Του Λεωνίδα Στεργίου
Η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσιοποίησε χθες τα στοιχεία για τα υπόλοιπα των καταθέσεων και των χορηγήσεων τον Ιούλιο. Τα στοιχεία δείχνουν μεγάλη άνοδο των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) και ισχνή έως αρνητική καθαρή πιστωτική επέκταση. Επειδή τα υπόλοιπα -κυρίως των δανείων- δεν λένε πάντα την αλήθεια καθώς μπορεί να μειώνονται λόγω τιτλοποιήσεων κόκκινων δανείων (αναταξινομήσεις), ρυθμίσεις, συναλλαγματικές διαφορές και διαγραφές, η ανάλυση επικεντρώθηκε στις καθαρές ροές τόσο στα δάνεια όσο και στις καταθέσεις. Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για τις καθαρές ροές δείχνουν:
Άνοδο των καταθέσεων των επιχειρήσεων κατά 560 εκατ. ευρώ τον Ιούλιο και κατά 2,8 δισ. ευρώ στο επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου.
Άνοδο των καταθέσεων των νοικοκυριών κατά 788 εκατ. ευρώ τον Ιούλιο και κατά 4,9 δισ. ευρώ από τις αρχές του έτους.
Μείωση χορηγήσεων (εκταμιεύσεις μείον αποπληρωμές) προς επιχειρήσεις κατά 44 εκατ. ευρώ τον Ιούλιο και άνοδο των καθαρών χορηγήσεων κατά 105 εκατ. ευρώ στο επτάμηνο.
Αύξηση καθαρών χορηγήσεων προς τα νοικοκυριά κατά 138 εκατ. ευρώ τον Ιούλιο και κατά 923 εκατ. ευρώ στο επτάμηνο, κυρίως από την καταναλωτική πίστη και την αγορά αυτοκινήτου.
Τα ποσά των καθαρών χορηγήσεων στο επτάμηνο δεν δικαιολογούν την άνοδο των καταθέσεων. Επίσης, θα περίμενε κάποιος ότι με το άνοιγμα της αγοράς και με τις καλοκαιρινές διακοπές, θα αυξανόταν η κατανάλωση, με αποτέλεσμα να ενισχυθούν οι καταθέσεις των επιχειρήσεων και να μειωθούν των νοικοκυριών. Εξάλλου, μία αιτία που οδήγησε σε άνοδο των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα κατά την πανδημική κρίση του 2020 και τα τρία lockdown ήταν η αναγκαστική μείωση της κατανάλωσης. Επίσης, ο σταδιακός περιορισμός των μέτρων στήριξης (π.χ. μορατόρια, Γέφυρα Ι κλπ) θα έπρεπε να είχε αντίκτυπο στις καταθέσεις. Το 2020, η άνοδος των καταθέσεων είχε αποδοθεί στα πακέτα στήριξης και στις αναστολές πληρωμών, αλλά και στη συνέχιση της μισθοδοσίας για μεγάλο μέρος των εργαζομένων, όπως επίσης και της καταβολής των συντάξεων. Μία ακόμα παράμετρος ήταν η αποταμίευση για λόγους αβεβαιότητας.
Τι άλλαξε το 2021
Ισχύουν οι ίδιοι λόγοι μετά το άνοιγμα της αγοράς και μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού; Το Capital.gr επικοινώνησε με τα στελέχη των τραπεζών που είναι αρμόδια για το δίκτυο και γνωρίζουν τις κινήσεις και τις συνήθειες των ιδιωτών και εταιρικών πελατών τους. Κατά την επικοινωνία με τα στελέχη αυτά προέκυψαν και άλλα εντυπωσιακά στοιχεία, όπως αύξηση των εισροών στα αμοιβαία κεφάλαια και αυξημένη ζήτηση για αποταμιευτικά-συνταξιοδοτικά προγράμματα. Δηλαδή, όχι μόνο αυξήθηκαν οι καταθέσεις των νοικοκυριών, αλλά παρατηρήθηκε και ενίσχυση της ζήτησης για επενδύσεις.
Το ερώτημα, ίσως, που προκύπτει είναι το εάν τελικά τα ελληνικά νοικοκυριά έπαψαν πλέον να πληρώνουν και μόνο αποταμιεύουν και επενδύουν, κάτι το οποίο δεν ισχύει. Σύμφωνα με τα τραπεζικά στελέχη που γνωρίζουν τις παραμέτρους της εξίσωσης, η ερμηνεία του φαινομένου στηρίζεται στα εξής δεδομένα:
Πρώτον, τα συνολικά μεγέθη δεν αποδίδουν την πραγματική εικόνα για όλα τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Υπάρχουν, πράγματι, καταθέσεις που ενισχύονται από επιδόματα και άλλα μέτρα στήριξης για κάποιες ομάδες, αλλά το μεγαλύτερο ποσοστό αφορά σε δημόσιους και ιδιωτικούς υπαλλήλους που δεν επλήγησαν από την κρίση, όπως επίσης και από καταθέτες ηλικίας άνω των 65 ετών, όπου συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο ποσοστό του πλούτου. Τα τμήματα των καταθετών που συνεχίζουν να έχουν σταθερές εισροές και να συσσωρεύουν αποταμιεύσεις κινήθηκαν προς εναλλακτικές επενδύσεις λόγω των χαμηλών επιτοκίων στις καταθέσεις προθεσμίας.
Δεύτερον, η καταναλωτική δαπάνη μειώθηκε σημαντικά κατά το 2020 και δεν έχει επανέλθει στα προ-covid επίπεδα. Νοικοκυριά και επιχειρήσεις παραμένουν συντηρητικά τόσο στα έξοδα όσο και στη ζήτηση για δάνεια.
