Η Κλεάνθη Καμακάρη-Ξυδού είχε αφηγηθεί την ζωή της αποκλειστικά στο περιοδικό Life& Style το 2008.: «Ήμουν 13 χρονών όταν άφησα τη Μήλο και ήρθα στην Αθήνα για να γίνω μοδίστρα. Πήγα λοιπόν σε μια κυρία από την Αίγυπτο που έμενε στην πλατεία Εξαρχείων και κάθισα τριάμισι χρόνια κοντά της. Μέσα σε μια εβδομάδα έκανε ένα φόρεμα. Πρώτα βουάλ, μετά πατρόν, μετά φόρεμα… Λεπτοδουλειά. Με αγάπησε πολύ και μου έμαθε τα πάντα τέλεια. Γύρισα στο νησί και άρχισα να ράβω αποκτώντας μεγάλη πελατεία. Σύντομα, όλη η Μήλος ήταν πάνω μου. Κάτι όμως μου έλεγε να φύγω. Και γύρισα στην Αθήνα.
Στα 18 απέκτησα ακμή και πήγα στον Μπακάκο να ζητήσω μια κρέμα. Με έστειλαν σε ένα δερματολόγο, τον Κοκκινόπουλο, στην πλατεία Κάνιγγος. Πήγα λοιπόν στο ιατρείο και όπως έφευγα αφού με εξέτασε ο γιατρός, βγαίνοντας από το γραφείο έπεσα πάνω στη γυναίκα του, που ήταν αισθητικός. Φορούσα ένα παλτό που είχα ράψει μόνη μου. Η κυρία Κοκκινοπούλου εντυπωσιάστηκε και με ρώτησε από πού το είχα πάρει. Όταν της είπα ότι το είχα ράψει μόνη μου ενθουσιάστηκε.
«Είσαστε μοδίστρα; Και πού ράβετε;», με ρώτησε… Της εξήγησα ότι ήμουν από νησί, πως μόλις είχα έρθει στην Αθήνα και πως πήγαινα σε σπίτια γιατί δεν είχα δικό μου χώρο. «Ε, να έρθετε και σ’ εμένα, λοιπόν». Πράγματι, πήγα στο πρώτο ραντεβού και της έφτιαξα ένα φόρεμα, το οποίο φόρεσε σε ένα πάρτι της Φρανσουάζ Βερνίκου. Η κυρία Κοκκινοπούλου δεν ξόδευε εύκολα χρήματα για να ραφτεί. Η κυρία Βερνίκου, που ραβόταν στην Τσαμαδού, την πείραζε και της έλεγε «Μα πότε επιτέλους θα πας να ράψεις ένα ωραίο φόρεμα;».
Όταν λοιπόν την είδε με το φόρεμα που της είχα ράψει εγώ, της λέει «Μα, τι ωραίο που είναι». «Πήγα κι εγώ στη μοδίστρα σου», της απάντησε η κα Κοκκινοπούλου αστειευόμενη και μετά της αποκάλυψε πως το φόρεμα το είχα ράψει εγώ, για ένα κατοστάρικο. Ενθουσιάστηκε η κυρία Βερνίκου. «Μα πού τη βρήκες;» τη ρώτησε και εκείνη της είπε. Μετά το πάρτι, η κυρία Κοκκινοπούλου με έπιασε και με συμβούλεψε να αφήσω την άλλη μου πελατεία και να αφοσιωθώ σε αυτή την οικογένεια, καθώς είχαν μεγάλο κύκλο γνωριμιών.
Η κυρία Βερνίκου μού ζήτησε να πάω στο σπίτι της, στην Οδό Λυκείου. Και έτσι ξεκίνησα να δουλεύω κοντά της. Με λάτρεψε μέχρι το τέλος της ζωής της. Σταμάτησε να ράβεται στην Τσαμαδού, με πάντρεψε κιόλας, μόνο τα παιδιά δεν μου βάφτισε, γιατί δεν την άφησε η κυρία Γαροφαλίδη, που επέμενε να τα βαφτίσει η Χριστίνα Ωνάση, που τότε ήταν νέα κοπέλα. Η κυρία Βερνίκου ήταν πολύ φίλη με την Άρτεμη Γαροφαλίδη και έτσι άρχισα να πηγαίνω και σε εκείνη. Ήταν τόση η δουλειά, που δούλευα στο σπίτι της στη Γλυφάδα με το μήνα, χρυσό μου. Στην κυρία Βερνίκου, στην κόρη της, στην κυρία Γαροφαλίδη, μετά στην κυρία Πατρονικόλα και κατόπιν ήρθε και η κυρία Κονιαλίδου από το Μόντε Κάρλο… Από σπίτι σε σπίτι. Δεν είχα ελεύθερο χρόνο ούτε την Κυριακή.
