Πώς η Ρουμανία κατάφερε να είναι η κορυφαία ευρωπαϊκή χώρα στην ταχύτητα του διαδικτύου.
Εχω ένα παλαιό συμβόλαιο σταθερής τηλεφωνίας στο σπίτι, αλλά το ίντερνετ κάνει κάθε 53 λεπτά αποσύνδεση. Εχω κάνει καταγγελία στον πάροχό μου, έχω κάνει καταγγελία στην ΑΔΑΕ, τους έχω στείλει στατιστικά από το router μου, έχω κάνει χίλια δυο πράγματα, δεν ασχολείται κανένας.
Εχει τύχει να περιμένω ακόμα και μία ώρα στην αναμονή της τηλεφωνικής εξυπηρέτησης χωρίς να μπορέσω ποτέ να πιάσω γραμμή». Ο 38χρονος Γιώργος είναι προγραμματιστής και δουλεύει το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το σπίτι του. Στη θέση του με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχουμε βρεθεί σχεδόν όλοι κάποια στιγμή σε μια χώρα που έχει επισήμως το πιο αργό ιντερνετ και ένα από τα ακριβότερα στην Ευρώπη με τους παρόχους σταθερής τηλεφωνίας να διαφημίζουν συνεχώς γρηγορότερες και πιο ελκυστικές συνδέσεις.
Ο Γιώργος δεν κατάφερε μέχρι σήμερα να λύσει το πρόβλημά του, ακόμα και όταν ήρθε τεχνικός της εταιρείας στο σπίτι. Καθημερινά αρκετές εταιρείες αδυνατούν να κόψουν τιμολόγια γιατί απλά για κάποια ώρα δεν δουλεύει το ίντερνετ. Κάποιοι επιλέγουν σύνδεση μέσω κινητού μέσω 4G γιατί είναι πιο αξιόπιστη, στοιχείο που για τους γνωρίζοντες θεωρείται αδιανόητο.
Η Ελλάδα έχει πράγματι το πιο αργό ίντερνετ στην Ευρώπη, καθώς διαθέτει το μικρότερο ποσοστό πρόσβασης σε υψηλές ταχύτητες σε σχέση με άλλα κράτη. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 2022 η χώρα μας ήταν τελευταία στην Ευρώπη ως προς τον αριθμό των νοικοκυριών που έχουν δίκτυο υψηλής χωρητικότητας (Very High Capacity Network).
Το ποσοστό αυτό αναλογούσε μόλις στο 19,8% των ελληνικών νοικοκυριών που είχαν πρόσβαση σε γρήγορες και αξιόπιστες υπηρεσίες Διαδικτύου. Μόλις το 2,1% έχει ταχύτητα 200Mbps και το 0,2% ταχύτητα 500Mbps ή 1Gbps.
Σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), το 39,8% του συνόλου των χρηστών ίντερνετ στην Ελλάδα έχει σύνδεση με ταχύτητα 24Mbps, το 30,5% έχει 50Mbps και το 21,5% έχει 100Mbps.
Μπορεί όλοι να εστιάζουν στις χαμηλές ταχύτητες και στο ακριβό κόστος δικαιολογημένα, ωστόσο όπως υπογραμμίζει στην «Εφ.Συν.» ο Χάρης Γεωργίου, γενικός γραμματέας της Ενωσης Πληροφορικών Ελλάδας, «δεν έχει σημασία η ταχύτητα σύνδεσης, πιο σημαντικό είναι η αξιοπιστία. Δεν έχει νόημα αν η σύνδεση είναι 24Μbps, 100 ή 200, αν κάνει 25 αποσυνδέσεις την ημέρα.
