναι σκληρή κι απάνθρωπη η εποχή μας. Οι καιροί του διαδικτύου, του Instagram, του Tik Tok, φέρνουν νερό, μπόρες και πλημμύρες· κι αν όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν για κάποιους, αυτό δεν συμβαίνει για όλους. Η κυρία Εύα Καϊλή, το νιώθει καλά πια, πως σκοτείνιασε στην πάμφωτη ζωή της… Η Εύα, που το όνομά της σημαίνει «χορηγός ζωής» στα εβραϊκά, βρήκε «χορηγό» για την χρυσοκάνθαρη ζωή της και τροφή για κάθε είδους ειδησεογραφικό μέσο, που είχε – γιορτινές μέρες – μπουχτίσει λιγάκι με κάτι παρακολουθήσεις, με την Πρεσβυτέρα και τον Άγιο Πατέρα που κι αυτοί από τον Παράδεισο σε νοικιασμένη Κόλαση βρέθηκαν, με δολοφονίες, με Πισπιρίγκους, με καθημερινότητα στους δρόμους της Ερμού που κούρασε…
Και τώρα η πτώση… στο στόμα της Τατιάνας, της Κουτσελίνη, των εξυπνακίστικων haters του σκληρού δίσκου του δικαστηρίου του ίντερνετ, και στης ζωής την κρίση, που κλεισμένη σε ένα στενό κελί αναλογίζεται τα αμαρτήματά της και πενθεί.
Δυστυχώς, η Εύα… παραπλανήθηκε από τον Πονηρό· το μάτι της έπεσε στους καρπούς του δέντρου της όασης της ερήμου και είδε ότι ήταν πλουμιστοί κι ελκυστικοί. Κι έκοψε κι έφαγε. Και η συνέχεια; «Το φίδι με εξαπάτησε»…
Κι απέξω από την Κόλαση της Εύας, οι αναμάρτητοι του επίπλαστου Παραδείσου λιθοβολούν.
Τώρα η αποστροφή του ποιητή παίρνει τη σωστή της διάσταση: «…ο άνθρωπος ηδονίζεται περισσότερο όταν βλέπει το διαμάντι να γίνεται κάρβουνο, παρά το κάρβουνο διαμάντι…», ή κάπως έτσι.
Γράφει ο Ελύτης στο «Χρονικό μιας δεκαετίας»: «Δε στρέφομαι εναντίον του Καρυωτάκη, που αυτός ανέβηκε τη σκάλα με δεξιοτεχνία και θάρρος, κι αν έπεσε, ήτανε από κακή εκτίμηση της σημασίας που μπορούσε να έχει η πτώση του. Βεβαιότατα όμως στρέφομαι εναντίον του γενικού αυνανισμού που ακολούθησε…»! Κι όπου Καρυωτάκης τοποθετείστε «Εύα» και τον «γενικό αυνανισμό», αφήστε τον ως έχει.
Και μια και η αναφορά στον ποιητή που στοίχειωσε για πάντα την ομορφιά της Πρέβεζας, ας τον μνημονεύσουμε: «Φθονώ την τύχη σας, προνομιούχα πλάσματα, κούκλες ιαπωνικές. Ατίθασα μέλη, διαφανή ρούχα, γλοιώδη στόματα υποκριτικά, ανυποψίαστα, μηδενικά πλάσματα, και γι’ αυτό προνομιούχα…». Όχι, η Εύα Καϊλή δεν ήταν «κούκλα ιαπωνική», ήταν κούκλα μεν, αλλά made in Greece…
Η Εύα ήταν ένα κομμάτι από τελειότητα, μέχρι που δάγκωσε το μήλο… της γνώσης και του χρήματος…
Ήταν λαμπερή, πανέμορφη, πετυχημένη, με – αποστηθισμένο μεν – λόγο συμπαθή δε, με χαμόγελο που κόλαζε και τον κλειδοκράτορα του Παραδείσου. Αλλά…
Οι πράξεις των ανθρώπων είναι όπως και οι ίδιοι: πάντα εκτεθειμένοι σε ατυχήματα. Τροχαίο απροσεξίας και η Εύα που άφησε το δακτυλικό της αποτύπωμα σε μια παρανομία, καλείται να πληρώσει και για εκείνους που κάνουν τις δουλειές τους με γάντια και μάσκες, κορονοϊού ή άλλες δεν έχει σημασία.
Η δικαιοσύνη θα αποφανθεί στο μέλλον, οι «δικαστές» του παρόντος έχουν ήδη εκδώσει ετυμηγορία, οι σταυρωτήδες των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης έχουν από το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής σφυρί και καρφιά στο χέρι, κι όλα πια θα χαθούν στην καταιγίδα της λήθης σαν τα βρόχινα νερά. Οι εποχές φταίνε που ο κόσμος αμαρτάνει… Δεν φταίνε ποτέ οι «Εύες» αυτού του κόσμου!
Κι αν ο Πλαστήρας, ένας πρώην πρωθυπουργός, ένας πρώην στρατοκόπος, ένας αξιοσέβαστος πολιτικός και ένας αιδέσιμος αξιωματικός, εξέπνευσε πένης, ξαπλωμένος σε ένα στρατιωτικό ράντζο σε νοικιασμένο δυάρι στην Κυψέλη, δεν το έκανε από ανιδιοτέλεια ή τιμιότητα, όχι…
Κι αν ο Καποδίστριας έριξε όλη την περιουσία του για να σταθεί η Ελλάδα στα πόδια της, ε, ούτε αυτός εκινήθει από ανιδιοτελή ελατήρια ή αγαθές σκέψεις, ούτε… Και οι δυο – οι πτωχοί – ήταν απλά τίμιοι· ένα ελάττωμα που σπανίζει στους αιώνες του κέρδους και της απληστίας: τιμιότητα, που είναι σίγουρο λιγότερο επικερδής από την ατιμία… Δυστυχώς γι’ αυτούς πέθαναν τίμιοι σε άτιμους καιρούς…
Και η Εύα Καϊλή πια έχει όλο τον χρόνο να καθαρίσει την ψυχή της από τη μομφή της ατιμίας, τη σκουριά των χειραψιών και των φιλοφρονήσεων, που την οδήγησαν στην Κόλαση της απληστίας…