Εν όψει της συζήτησης στη Βουλή του νέου (για το 2022) κρατικού προϋπολογισμού ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος» ανοίγει, όπως και στο παρελθόν, έναν μεγάλο φάκελο με τίτλο «Κρατικοί Προϋπολογισμοί 1961-2021». Πρόκειται για μιαν «επιστροφή» στο παρελθόν κατά την οποία θα παρουσιαστούν και θα σχολιαστούν βασικά μεγέθη των 60 κρατικών προϋπολογισμών, δηλαδή από το 1961 έως το 2021. Από την εξέταση και την ανάλυση βασικών μεγεθών θα παρουσιαστούν και τα αντίστοιχα συμπεράσματα που θα απαντούν στα ακόλουθα ερωτήματα: ποιες κυβερνήσεις «φέσωσαν» (αύξησαν το χρέος) περισσότερο τον ελληνικό λαό, ποιες κυβερνήσεις και αντίστοιχοι υπουργοί Οικονομικών ήταν οι πιο σπάταλοι και ποιες κυβερνήσεις εξασφάλισαν τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και ποια ήταν (αν ήταν!) τα ανάλογα ωφέλιμα αποτελέσματα για τη χώρα και τους κατοίκους.
Εν όψει της συζήτησης στη Βουλή του νέου (για το 2022) κρατικού προϋπολογισμού ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος» ανοίγει, όπως και στο παρελθόν, έναν μεγάλο φάκελο με τίτλο «Κρατικοί Προϋπολογισμοί 1961-2021». Πρόκειται για μιαν «επιστροφή» στο παρελθόν κατά την οποία θα παρουσιαστούν και θα σχολιαστούν βασικά μεγέθη των 60 κρατικών προϋπολογισμών, δηλαδή από το 1961 έως το 2021. Από την εξέταση και την ανάλυση βασικών μεγεθών θα παρουσιαστούν και τα αντίστοιχα συμπεράσματα που θα απαντούν στα ακόλουθα ερωτήματα: ποιες κυβερνήσεις «φέσωσαν» (αύξησαν το χρέος) περισσότερο τον ελληνικό λαό, ποιες κυβερνήσεις και αντίστοιχοι υπουργοί Οικονομικών ήταν οι πιο σπάταλοι και ποιες κυβερνήσεις εξασφάλισαν τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και ποια ήταν (αν ήταν!) τα ανάλογα ωφέλιμα αποτελέσματα για τη χώρα και τους κατοίκους.
Κι αρχίζω αυτή την αναδρομή με αφετηρία τον νέο κρατικό προϋπολογισμό με μια «παραβολή». Ένας πατέρας, παρουσία της συζύγου του, συγκέντρωσε μια μέρα τα παιδιά του για να κάνει την ακόλουθη «επιτυχημένη» και, για τον λόγο αυτόν, «ευχάριστη» ενημέρωση. Είπε, λοιπόν: «Παιδιά μου, όπως ξέρετε είμαστε υπερχρεωμένοι, ο οικογενειακός προϋπολογισμός είναι ελλειμματικός, αλλά είναι πετυχημένη η παρουσία της οικογένειάς μου στην αγορά, έχουμε την εμπιστοσύνη των δανειστών. Κι επειδή τα επιτόκια είναι χαμηλά, για να καλύπτω τις πάντα υψηλές , τις μόνιμες πια, χρηματοδοτικές ανάγκες, δηλαδή τα ελλείμματα του οικογενειακού προϋπολογισμού, για να ενισχύσω τη ρευστότητα του νοικοκυριού μας και να διατηρήσω υψηλά τα ταμειακά διαθέσιμά μας για να μπορώ να ικανοποιώ πρόθυμα και τα αιτήματά σας και να μη χαλάω ποτέ τα χατίρια σας, σκέφτηκα ότι πρέπει να συνεχίσουμε τον πατροπαράδοτο δανεισμό μας! Τι λέτε;».