Είναι καλύτερα π.χ. για έναν επαγγελματία να έχει μια σταθερή σύνδεση, να κάνει τη δουλειά του χωρίς προβλήματα με πιο αργή ονομαστική ταχύτητα, παρά να μην είναι αξιόπιστη, να θέλει π.χ. να μιλήσει με κάποιον στο εξωτερικό ή με κάποιον φορολογικό μηχανισμό και να μη ξέρει πότε δουλεύει η σύνδεση ή όχι». Πρόκειται για κρίσιμη παράμετρο η οποία παραβλέπεται ακόμα και στα στατιστικά της Eurostat, όπου δεν αναφέρεται πουθενά η ποιότητα των συνδέσεων, δηλαδή ποιο ποσοστό του χρόνου μέσα σε ένα 24ωρο είναι διαθέσιμη η σύνδεση ή πόσες φορές αποσυγχρονίζεται το router την ημέρα.
Στην Ελλάδα η αρμόδια εθνική αρχή, η ΕΕΤΤ, δεν έχει θέσει συγκεκριμένα μετρήσιμα πρότυπα για τους παρόχους, ούτε επιβάλλει πρόστιμα όταν οι πάροχοι δεν παρέχουν αξιόπιστες συνδέσεις. «Ολοι μας ως πελάτες, καταναλωτές και επαγγελματίες θα πρέπει να απαιτήσουμε από τις αρμόδιες αρχές και τους παρόχους να εγγυηθούν την ποιότητα των συνδέσεων, αλλά αυτό απαιτεί από τις εταιρείες να επενδύσουν στις υποδομές τους.
Και φαίνεται ότι δεν έχουν πρόθεση να το κάνουν αυτό από μόνες τους» υποστηρίζει ο Χάρης Γεωργίου. Από την πλευρά της η ΕΕΤΤ ισχυρίζεται ότι «οι περισσότερες χώρες της Ε.Ε. ξεκίνησαν νωρίτερα την εγκατάσταση της οπτικής ίνας και έτσι βρίσκονται πιο μπροστά.
Οι πάροχοι πρέπει να προχωρήσουν σε περισσότερες υποδομές, αλλά πρέπει να αυξηθεί και η ζήτηση από τους συνδρομητές» («Κολλημένοι στα 100Mbps», Καθημερινή, 27.2.2024)
Δεν σώζει η οπτική ίνα
Οι πάροχοι ίντερνετ διαφημίζουν υψηλές ταχύτητες μέσω των οπτικών ινών, παραλείποντας να αναφέρουν πως η οπτική ίνα που τοποθετείται αποτελεί μόλις ένα μικρό μέρος του συνολικού δικτύου μέχρι να φτάσει το ίντερνετ στο σπίτι μας. Ο Χάρης Γεωργίου είναι ξεκάθαρος: «Δεν έχει νόημα να λέμε ότι θέλουμε να φέρουμε οπτική ίνα σε κάθε σπίτι.
Ωραία, και τι θα την κάνουμε; Η οπτική ίνα έχει 1Gb ταχύτητα. Ποιο σπίτι χρειάζεται αυτή την ταχύτητα; Αυτές οι εφαρμογές χρησιμοποιούνται μόνο στο high performance computing, στα κατανεμημένα συστήματα και στις κατανεμημένες βάσεις δεδομένων που έχουν π.χ. οι τράπεζες, σε ένα data center. Σε ένα σπίτι χρησιμοποιείται μόλις ένα 5% από αυτήν την ταχύτητα. Οι εταιρείες, ακριβώς επειδή δεν μπορούν να δικαιολογήσουν κάτι παραπάνω ως προϊόν, «σπρώχνουν» παραπάνω το όριο σε επίπεδο ταχύτητας. Αραγε για να λύσουμε το πρόβλημα του κακού καλωδίου του χαλκού του σπιτιού θα πρέπει όλοι να βάλουμε οπτική ίνα σε όλα τα σπίτια;
Δεν είναι αυτή η λύση του προβλήματος. Η λύση είναι η συντήρηση του δικτύου, η βελτίωση της ποιότητας της σύνδεσης, να πούνε οι τεχνικοί που έρχονται σπίτι «ενώ η εταιρεία πουλάει αυτό, εγώ μετράω με το μηχάνημα και βλέπω ότι για να έχετε αξιόπιστη σύνδεση πρέπει να είναι το πολύ τόσο». Αυτό μπορεί να το δει ο τεχνικός, αλλά δεν μπορεί να το διαφημίσει η εταιρεία».