Τρίτον, ακόμα και τον Ιούλιο υπάρχει η θετική επίδραση στις καταθέσεις από τα μέτρα στήριξης και τα επιδόματα, όπως επίσης και από αναστολές ή οπισθοβαρείς πληρωμές οφειλών, φόρων εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ, κά. Αυτό ενισχύει τις καταθέσεις τόσο των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών.
Τέταρτον, ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων με διπλογραφικό σύστημα αυξήθηκε τον Ιούνιο, σε σχέση με πέρυσι κατά περίπου 3,5 δισ. ευρώ, όπως άλλωστε αναφέρεται και σε μελέτη που δημοσιοποίησε η Εθνική Τράπεζα. Αυτό δικαιολογεί την άνοδο των καταθέσεων επιχειρήσεων, αλλά και των καταθέσεων των νοικοκυριών καθώς υπάρχει συσχέτιση μεταξύ εσόδων επιχειρήσεων και ιδιωτών. Ένας τρόπος διασύνδεσης αποτελούν οι νέες και εποχικές προσλήψεις, αλλά και το γεγονός ότι πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες και ατομικές επιχειρήσεις καταγράφονται στα στοιχεία για τα νοικοκυριά. Ενδεικτικά, μόνο τα δάνεια προς ελεύθερους επαγγελματίες αυξήθηκαν (καθαρή ροή) στο επτάμηνο κατά 26 εκατ. ευρώ και μόνο τον Ιούλιο κατά 27 εκατ. ευρώ (υπήρχαν μήνες στο προηγούμενο διάστημα με αρνητικές ροές χρηματοδότησης). Τα δάνεια αυτά εγγράφονται σε καταθετικούς λογαριασμούς και πολλοί από αυτοί καταγράφονται στην κατηγορία των νοικοκυριών.
Πέμπτον, παρατηρήθηκε μεγάλη εισροή εσόδων από το εξωτερικό λόγω του τουρισμού, με τις εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για κάλυψη του 50% των εσόδων του 2019.
Έκτον, λόγω καλοκαιριού και τουρισμού, πέραν από τις οργανωμένες μονάδες, υπάρχουν στη χώρα μας ενοικιαζόμενα δωμάτια από ιδιώτες που δεν εμφανίζονται ως επιχειρήσεις. Σε κάποιο βαθμό ισχύει αυτό και στην εστίαση αλλά και σε άλλα επαγγέλματα. Με πιο απλά λόγια εμφανίστηκαν “γκρίζα” χρήματα από βραχυχρόνιες μισθώσεις και ενοικιαζόμενα δωμάτια, από μικρές ιδιωτικές μονάδες που προσφέρουν καταλύματα, πρωινό, γεύματα, μεταφορές και ξεναγήσεις κά.
Έβδομον, στα νοικοκυριά, που δεν εμπίπτουν στις περιπτώσεις συσσώρευσης πλούτου, παρατηρήθηκε σημαντική ζήτηση για καταναλωτικά δάνεια με στόχο την κάλυψη πραγματικών αναγκών, όπως υγεία, δίδακτρα, κλπ. Επίσης, μεγάλη παραμένει η αγορά αυτοκινήτου. Από την άλλη πλευρά, η ζήτηση για στεγαστικά δάνεια παρουσιάζεται σημαντικά ενισχυμένη, με αποτέλεσμα οριακά οι αποπληρωμές να καλύπτουν τις νέες εκταμιεύσεις, οι οποίες από 25 εκατ. ευρώ το μήνα στις αρχές του έτους έχουν φτάσει στα 90 εκατ. ευρώ μηνιαίως. Όμως, δεν είναι ακόμα τόσο ισχυρή η ζήτηση όπως αναμενόταν. Εκτιμάται από τις τράπεζες ότι στο επόμενο διάστημα, η ζήτηση θα ενισχυθεί.
Όγδοον, οι συνθήκες που δημιουργούν υψηλή ρευστότητα στις επιχειρήσεις (και τα νοικοκυριά) μειώνει τη ζήτηση για δάνεια. Επίσης, η αβεβαιότητα του ανοίγματος της αγοράς αλλά και τα ανησυχητικά στοιχεία που έρχονται από τον αριθμό των κρουσμάτων, το ποσοστό εμβολιασμένων και από τη μετάλλαξη Δέλτα, κάνει νοικοκυριά και επιχειρήσεις να κρατούν στάση αναμονής. Και στα επιχειρηματικά δάνεια, οι τράπεζες θεωρούν ότι είναι θέμα χρόνου να αυξηθεί η ζήτηση, τοποθετώντας τη χρονικά από το φθινόπωρο έως τα τέλη του έτους.
Σε ό,τι αφορά στις προβλέψεις για τις καταθέσεις και τα δάνεια, οι τράπεζες εκτιμούν ότι μόλις ξεκινήσουν οι πληρωμές οφειλών, των φόρων, του ΕΝΦΙΑ και οι επιστροφές των προκαταβολών προς το Δημόσιο, τότε θα δούμε μια διαφορετική εικόνα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στις καταθέσεις. Επίσης, η λήξη των αναστολών οφειλών και των επιδοτήσεων δόσεων δανείων για τις επιχειρήσεις, αλλά και τα πρώτα κεφάλαια και οι πρώτες επενδύσεις λόγω του Ταμείου Ανάκαμψης θα ενισχύσουν συνδυαστικά τη ζήτηση και για επιχειρηματικά δάνεια. Όλα αυτά υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει κάποια απρόβλεπτη αρνητική συγκυρία, όπως είναι στο μέτωπο της πανδημίας.