Μια μέρα το 1965, με φώναξε η κυρία Γαροφαλίδη στη Γλυφάδα. Είχε το σπίτι της μέσα σε ένα κτήμα όπου ήταν επίσης το σπίτι του αδελφού της, Αριστοτέλη Ωνάση. Μου λέει λοιπόν ότι ήταν φιλοξενούμενη του Ωνάση η πριγκίπισσα Ράτζιβιλ, η αδελφή της Τζάκι Κένεντι, και ήθελε να της κάνω κάποια φορέματα με ελληνικά υφάσματα. Φέρνει τα υφάσματα και έτσι άρχισα να ράβω για την κυρία Ράτζιβιλ.
Θυμάμαι η κυρία Γαροφαλίδη με είχε φέρει στη Γλυφάδα και έραβα για ένα μήνα για την Τζάκι. Χωρίς πρόβες, χωρίς καν να την έχω δει. Όταν τα φόρεσε δεν χρειάζονταν καμία διόρθωση, ούτε τσικ. «Μα ποιος τα έραψε αυτά τα φορέματα;» λέει στην κυρία Γαροφαλίδη. «Η μοδίστρα που σου έλεγα, γι’ αυτό της έχω τέτοια εμπιστοσύνη». Έτσι η Τζάκι θέλησε να με γνωρίσει.
Έμεινα ένα μήνα εκεί και δεν της έραψα μόνο καλοκαιρινά, αλλά και μάλλινα για το χειμώνα, φορέματα και ζακετάκια. Συνεννοούμασταν μέσω της κυρίας Γαροφαλίδη. Ήταν μια σπάνια κυρία, όπως και η κυρία Τζάκι, την οποία γνώρισα αργότερα. Φορούσε μια κορδέλα στα μαλλιά και ήταν ξυπόλυτη. Απέξω από το σπίτι υπήρχαν συνεχώς φωτορεπόρτερ. Μετά από αυτόν το μήνα δεν συνάντησα ποτέ ξανά τη Λι Ράτζιβιλ. Είχα ράψει όμως και δύο κελεμπίες για τη Μαρία Κάλλας. Είχα πάει στο κότερο «Χριστίνα», που ήταν στο Φάληρο, και τα είχα ράψει εκεί.
Δεν είχα τρακ που έραβα για τέτοια πρόσωπα. Είχα πολύ καλά χέρια και ήξερα ότι μπορούσα να τα καταφέρω. Θυμάμαι για την κυρία Τζάκι είχα ράψει δύο επίσημα και έξι καθημερινά. Η κα Γαροφαλίδη τής είχε αγοράσει πολύ ωραία υφάσματα από εδώ και φτιάξαμε μερικά πολύ απλά πικέ φορέματα που της άρεσαν πολύ. Μου είχε φέρει όμως να της ράψω και Courrege…
Θυμάμαι η κυρία Γαροφαλίδη με είχε φέρει στη Γλυφάδα μαζί με τα παιδιά μου και έραβα για ένα μήνα για την Τζάκι. Χωρίς πρόβες, χωρίς καν να την έχω δει. Όταν τα φόρεσε δεν χρειάζονταν καμία διόρθωση, ούτε τσικ. «Μα ποιος τα έραψε αυτά τα φορέματα;» λέει στην κυρία Γαροφαλίδη. «Η μοδίστρα που σου έλεγα, γι’ αυτό της έχω τέτοια εμπιστοσύνη». Έτσι η Τζάκι θέλησε να με γνωρίσει. Έστειλε μάλιστα αμάξι να με πάρει με τα παιδιά μου και να με φέρει στη Γλυφάδα. Μου έδωσε συγχαρητήρια για τη δουλειά μου. Οι μοδίστρες που είχαν στους μεγάλους οίκους που ραβόταν την είχαν ώρες και τη μετρούσαν, ενώ εγώ τα είχα κάνει όλα ταχύτατα και χωρίς πρόβες.