Οι εταιρείες γνωρίζουν ότι υπάρχει πρόβλημα στις τερματικές συνδέσεις. Οταν τα βρίσκουν «σκούρα» οι πάροχοι μετά τις καταγγελίες των πολιτών, συχνά επιρρίπτουν τις ευθύνες στις παλιές οικοδομές και στις κακές καλωδιώσεις χαλκού. Ωστόσο η παλαιότητα των κτιρίων δεν σημαίνει εξ ορισμού ότι δεν υπάρχουν λύσεις. Στις πόλεις της κεντρικής Ευρώπης τα κτίρια μπορεί να ηλικίας πολλών δεκαετιών, ακόμα και μερικών αιώνων, αλλά από κάτω μπορεί να περνάει και οπτική ίνα, έχουν καλύτερη συντήρηση, ενώ οι πάροχοι επενδύουν περισσότερο στις υποδομές τους. Στην Ελλάδα σήμερα οι εταιρείες δεν έχουν δικά τους τεχνικά τμήματα και συνήθως οι δουλείες γίνονται από υπερεργολάβους.
Πανευρωπαϊκά πάντως παρατηρείται ένα παράδοξο. Πρώτη χώρα σε ταχύτητες ίντερνετ είναι εδώ και χρόνια η Ρουμανία, όπου σχεδόν το 96% των νοικοκυριών έχουν πρόσβαση σε κάλυψη FTTP (οπτική ίνα), πολύ πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. που είναι 56% σύμφωνα με στοιχεία από τον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ακολουθούν η Ισπανία (91%) και η Πορτογαλία (90,8%). Τελευταίες στη λίστα της πρόσβασης σε οπτικές ίνες είναι η Ελλάδα (27,85%), η Γερμανία (19,32%) και το Βέλγιο (17,16%).
Αναφορικά με την ευρυζωνικότητα με τουλάχιστον 1GB στα σπίτια, η Ρουμανία (23,35%) βρίσκεται επίσης μεταξύ των τριών πρώτων ευρωπαϊκών χωρών, μετά τη Γαλλία (39,34%), η οποία βρίσκεται στην κορυφή της κατάταξης, και την Ουγγαρία (29,81%). Στην παγκόσμια κατάταξη πόλεων της netindex.com για την ταχύτητα του διαδικτύου το Βουκουρέστι βρίσκεται στην έβδομη θέση αμέσως μετά τη Νέα Υόρκη!
Το ρουμανικό «θαύμα»
Παραδόξως οι χώρες με ισχυρότερη υποδομή κλασικών χάλκινων τηλεφωνικών γραμμών μεταφέρουν την κληρονομιά τους. Αυτή είναι η περίπτωση της Γερμανίας η οποία σήμερα δεν ξέρει τι να κάνει με τόσες πολλές χάλκινες γραμμές, εξηγούν ειδικοί. Πώς όμως τα κατάφερε η Ρουμανία; «Είναι απλό, ξεκίνησαν τελευταίοι» λέει ο Χόρχε Πέρες Μαρτίνεθ, καθηγητής στην Ανώτατη Τεχνική Σχολή Μηχανικών Τηλεπικοινωνιών του Πολυτεχνείου της Μαδρίτης (UPM).
Ο Μαρτίνεθ εξηγεί ότι στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η Ρουμανία είχε πολύ παλιά τηλεφωνική υποδομή που δεν μπορούσε να υποστηρίξει συνδέσεις υψηλής ταχύτητας στο Διαδίκτυο. Οι άνθρωποι άρχισαν να αναπτύσσουν μόνοι τους δίκτυα. Και επειδή ξεκινούσαν από το μηδέν ανέπτυξαν ομοαξονικό καλώδιο -το τηλεοπτικό καλώδιο- και οπτικές ίνες από το 2004».