Ένα από τα παιδιά του που σπούδαζε φιλολογία στο πανεπιστήμιο απάντησε: «Αν, πατέρα, τα άκουγε αυτά ο αρχαίος ημών πρόγονος Ξενοφών θα σε χαρακτήριζε ως άφρονα οικογενειάρχη». Με την απάντηση αυτή συμφώνησε και το άλλο του παιδί που σπούδαζε οικονομικά στο πανεπιστήμιο. Και συνέχισε, ο φιλόλογος:
«Θα περίμενα να αντιδράσει και η μητέρα μας στην τακτική αυτή, για την οποία ο Ξενοφών λέει στο έργο του «Οικονομικός» (8.3) ότι «η γυναίκα στο σπίτι είναι ό, τι ακριβώς η βασίλισσα των μελισσών στην κυψέλη, μοιράζει κατάλληλα όσα πρέπει να δαπανηθούν, φυλάει, όπως πρέπει τα περισσεύματα…».
Και συνεχίζει: Ο «Οικονομικός» είναι πραγματεία του Αθηναίου ιστορικού Ξενοφώντα πάνω στη διαχείριση ενός νοικοκυριού (τέχνη της οικιακής διοίκησης), αλλά κι ένα από τα δύο έργα της αρχαιότητας , όπου εμφανίζεται η λέξη «οικονομία». Το άλλο έργο είναι του Αριστοτέλη. Στα δύο αυτά έργα η οικονομία παρουσιάζεται ως γνώση και διατύπωση των νόμων για τη βελτιστοποίηση της διαχείρισης ενός νοικοκυριού, που θεωρείται ως μονάδα για τη συλλογική παραγωγή μιας ευρύτερης οικογένειας ή φυλής. Για την εκτίμηση της έννοιας του πλούτου λαμβάνεται υπόψη τόσο η αφθονία των διαθέσιμων αγαθών, όσο και η χρησιμότητά τους, αλλά όχι η συσσώρευση του χρήματος μέσω της τοκογλυφίας. Η τελευταία και άλλες διαδικασίες διαπραγμάτευσης αποτελούν το αντικείμενο μιας άλλης μελέτης, που ο Αριστοτέλης αποκάλεσε «χρηματιστική» και την ενασχόληση με αυτή τη θεωρούσε στείρα ή και επαίσχυντη. Η οικονομία, επίσης, σαφώς διακρίνεται από την πολιτική, η οποία αποτελεί το αντικείμενο μιας άλλης πραγματείας του Αριστοτέλη και επιδιώκει να δημιουργήσει την αρμονία και τη δικαιοσύνη μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών των ατόμων και των οικογενειών που απαρτίζουν την «πολιτεία».
Αμ δε! Και μην εκπλαγείτε αν σας πω ότι αυτά, υποτίθεται, που είπε ο νοικοκύρης της παραβολής» μου στα παιδιά, τα γράφει ο σημερινός υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας στον κρατικό προϋπολογισμό που σε λίγες ημέρες θα συζητηθεί, όπως κάθε χρόνο, στη Βουλή, όπως, βεβαίως, βεβαίως και όλοι οι προηγούμενοι υπουργοί Οικονομικών όλων των εποχών, οι οποίοι εμφανίζονταν περιχαρείς που κάλυπταν τις κρατικές χρηματοδοτικές ανάγκες (διάβαζε: κρατικά ελλείμματα) με δάνεια, με τα οποία, από την άλλη μεριά, φεσωνόταν συνεχώς και ακαταπαύστως ο ελληνικό λαός και φεσώνονται συνεχώς και ακαταπαύστως και οι επόμενες γενεές έως το 2070, όπως προκύπτει από πίνακα που δημοσιεύεται στον παραπάνω προϋπολογισμό και παρατίθεται επεξεργασμένος στην παρούσα έρευνα.
