Ο Άγιος Παΐσιος τιμάται κάθε χρόνο στις 12 Ιουλίου, μέρα κατ΄την οποία πλήθος πιστών συρρέει στη Μονή Αγίου Ιωάννη Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης, όπου βρίσκεται ο τάφος του Αγίου – πλέον – Παΐσιου του Αθωνίτη.Είναι μια πολύ σημαντική ημέρα για τα χρονικά της σύγχρονης ορθοδοξίας καθώς ο γέροντας Παΐσιος , υπήρξε ξεχωριστή προσωπικότητα του καιρού μας.
Για όσους τον συνάντησαν από κοντά, ήταν φανερό το χάρισμα της προόρασης και της διόρασης: λένε, ότι είχε την αναμφισβητητη δύναμη, να αντιλαμβάνεται το πρόβλημα του ανθρώπου που ήταν απέναντι του, πριν ακούσει έστω και μια λέξη. Με προσευχή και πνευματική καθοδήγηση, του έδινε λύση, φώτιση και δύναμη.
Με τον καιρό η φήμη του απλώθηκε σε ολόκληρη την Ελλάδα αλλά και την Ορθοδοξία, καθώς το όνομά του είναι ευρέως γνωστό. Και μπορεί στην χώρα μας ορισμένα ΜΜΕ να έδωσαν μεγάλη έμφαση σε διάφορες προφητείες του που έχουν να κάνουν με περιπτώσεις αλυτρωτισμού και με τομείς που εμπίπτουν στην εξωτερική πολιτική αλλά είναι σαφές ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως εξέδωσε την επίσημη απόφαση της αγιοκαταταξής του, βασιζόμενο σε εντελώς διαφορετικά κριτήρια.
Ο Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου στο Φανάρι και μέλος της Κανονικής Επιτροπής, Αρχιμανδρίτης Βαρθολομαίος Σαμαράς, ο οποίος επιλήφθηκε του θέματος, εξήγησε τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία η Εκκλησία αποφασίζει να ανακυρήξει κάποιον μοναχό, κληρικό ή μάρτυρα σε άγιο.
«Κατά τους πρώτους χρόνους της Χριστιανοσύνης, για να αναγραφεί κάποιος άγιος έπρεπε να έχει μαρτυρήσει, δηλαδή να έχει δώσει την ζωή του για τον Χριστό. Αναφερόμαστε στην εποχή όπου γίνονταν οι διωγμοί των Χριστιανών. Μετά την παροχή ελευθερίας στην έκφραση χριστιανικής πίστης από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο στον 4ο αιώνα μ.Χ. αναδείχθηκαν και άλλοι μάρτυρες μέσα από τις διάφορες ιστορικές περιπέτειες, σε κάθε χριστιανικό έθνος. Υπήρχαν μάλιστα και περιπτώσεις μαρτύρων, σε χρόνους πολύ πιο κοντινούς στους δικούς μας, όπως λ.χ. στην κομμουνιστική περίοδο της Σοβιετικής Ενωσης όταν είχε επιβληθεί ο αθεϊσμός και υπήρχαν άνθρωποι που έχασαν την ζωή τους για την πίστη τους».
«Μετά τον 4ο αιώνα μ.Χ, για να αναγραφεί κάποιος άγιος έπρεπε η ζωή του να είναι το υπόδειγμα της απόλυτης εφαρμογής των εντολών του Χριστού και της διδασκαλίας της Εκκλησίας, ανεξαρτήτως της θαυματουργίας. Δηλαδή, δεν ήταν απαραίτητο να έχει κάνει θαύματα. Με αυτόν τον τρόπο ξεχώρισαν κληρικοί, μοναχοί και λαίκοί που ανεδείχθησαν σε αγίους . Ομως, βασικό κριτήριο για την ανάδειξη κάποιου σε άγιο, είναι αυτός να είναι άγιος στην συνείδηση του λαού του Θεού. Τότε, έρχεται η Ιερά Συνοδος να αναγνωρίσει την αγιότητα ενός προσώπου και να αναγράψει αυτό το πρόσωπο μεταξύ των Αγίων, όταν διαπιστώσει την ύπαρξη αυτής της κοινής συνείδησης. Πρόκειται λοιπόν για συνδυασμόυποδειγματικής εφαρμογής των αρχών της ορθοδόξου πίστεώς μας και την ύπαρξη του λαϊκού αισθήματος που να το επιβεβαιώνει. Αυτό είναι το κυριότερο κριτήριο αναγραφής στο αγιολόγιο της Εκκλησίας, πέραν του μαρτυρίου.