Στη Ρουμανία αφού έγινε διαθέσιμο το ευρυζωνικό διαδίκτυο το 2000, οι πολίτες αντιλήφθηκαν την ευκαιρία να αποκτήσουν συνδέσεις υψηλότερης ταχύτητας στο διαδίκτυο, τις οποίες δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά ο καθένας ξεχωριστά, αλλά θα μπορούσαν να τις μοιραστούν με τους γείτονές τους. «Ενώ τα περισσότερα δίκτυα παρέμειναν μικρά (λιγότεροι από 10 χρήστες), ορισμένα αναπτύχθηκαν και κάλυψαν ολόκληρες γειτονιές.
Αυτά τα μεγαλύτερα δίκτυα ενσωματώθηκαν αργότερα στη ραχοκοκαλιά της υποδομής διαδικτύου που διαθέτει σήμερα η Ρουμανία» εξηγεί ο Αντρέι Ιονίτα, διευθύνων σύμβουλος Τεχνολογίας του τεχνολογικού οργανισμού Code for Romania/Commit Global.
Εκείνη την εποχή ακόμα δεν υπήρχαν κανονισμοί ή νόμοι στη Ρουμανία σχετικά με την κατασκευή ή τη λειτουργία αυτών των δικτύων, οπότε μπόρεσαν να αναπτυχθούν γρήγορα. Η τιμή (τόσο όσον αφορά το τέλος εγκατάστασης όσο και τον μηνιαίο λογαριασμό) διέφερε από δίκτυο σε δίκτυο, αλλά συνήθως ήταν ένα κλάσμα του κόστους μιας αποκλειστικής σύνδεσης στο διαδίκτυο και η ταχύτητα ήταν πολύ υψηλότερη από ό,τι μπορούσε να προσφέρει μια απλή dial-up σύνδεση. Αργότερα ήταν πολύ πιο εύκολο να συνδεθούν τα υπάρχοντα δίκτυα με το διαδίκτυο, παρά να δημιουργηθεί ολόκληρη η υποδομή από το μηδέν.
Η Ε.Ε. πάντως απέχει ακόμη πολύ από την επίτευξη του ψηφιακού στόχου της συνδεσιμότητας για την τρέχουσα δεκαετία, όπως αναφέρει η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ψηφιακή Δεκαετία 2030. Η οπτική ίνα φτάνει μόνο στο 56% των ευρωπαϊκών σπιτιών και η Ε.Ε., που έχει 81% κάλυψη 5G, υστερεί σε σχέση με τις ΗΠΑ (96%). Επιπλέον το χάσμα μεταξύ της αστικής και της αγροτικής κάλυψης δείχνει ότι απαιτούνται πολλές περισσότερες επενδύσεις από τους παρόχους.
Το 2022 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε επένδυση ύψους 500 εκατομμυρίων ευρώ σε ενισχύσεις για την επέκταση των ευρυζωνικών δικτύων σε αγροτικές περιοχές της Ισπανίας. Στη Γαλλία η Orange France ανακοίνωσε την έναρξη του παροπλισμού χαλκού το 2023 με στόχο την αντικατάσταση όλων των δικτύων της έως το 2030. Στην Ισπανία η Telefónica ανακοίνωσε πρόσφατα ότι κλείνει ολόκληρο το δίκτυο χαλκού της στις 19 Απριλίου και ως εκ τούτου το ADSL δεν θα προσφέρεται πλέον.