Ιδού, λοιπόν, τι αναφέρει, μεταξύ άλλων, ο Χρήστος Σταϊκούρας στην Εισηγητική Έκθεση επί του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2022 (σελίδες 150-151):
«… Η βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση του Ελληνικού Δημοσίου (ΕΔ) για όλο το έτος 2021 συνεχίστηκε να υλοποιείται μέσω εκδόσεων εντόκων γραμματίων, διάρκειας 13, 26 και 52 εβδομάδων… Το σύνολο των μικτών χρηματοδοτικών αναγκών του Ελληνικού Δημοσίου για το 2021, που προέκυψαν επιπροσθέτως λόγω των οικονομικών της πανδημίας, καλύφθηκε κυρίως από κοινοπρακτικές εκδόσεις ομολόγων σταθερού επιτοκίου, δεκαετούς, τριαντακονταετούς και πενταετούς διάρκειας, συνολικής ονομαστικής αξίας 15.400 εκατ. ευρώ, υλοποιώντας το εγκεκριμένο δανειακό πρόγραμμα του έτους…
Και ενώ, όπως αναφέρει, υπάρχουν … υψηλά ταμειακά διαθέσιμα (προφανώς από ασυγκράτητο δανεισμό, διότι ο προϋπολογισμός παρουσιάζει , όπως πάντοτε σχεδόν, υψηλό πρωτογενές έλλειμμα!) συνεχίζει να περιγράφει την «επιτυχημένη» αυτή τακτική, τονίζοντας τα εξής:
«…Δεδομένων των υψηλών ταμειακών διαθεσίμων του ΕΔ, των αναμενομένων αυξημένων επιπλέον εκταμιεύσεων προς το ΕΔ από τα διάφορα σχήματα που έχουν ήδη αποφασισθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την αντιμετώπιση της πανδημίας, καθώς και των σχετικά περιορισμένων χρηματοδοτικών αναγκών του για το έτος 2022, η δανειακή στρατηγική για το επόμενο έτος αναμένεται να είναι παρόμοια με αυτή του 2021. Συγκεκριμένα, η στόχευση της δανειακής στρατηγικής θα είναι η διασφάλιση της συνεχούς εκδοτικής παρουσίας του ΕΔ στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων σε συνδυασμό με την αξιοποίηση των ευκαιριών που παρέχονται από τη συμμετοχή της χώρας στο PEPP, καθ’ όλη τη διάρκειά του, η περαιτέρω παροχή εκδόσεων υψηλής ρευστότητας με διατήρηση της ήδη εκτεταμένης φυσικής ωρίμανσής τους, η περαιτέρω μείωση των περιθωρίων δανεισμού του ΕΔ, καθώς και η περαιτέρω διασφάλιση της συνέπειας του ΕΔ ως κρατικού εκδότη με χαρακτηριστικά χώρας της Ευρωζώνης. … Τέλος, κατά το νέο έτος θα επιχειρηθεί η δημιουργία πλαισίου έκδοσης ελληνικών κρατικών χρεογράφων με προσανατολισμό των δανειακών τους προσόδων στην «πράσινη» και «βιώσιμη» ανάπτυξη, με στόχο την επέκταση της επενδυτικής βάσης και τη βελτίωση της εικόνας της χώρας στις διεθνείς αγορές…».
Προσγείωση στην υπερχρεωμένη πραγματικότητα
Και μετά από αυτά τα «ωραία και καλά», ιδού και η πραγματικότητα, όπως παρουσιάζεται στον ίδιο κρατικό προϋπολογισμό (σελίδες 139 και 140), από τον ασυγκράτητο αυτό «επιτυχημένο» διαχρονικά δανεισμό και, φυσικά, κατά την περίοδο των επαχθών Μνημονίων. Διαβάστε:
«Στις 30/09/2021 το σύνολο των δανείων που έχουν χορηγηθεί από τον Μηχανισμό Στήριξης ανήλθε σε 243.373,7 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα δάνεια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο διαμορφώθηκαν σε 1.837,3 εκατ. ευρώ».