Με βάση αυτά τα κριτήρια, τις τελευταίες δεκαετίες είχαμε περιπτώσεις όπως ο Αγιος Νεκτάριος και ο Αγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, γνωστός ως ιερέας στην Πολυκλινική Αθηνών, ο οποίος συνέδεσε το όνομά και την διακονία του με την Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Δήλεσι. Πρέπει μάλιστα να σας πω ότι ο τελευταίος, όπως άλλωστε και ο Αγιος Παϊσιος είχαν ζήσει στο Αγιον Ορος και γνωρίζονταν μεταξύ τους. Υπάρχει και αλληλογραφία τους».
Ο πατέρας Βαρθολομαίος συνεχίζει, μιλώντας για την πρόσφατη αναγραφή του Πατρός Παϊσιου στο αγιολόγιο: «Υπήρξε οπωσδήποτε μια μεγάλη μορφή, που εκπληρώνει όλα κριτήρια αγιότητας. Στην συνείδηση των ανθρώπων όλα αυτά τα χρόνια είχε διαμορφωθεί η άποψη ότι ο γέροντας Παΐσιος έκανε θαυματουργίες αλλά και ότι η ζωή του υπήρξε υπόδειγμα πίστεως. Τα πιστοποιημένα του θαύματα αφορούν σε θεραπείες ασθενειών, κατόπιν προσευχής του ιδίου εν ζωή η κατόπιν επικλήσεως του ονόματός του μετά θάνατον. Υπάρχουν 150 και πλέον βιβλία γραμμένα σε διαφορετικές γλώσσες που μιλούν για τον βίο και την πολιτεία του. Η μορφή του έχει εικονογραφηθεί ως αγίου εξ ευλαβείας πολλών πιστών, ενώ υπάρχουν ιδιωτικοί ευκτήριοι οίκοι αφιερωμένοι σε αυτόν. Ακόμα και επιστημονικές μελέτες έγιναν από Θεολογικές Σχολές όπως αυτή της Θεσσαλονίκης».
«Βεβαίως υπάρχει μια βασική αρχή στην Ορθόδοξη Εκκλησία, να έχει παρέλθει ένα ικανό χρονικό διάστημα από την κοίμηση ενός προσώπου, πριν αυτή αποφανθεί για την αγιότητά του. Και αυτό για να εκλείψουν βιολογικά, οι άνθρωποι οι οποίοι συνδέθηκαν μαζί και θα είχαν συναισθηματικούς ή προσωπικούς ή άλλους λόγους για να καλλιεργήσουν το κοινό συναίσθημα περί αγιότητας είτε να επηρεάσουν αρνητικώς την κοινή γνώμη περί αυτού. Αυτός είναι ο γενικός κανών. Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις και ειδικά για περιπτώσεις που τα κριτήρια αγιότητας είναι αδιάσειστα. Τέτοια περίπτωση ήταν ο Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (14ος αιώνας μ.Χ.), ο οποίος πολύ λίγα χρόνια μετά την κοίμησή του ανεγράφη στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο πατέρας Βαρθολομαίος έκλεισε την συνέντευξη λέγοντας: «Οι Αγιοι Νεκτάριος, Πορφύριος και Παϊσιος είναι μεγάλοι σύγχρονοι Αγιοι της Εκκλησίας μας, για τους οποίους η συνείδηση του λαού είναι απολύτως βεβαία, και αποδεικνύουν περίτρανα δύο πράγματα: Πρώτον ότι η Αγία Ορθόδοξος Εκκλησία δεν είναι ένας μουσειακός ιστορικός θεσμός αλλά ένα ζωντανό δένδρο που αναφύει καινούριους κλάδους συνεχώς, τους αγίους μας. Δεύτερον ότι η αγιότητα είναι υπόθεση προσωπική όλων μας, εφικτή αρκεί να την επιδιώξουμε”.
Αρχιμανδρίτης Βαρθολομαίος Σαμαράς