● Το άρθρο αυτό πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος PULSE, μιας ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας που υποστηρίζει διασυνοριακές δημοσιογραφικές συνεργασίες και στην οποία συμμετέχει η «Εφ.Συν.», μαζί με άλλους 12 δημοσιογραφικούς οργανισμούς. Στο άρθρο αυτό συνεισέφεραν οι δημοσιογράφοι: Lola García-Ajofrín / El Confidencial (Ισπανία) και Sebastian Pricop / Hotnews (Ρουμανία).
efsyn.gr
Γιατί είναι τόσο αργό το Ιντερνετ στην Ελλάδα;
Την ώρα λοιπόν που σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το 86,9% των νοικοκυριών έχουν αποκτήσει πρόσβαση στο Διαδίκτυo από την κατοικία τους, η ποιότητα του Διαδικτύου στη χώρα μας παραμένει ένα αμφιλεγόμενο θέμα, καθώς δεν είναι λίγες οι έρευνες που μας κατατάσσουν στις τελευταίες θέσεις όσον αφορά την ποιότητα και την τιμή του σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η συζήτηση εντάθηκε μετά την πανδημία του κορωνοϊού λόγω της τηλεργασίας, της ταυτόχρονης σύνδεσης σε πολλές διαφορετικές πλατφόρμες κ.λπ., ενώ το γρήγορο Ιντερνετ αποτελεί και βασικό αίτημα των ψηφιακών νομάδων που επιλέγουν τη χώρα μας για εργασία εξ αποστάσεως.
Επιχειρώντας μια χαρτογράφηση του πεδίου, η «Καθημερινή» συγκέντρωσε τα διαθέσιμα στοιχεία και συνομίλησε με τον καθηγητή και αντιπρόεδρο Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών & Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), Δημήτριο Βαρουτά.
- Γιατί είναι τόσο αργό το Ιντερνετ στην Ελλάδα;
Η Ελλάδα έχει πράγματι το πιο αργό Ιντερνετ στην Ευρώπη, καθώς διαθέτει το μικρότερο ποσοστό πρόσβασης σε υψηλές ταχύτητες σε σχέση με άλλα κράτη. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 2022 η χώρα μας ήταν τελευταία στην Ευρώπη ως προς τον αριθμό των νοικοκυριών που έχουν δίκτυο υψηλής χωρητικότητας (Very High Capacity Network). Το ποσοστό αυτό αναλογούσε μόλις στο 19,8% των ελληνικών νοικοκυριών που είχαν πρόσβαση σε γρήγορες και αξιόπιστες υπηρεσίες Διαδικτύου.
Σύμφωνα με τα πιο επικαιροποιημένα στοιχεία που παραχώρησε στην «Κ» η ΕΕΤΤ, το 39,8% του συνόλου των χρηστών Ιντερνετ στην Ελλάδα έχει σύνδεση με ταχύτητα 24Mbps, το 30,5% έχει ταχύτητα 50Mbps, το 21,5% έχει ταχύτητα 100Mbps, το 2,1% έχει ταχύτητα 200Mbps και το 0,2% έχει ταχύτητα 500Mbps / 1 Gbps.
Ως προς την παροχή στα κινητά, η Ελλάδα σημειώνει εξαιρετική πορεία στην κάλυψη των δικτύων 5G έχοντας φτάσει στο 86%. Η χώρα προηγείται του μέσου όρου της Ε.Ε. και βρίσκεται αρκετά κοντά στην κάλυψη του στόχου του 100%.
Σχολιάζοντας τις ταχύτητες του Ιντερνετ στην Ελλάδα, ο κ. Βαρουτάς επιβεβαιώνει πως στις υψηλές ταχύτητες είμαστε σε αρκετά χαμηλό ποσοστό και προσθέτει πως σε αυτό δεν παίζει ρόλο μόνο η προσφορά αλλά και η ζήτηση.
«Θεωρώ ότι αυτή τη στιγμή έχουμε αυξημένη ζήτηση στη μέση ταχύτητα στην Ελλάδα, ωστόσο ο εθνικός και ο ευρωπαϊκός στόχος είναι να αποκτήσουν όλοι πρόσβαση στα 100Mbps και στη συνέχεια να φτάσουμε στο 1Giga. Αλλωστε, η υπάρχουσα υποδομή αυτή τη στιγμή μπορεί να υποστηρίξει τα 100Mbps», εξηγεί.