Η αναφορά αυτή στην ίδια παραπάνω Εισηγητική Έκθεση και σελίδες συνοδεύεται από τις ακόλουθες καταθλιπτικές προβλέψεις και για το 2022. Διαβάστε:
«Το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 386.320 εκατ. ευρώ ή 217,5% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2021, έναντι 374.006 εκατ. ευρώ ή 226,2% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2020. Το 2022 το ύψος του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στα 391.200 εκατ. ευρώ ή 208,9% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 8,6 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2021 . Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 350.000 εκατ. ευρώ ή 197,1% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2021, έναντι 341.086 εκατ. ευρώ ή 206,3% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2020. Το 2022 το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στα 355.000 εκατ. ευρώ (πίνακας 4.2) ή 189,6% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 7,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ έναντι του 2021».
Δηλαδή, το 2021 από τον «επιτυχημένο» αυτόν δανεισμό το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης αυξήθηκε περαιτέρω, από 374 δις. ευρώ στα 386,3 δις, ευρώ (αύξηση κατά 12 περίπου δις. ευρώ!) και το 2022 (πρόβλεψη) από 386,3 δις. ευρώ στα 391, 2 δις. ευρώ (αύξηση κατά πέντε περίπου δις, αυτή, μακάρι, αλλά…). Επίσης, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης (περιλαμβάνεται ολόκληρος ο σχεδόν μη παραγωγικός δημόσιος τομέας με τις δημόσιες κι άλλες επιχειρήσεις και οργανισμούς!) από 341,1 δις, ευρώ το 2021 εκτιμάται απλώς ότι θα διαμορφωθεί στα 350 δις, ευρώ και το 2022 (πρόβλεψη) στα 355 δις. ευρώ! Δηλαδή, συνεχώς αυξάνεται με το αγωνιώδες ερώτημα που, επί τέλους θα φτάσει!
Υπερχρέωση από … «επιτυχημένους» δανεισμούς!!!
Τα εφιαλτικά αποτελέσματα όλων αυτών των διαχρονικά «επιτυχημένων» τακτικών δανεισμού αποτυπώνονται στους δύο παρατιθέμενους επίσημους πίνακες. Ειδικότερα, από τον πρώτο πίνακα προκύπτουν οι ακόλουθες διαπιστώσεις, οι οποίες μάλλον δεν θα αναφερθούν ποτέ στη Βουλή κατά την προσεχή συζήτηση του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2022 στη Βουλή, διότι σημερινή κυβέρνηση, σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση και σημερινή ελάσσων αντιπολίτευση είναι «συνένοχες» στο «έγκλημα» αυτό:
Πρώτον, με αυτούς τους «επιτυχημένους» δανεισμούς κατόρθωσαν οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 2000 έως το 2021, για παράδειγμα, πληρώσει ο ελληνικός λαός ή καλύτερα, οι ελάχιστοι Έλληνες φορολογούμενοι με τη μορφή δόσεων εξυπηρέτησης του χρέους αυτού 682,8 δις. ευρώ από τα 900,9 δις. ευρώ που πληρώσανε ως φόρους ή ποσοστό πάνω από το 75%. Και διερωτάται κανείς: Τι μπορεί να μένει, μετά τη διάθεση τεράστιων ποσών για συντήρηση των δημόσιων υπαλλήλων, την επιχορήγηση ασφαλιστικών ταμείων και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και την ανάληψη χρεών ζημιογόνων δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών; Τίποτε! Γι΄ αυτό οι εκάστοτε κυβερνήσεις κατέφευγαν και καταφεύγουν σε τέτοιους «επιτυχημένους» δανεισμούς!!!
Δεύτερον, αυτός ο «επιτυχημένος» διαχρονικά δανεισμός έχει ως αποτέλεσμα να πληρώνουν οι σημερινοί φορολογούμενοι, τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους έως το 2070 κάθε χρόνο ως δόσεις για την εξόφληση των δανείων αυτών (χρέος) επί 50 χρόνια ποσά που φτάνουν (ετησίως) έως και 14 δις. ευρώ περίπου!!!
Κι όμως , τίποτε από όλα αυτά δεν θα αναφερθεί στη Βουλή. Αντιθέτως, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα ακούσουμε από την αντιπολίτευση καταγγελίες για «λιτότητα», πονόψυχες κραυγές για κυβερνητική αναλγησία και (εύκολες) προτάσεις για πλουσιότερες και καταιγιστικότερες παροχές…