Η κυρία Γαροφαλίδη μού έλεγε «Όταν πεθάνω και ξαναέρθω στη ζωή θα ανοίξουμε ένα ατελιέ μαζί. Εσύ θα σχεδιάζεις και εγώ θα είμαι η πρεμιέρα».Την έραβα μέχρι τελευταία στιγμή. Αρρώστησε όμως στο τέλος και είχε πάρει κιλά. Έπρεπε να πάει στην Αμερική και μου λέει «Έλα να μου φαρδύνεις τα φορέματά μου, γιατί δεν μπορώ να φύγω αλλιώς. Δεν γύρισε όμως ποτέ. Εξαιρετική κυρία. Την είχα σαν μητέρα μου. Και οι τρεις αδελφές του Ωνάση ήταν εξαιρετικές. Είχαν τα δικά τους και τις περιπέτειες της ζωής.
Η κυρία Κονιαλίδου πέθανε πριν από τρεις μήνες. Μέχρι τώρα πήγαινα και την έραβα, ντουλάπες ατέλειωτες με ρούχα… Την έραβα από το ’60 μέχρι σήμερα. Αμέτρητα φορέματα. Είχαμε πάει μαζί και στο Μόντε Κάρλο, όπου είχε τότε το γραφείο του ο Ωνάσης, για ραψίματα. Έκατσα 15 μέρες. Με πήγε παντού, σε θέατρα, πέρασα πάρα πολύ ωραία.
Είχα μείνει ένα μήνα στη Μεγάλη Βρετανία για να ράψω την Αριέττα Λιβανού, μητέρα της Ευγενίας, της Τίνας και του Γιώργου Λιβανού. Της έκανα κάποιες επιδιορθώσεις. Της άρεσε η δουλειά μου και πήγε και πήρε υφάσματα και άρχισα να της ράβω φορέματα επί ένα μήνα. Μου είχε πει ότι θα πήγαινε στην Αμερική και όταν θα επέστρεφε θα με πήγαινε στο Παρίσι για να με συστήσει στους μεγάλους οίκους μόδας εκεί. Χρυσή κυρία. Δεν πρόλαβε όμως να γυρίσει, γιατί υπεβλήθη σε επέμβαση και πέθανε… Θυμάμαι μου έλεγε «Πού ήσουν τόσα χρόνια και δεν σε είχα βρει, που πήγαινα και με μετρούσαν με τις ώρες, ενώ εσύ τσακ, τσακ, τσακ και το τέλειωσες».
Τη Χριστίνα Ωνάση τη συνάντησα πρώτη φορά όταν ήταν 16 ετών. Έμενε με τη θεία της, γιατί στο σπίτι του πατέρα της έμενε η Λι Ράτζιβιλ και δεν μπορούσε να μπει ελεύθερα στο σπίτι. Πολλές φορές την έβλεπα στη σκάλα να κλαίει… Ήταν ένα παιδί πονεμένο. Πολύ δεμένη με τη θεία της. Όταν μεγάλωσε λίγο, έγινε πολύ όμορφη με τα μακριά μαλλιά και τα μεγάλα μαύρα μάτια της. Είχα γνωρίσει το σύζυγό της, τον Σεργκέι Καούζοφ. Η κυρία Γαροφαλίδη μού είχε πει ότι αν είχε μείνει με τον Καούζοφ θα είχαν εξελιχθεί αλλιώς τα πράγματα. Με τη Χριστίνα δεν συζητούσαμε ποτέ γι’ αυτά τα πράγματα όμως. Ποτέ. Μόνο για τα ρούχα. Το ’78 ζήτησε να δει τα παιδιά μου, τα πήρε στο δωμάτιό της, κάθισαν μαζί στο χαλί, έπαιζαν και άκουγαν μουσική… Την αγάπησαν πολύ.
Δεν είχα ράψει ποτέ τη μητέρα της, αλλά την είχα συναντήσει. Πολύ όμορφη. Είχα γνωρίσει και τον Ωνάση. Δεν κοιμόταν σχεδόν ποτέ. Περπατούσε μέχρι αργά στον κήπο. Αυστηρός με τα παιδιά του, πολύ. Είχα γνωρίσει και τον Αλέξανδρο. Αν ζούσε ο Αλέξανδρος θα ήταν αλλιώτικα όλα. Ήταν απλοί άνθρωποι και καλοί. Αγαπούσαν τον κόσμο, τους ανθρώπους που δούλευαν γι’ αυτούς, βοηθούσαν πάντα… “
Photo: Αρχείο Elena’s Diary/Life&Style
Πηγή: grace.gr