Στην ερώτηση, λοιπόν, γιατί έχουμε πολύ καλά ποσοστά στις μέσες ταχύτητες, αλλά ακόμη υστερούμε σημαντικά στα πακέτα που ξεπερνούν τα 100Mbps, ο κ. Βαρουτάς επισημαίνει πως γι’ αυτό υπάρχουν αρκετοί λόγοι.
«Αρχικά στην Ελλάδα έχουμε πολλές γραμμές που δεν χρησιμοποιούνται ή χρησιμοποιούνται μόνο για τηλέφωνο, με αποτέλεσμα αυτές οι γραμμές να μη γίνουν ποτέ ευρυζωνικές. Επίσης υπάρχουν πολλά σπίτια με έναν κάτοικο που μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες του με 50Mbps ή λιγότερα. Εκτός των παραπάνω υπάρχουν πολλές γραμμές –σε χωριά ή εξοχικά– με χαμηλές ταχύτητες διότι η χρήση Ιντερνετ γίνεται μόνο το καλοκαίρι. Επίσης βλέπουμε πως αυτή τη στιγμή πολλά νοικοκυριά ικανοποιούν τις ανάγκες με τα 100Mbps και «συμπληρώνουν» με πρόσβαση από το Διαδίκτυο στο κινητό», εξηγεί ο κ. Βαρουτάς.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ακόμη ένας λόγος είναι η πολύ χαμηλή διείσδυση της οπτικής ίνας –κάτω του 1% στην επικράτεια– και η οποία προσφέρει ταχύτητα άνω των 200Mbps.
«Οι περισσότερες χώρες της Ε.Ε. ξεκίνησαν νωρίτερα την εγκατάσταση της οπτικής ίνας και έτσι βρίσκονται πιο μπροστά. Είναι προφανές πως χρονικά είμαστε πίσω, αλλά επιταχύνουμε. Οι πάροχοι πρέπει να προχωρήσουν σε περισσότερες υποδομές, αλλά πρέπει να αυξηθεί και η ζήτηση από τους συνδρομητές», συμπληρώνει.
- Γιατί οι επιχειρήσεις δεν διαθέτουν σύνδεση με υψηλή ταχύτητα;
Εκτός από τα νοικοκυριά, και οι επιχειρήσεις φαίνεται να «γυρνούν την πλάτη» στις υψηλές ταχύτητες, σε αντίθετη με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκθεση του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, μόνο το 24% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα χρησιμοποιούν συνδέσεις άνω των 100Mbps, ποσοστό αρκετά χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που φτάνει το 57%.
Αντιθέτως, το 50% των επιχειρήσεων χρησιμοποιεί συνδέσεις από 30 μέχρι 100Mbps, δηλαδή μεσαία ταχύτητα, την ώρα που ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 26%.
Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της ΕΕΤΤ, αυτό μπορεί να εξηγηθεί διότι οι περισσότερες επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι μικρομεσαίες, συνεπώς δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον να μεγαλύτερες ταχύτητες.
Το παραπάνω ωστόσο δεν αποτελεί δικαιολογία, δεδομένου πως στόχος μας είναι οι υψηλότερες ταχύτητες. «Εχουν ξεκινήσει να δίνονται επιδοτήσεις για τον ψηφιακό μετασχηματισμό, με αποτέλεσμα όλο και περισσότερες επιχειρήσεις να μετακινούνται και αυτές σε υψηλότερες ταχύτητες. Σίγουρα η περαιτέρω ενθάρρυνση από την πολιτεία για τοποθέτηση οπτικής ίνας στις επιχειρήσεις αλλά και η μείωση των τιμών θα ανοίξουν τον δρόμο προς τις υψηλές ταχύτητες», εξηγεί.
- Είναι ακριβά τα πακέτα Ιντερνετ στην Ελλάδα;
Η τελευταία έκθεση της Eurostat η οποία έδειχνε πως οι Ελληνες χρήστες του Ιντερνετ πληρώνουν πιο ακριβά από οποιονδήποτε άλλον Ευρωπαίο τη σύνδεση στο Διαδίκτυο ήταν το 2019. Τότε η Ελλάδα είχε διαφορά της τάξης του 63% από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο όσον αφορά τις τιμές χρήσης του Ιντερνετ και ήταν στη δεύτερη θέση πίσω από το Βέλγιο.
Σε πιο πρόσφατη διεθνή έρευνα της Cable.cο.uk για τις τιμές του Ιντερνετ του 2023 σε συνολικά 219 χώρες, η Ελλάδα βρίσκεται στην 79η θέση επί του συνόλου της παγκόσμιας λίστας, με το μέσο κόστος ενός μηνιαίου πακέτου στη χώρα μας να φτάνει τα 33,02 ευρώ. Το ελληνικό πακέτο είναι ακριβότερο από τα αντίστοιχα της Γερμανίας (31,94 ευρώ), της Μεγάλης Βρετανίας (31,58 ευρώ), της Ισπανίας (29,41 ευρώ) και της Πορτογαλίας (29,25 ευρώ).
Κάνοντας την ίδια ερώτηση στον κ. Βαρουτά, ο ίδιος απαντάει πως το Ιντερνετ στην Ελλάδα δεν είναι φθηνό, αλλά ούτε ακριβό, καθώς παίζει ρόλο πώς το μετράμε.
«Υπάρχουν δύο λόγοι που εξηγούν γιατί το Ιντερνετ δεν είναι φθηνό στην Ελλάδα. Αρχικά διότι υπάρχει ένα κόστος επενδύσεων που πρέπει να αποσβεσθεί, κατά δεύτερον επειδή διαφέρει η αγορά Ιντερνετ στο κινητό καθώς ο συνδρομητής πληρώνει συγκεκριμένο αριθμό megabyte ή gigabyte για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ενώ στο σταθερό πληρώνει ανάλογα με την ταχύτητα.
Η πρόβλεψη του ίδιου πάντως είναι πως δεν αργεί η στιγμή που η τιμή για το Ιντερνετ στα κινητά θα παγιωθεί όπως και στο σταθερό. Δηλαδή θα μιλάμε μόνο για ταχύτητα και όχι για ποσότητα και χρονικό περιορισμό, όπως γίνεται τώρα.
«Στόχος είναι να πέσουν κι άλλο οι τιμές στην ταχύτητα των 100Mbps πλησιάζοντας τις αντίστοιχες των 24Mbps, ώστε ο κόσμος να επιλέγει όλο και πιο υψηλή ταχύτητα», σημειώνει.
- Ποιο είναι το δημοφιλέστερο πακέτο;
Σύμφωνα με την Εκθεση Ανοικτού Διαδικτύου της ΕΕΤΤ, το «δημοφιλέστερο» πακέτο σύμφωνα με τις μετρήσεις των χρηστών για το 2022 είναι το 100Mbps, το οποίο έχει πάνω από τις μισές μετρήσεις – 56%. Ακολουθούν το πακέτο 50Mbps, με 20% των μετρήσεων, και το πακέτο 24Mbps (DL), το οποίο έχει 20,04% των συνδέσεων.
Σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια παρατηρείται σημαντική αύξηση της μέσης ταχύτητας στα σταθερά δίκτυα από το 2019 και μετά, καθώς και αύξηση του αριθμού των συνδρομητών σε δίκτυα πρόσβασης νέας γενιάς (VDSL, FTTH).
Ο αντιπρόεδρος της ΕΕΤΤ εξηγεί πώς η περίοδος της πανδημίας ήταν καθοριστική για να αλλάξει ο χάρτης της συνδεσιμότητας στην Ελλάδα.
«Πριν από την πανδημία δεν υπήρχε τόσο στην κουλτούρα μας η σύνδεση σε τόσες πλατφόρμες στην τηλεόραση. Αυτό σε συνδυασμό με την τηλεργασία οδήγησε στη σημαντική αύξηση της ζήτησης για υψηλότερες ταχύτητες Ιντερνετ στο σπίτι από τους συνδρομητές», τονίζει.
Φτάνοντας στο σήμερα, ο κ. Βαρουτάς επισημαίνει πως ο χρήστης έχει ποικιλία, καθώς μπορεί να συνδεθεί στο Ιντερνετ από το κινητό του ή από το σταθερό, ενώ στη σύνδεση εκτός από τον χαλκό προχωρούμε και στην οπτική ίνα στο σπίτι.
- Ποια είναι τα πιο συχνά παράπονα που δέχεται η ΕΕΤΤ;
Το πρόβλημα πάντως με τις ταχύτητες και τη σύνδεση στο Ιντερνετ δεν αποδεικνύεται μόνο από τα αποτέλεσμα ερευνών, αλλά και τα παράπονα των χρηστών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που στάλθηκαν από τους παρόχους στην ΕΕΤΤ, για τα σταθερά δίκτυα κατά το 2022 υποβλήθηκαν συνολικά 121.297 παράπονα για κακή ποιότητα πρόσβασης στο Διαδίκτυο, εκ των οποίων τα 119.593 αφορούσαν ταχύτητες (98,6%). Αντίστοιχα, για τα κινητά δίκτυα υποβλήθηκαν 32.101 παράπονα ποιότητας Διαδικτύου, εκ των οποίων τα 31.870 αφορούσαν ταχύτητες (99,3%), ενώ αποζημιώσεις για θέματα ταχυτήτων δόθηκαν σε 1.061 συνδρομητές σταθερών δικτύων και σε 276 συνδρομητές κινητών δικτύων.
«Σίγουρα τα παραπάνω νούμερα είναι υψηλά και σε πολλές περιπτώσεις φταίει ο πάροχος. Ωστόσο να σημειώσουμε πως τα παράπονα με τις ταχύτητες σχετίζονται και με το είδος της χρήσης του κάθε συνδρομητή. Παραδείγματος χάριν δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που μια σταθερή σύνδεση δεν μπορεί να “σηκώσει” τη χρήση όλων των ατόμων του σπιτιού. Επομένως αν μιλάμε για μια τετραμελή οικογένεια που όλοι συνδέονται στο Διαδίκτυο και παράλληλα σε αυτό είναι συνδεδεμένες όλες οι τηλεοράσεις, οι υπολογιστές, τα τάμπλετ κ.λπ., τότε είναι αναμενόμενο το πακέτο της μέσης ταχύτητας να μην επαρκεί».
- Ποια είναι τα επόμενα βήματα;
Σύμφωνα με τον κ. Βαρουτά, τα επόμενα βήματα αφορούν τη μετάβαση στην οπτική ίνα και κατ’ επέκταση την κατάκτηση μεγαλύτερων ταχυτήτων, καθώς και τη δημιουργία ενός ασφαλούς πλαισίου χρήσης του Διαδικτύου.
«Ο βασικός στόχος είναι τα επόμενα χρόνια να φύγουμε εντελώς από τον χαλκό και να μεταπηδήσουμε στη σύνδεση μέσω οπτικής ίνας. Για να συμβεί αυτό πρέπει να μεγαλώσει το δίκτυο παροχής ευρυζωνικών υπηρεσιών σε περισσότερες περιοχές και στη συνέχεια να δοθούν περισσότερες επιδοτήσεις για την εγκατάσταση δικτύων οπτικών ινών εντός των κτιρίων, με σκοπό τη διευκόλυνση της παροχής υπερυψηλών ταχυτήτων σε διαμερίσματα, γραφεία, καταστήματα κ.λπ.», εξηγεί ο ίδιος.
Σε ό,τι αφορά την ασφάλεια, η Ε.Ε. υιοθέτησε πρόσφατα το Digital Services Act, ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που στοχεύει στην ασφαλή περιήγηση των χρηστών στο Διαδίκτυο. Επομένως, μια από τις προκλήσεις της ΕΕΤΤ αποτελεί η υποστήριξη του έργου και η αποτελεσματική εφαρμογή του στη χώρα μας.